Συμπληρώνονται αύριο 70 χρόνια από τον τραγικό θάνατο του πρωτοκαπετάνιου του ΕΛΑΣ Άρη Βελουχιώτη, όπως ήταν το ψευδώνυμο που διάλεξε για να κάνει αθάνατο ο γεωπόνος Θανάσης Κλάρας, γεννημένος το 1905 στη Λαμία
Χαρακτήρισα τραγικό τον θάνατό του όχι μόνο επειδή κάθε αυτοκτονία έχει ένα στοιχείο τραγικότητας – και όχι κυρίως, αφού η αυτοκτονία του Άρη Βελουχιώτη στο φαράγγι της Μεσούντας έγινε για να μην πέσει ζωντανός στα χέρια των διωκτών του, εκείνων που του έκοψαν το κεφάλι και το κρέμασαν από τον φανοστάτη της πλατείας των Τρικάλων, μαζί με του αχώριστου συντρόφου του, του Τζαβέλλα.
Τραγικός είναι ο θάνατος του Άρη επειδή πέθανε κυνηγημένος από τους εχθρούς αλλά και διωγμένος από συντρόφους και συναγωνιστές, και επιπλέον επειδή συγκρούστηκε με τους συντρόφους του για ένα θέμα στο οποίο εκείνος είχε σταθμίσει πιο σωστά πιο σωστά τις εξελίξεις.
Το στοιχείο της τραγικότητας εντείνεται από το γεγονός ότι, τις ίδιες ώρες που ο Βελουχιώτης έπεφτε νεκρός στο φαράγγι της Μεσούντας, ο Ριζοσπάστης, η εφημερίδα του ΚΚΕ, δημοσίευε στην πρώτη του σελίδα ένα άρθρο στο οποίο εξηγούσε αναλυτικά τους λόγους της διαγραφής του από το ΚΚΕ και μεμφόταν τους αντιδραστικούς που υποκριτικά είχαν αναλάβει την υπεράσπισή του (το έχω ανεβάσει εδώ).
Είχε προηγηθεί, τρεις μέρες νωρίτερα, στις 12 Ιουνίου 1945, ένα μονοστηλάκι στο κάτω μέρος της πρώτης σελίδας του Ριζοσπάστη, με τον τίτλο «Το ΚΚΕ καταγγέλλει ανοικτά τον Άρη Βελουχιώτη», και με το εξής ιταμό κείμενο, που έχει πια γίνει διαβόητο:
«Ο σ. Ζαχαριάδης μάς ανεκοίνωσε ότι η Κεντρική Επιτροπή του ΚΚΕ, αφού συζήτησε πάνω σε εκθέσεις που ήρθαν από διάφορες κομματικές οργανώσεις, αποφάσισε να καταγγείλει ανοικτά την ύποπτη και τυχοδιωκτική δράση του Άρη Βελουχιώτη (Θανάση Κλάρα ή Μιζέρια).
Ο Βελουχιώτης και ύστερα από τη σύναψη της συμφωνίας της Βάρκιζας συνέχισε τη δράση του. Η δράση αυτή, που μονάχα την αντίδραση μπορούσε να εξυπηρετήσει, γιατί της έδινε όπλα για να χτυπά το ΚΚΕ, να παραβιάζει τη συμφωνία της Βάρκιζας και να δικαιολογεί τα εγκλήματά της, δεν επιτρέπει πια καμμιά καθυστέρηση για την ανοικτή καταγγελία του Άρη Βελουχιώτη. Όπως είνε γνωστό, ο Βελουχιώτης (Θανάσης Κλάρας) στον καιρό της δικτατορίας του Μεταξά είχε πιαστεί και είχε κάνει δήλωση μετάνοιας και αποκήρυξης του ΚΚΕ».
Χαρακτήρισα ιταμό το κείμενο κυρίως για το ύφος του και τη δηλητηριώδη παράθεση μειωτικών στοιχείων. Επί της ουσίας, υπάρχουν δικαιολογίες για τη στάση του κόμματος, ενώ είναι μάλλον άδικο να χρεώνεται η αποκήρυξη ή ο θάνατος του Άρη κυρίως στον Ζαχαριάδη, ο οποίος μόλις δεκαπέντε μέρες πρωτύτερα (στις 30 Μαΐου) είχε επιστρέψει από το Νταχάου.
Τέσσερις μέρες αργότερα, ο θάνατος του Άρη ανακοινώθηκε στον Ριζοσπάστη με ένα αρκετά διαφορετικό πρωτοσέλιδο άρθρο και χαρακτηρίστηκε, εύλογα, τραγικός (το έχω εδώ), ενώ την τέταρτη σελίδα υπήρχε και ένα περισσότερο ειδησεογραφικό κείμενο, με τα περιστατικά του θανάτου του Άρη (εδώ).
Για τον Άρη Βελουχιώτη και τον θάνατό του έχουν γραφτεί δεκάδες βιβλία και χιλιάδες άρθρα, τόσο που δεν έχει νόημα να γράψω κι εγώ περισσότερα. Αυτό βέβαια δεν σας εμποδίζει να κάνετε η δική σας αποτίμηση στα σχόλιά σας, όμως θα σας παρακαλέσω αυτό να μη γίνει με τρόπο που προσβάλλει τη μνήμη του ή/και με ανοίκειο ύφος. Μια και σήμερα είναι Κυριακή, μέρα που βάζουμε λογοτεχνικό υλικό, θα βάλω ένα εκτενές ποίημα του Γιώργου Κοτζιούλα για τον θάνατο του Άρη. Πρωτύτερα όμως, να επισημάνω κάτι πρωτότυπο και πολύ αξιόλογο, ένα πρόσφατο άρθρο-οδοιπορικό στο φαράγγι του Φάγγου, όπου βρήκε τον θάνατο ο Άρης, που δημοσιεύτηκε στο διαδικτυακό περιοδικό Ατέχνως, που το διευθύνουν φίλοι του ΚΚΕ, και το υπογράφει ο Οικοδόμος -μπορεί να μου τα έχει ψάλει καναδυό φορές, αλλά το καλό να λέγεται, είναι φοβερή δουλειά.
Ο Γιώργος Κοτζιούλας, τέσσερα χρόνια νεότερος από τον Άρη Βελουχιώτη, γνώρισε από πολύ κοντά τον Άρη στα βουνά της Ηπείρου. Τις αναμνήσεις του τις κατέγραψε στο βιβλίο ‘Οταν ήμουν με τον Άρη, που είναι εξαντλημένο εδώ και καιρό, αλλά ήδη οδεύει προς το τυπογραφείο και αναμένεται να κυκλοφορήσει τους επόμενους μήνες μια νέα έκδοση, επαυξημένη με νέες μαρτυρίες και με νέα επιμέλεια από τον γιο του ποιητή, από τις εκδόσεις Δρόμων. (Για τους φίλους του Κοτζιούλα, σημειώνω επίσης ότι από τις εκδόσεις Οδυσσέας θα κυκλοφορήσει επίσης μεγάλος τόμος με όλες τις έμμετρες μεταφράσεις αρχαίων συγγραφέων που είχε κάνει ο χαλκέντερος Κοτζιούλας).
Πέρα όμως από το βιβλίο με τις αναμνήσεις, ο Γιώργος Κοτζιούλας τίμησε και με τον τρόπο της ποίησης τον καπετάνο του (έτσι λέγεται ο καπετάνιος στα ηπειρώτικα). Το 1946 εξέδωσε τη μικρή συλλογή «Ο Άρης», στην οποία περιλάμβανε πέντε ποιήματά του για τον Άρη. Διάλεξα το μεγαλύτερο από αυτά, με τίτλο «Ο Άρης νεκρός» και το παραθέτω στα επόμενα (εξηγώντας κάποιες λέξεις στο πλάι). Σημειώνω ότι ο Κοτζιούλας έχει γράψει και άλλα ποιήματα για τον Άρη -ή για την απουσία του, όπως στο σπαραχτικό Είνορο (= Όνειρο) που το είχα παρουσιάσει εδώ παλιότερα.
Ο Άρης νεκρός
Σαν το μονόλυκο έμεινες που όλοι τον κυνηγάνε
κι εκείνος μες στο λόγγο πάει, αχ, Άρη καπετάνε!
Ζαγάρια και λαγωνικά κι αγρίμια νυχτοπλάνα
με κυνηγούς κρυφόγνωμους σε πήρανε παγάνα
κι ούτ’ έχεις τόπο να σταθείς, ράχη αμπηδάς σε ράχη
κι όλο στενεύεσαι, γιατί δεν είν’ αυτοί μονάχοι.
Με τα λυσσάρικα σκυλιά βγήκαν ακόμα κι άλλοι,
κλέφτες που εσύ τους χάρισες, αφέντη, το κεφάλι,
τώρα όμως τρέχουν, αλυχτάν ζουλάπια, λέω, κι ανθρώποι
του φοβερού πολέμαρχου να βρουν το κατατόπι.
Μην πεις ποτέ πως δείλιασε, κόπηκαν τα ήπατά του
καθώς απείκασε βαρύ τον ίσκιο του θανάτου, απεικάζω: αντιλαμβάνομαι, αναγνωρίζω
μα όσο του κλείνεται η ποριά να κόψει, να ξεφύγει, ποριά: δίοδος
τέλος αιώνιο μελετάει με τη ζωή τη λίγη.
Μαζί με τους συντρόφους του, μ’ όσους ακόμα ορίζει,
πιάνουν ταμπούρι, στέκονται γερά στο μετερίζι
και μαθημένοι από φωτιά, ξεθάρρευτοι από βόλι,
να πέσουν ως τον ένα τους αποφασίζουν όλοι.
Ρίχνουν αράδα και χτυπάν απ’ τ’ άσωτο φουσάτο
βαρώντας όλο στο ψαχνό κλαρίτης κορωνάτο,
μα είναι κι η φάρα των ξανθών οπόχουν πεισματώσει
και τη ντροπή τους οι άπιστοι δεν λησμονάν την τόση.
Μη απαντέχεις, αλεπού, μην καρτερείς, κανάγια,
που διαβολάσκερο όλοι σας ήρθατε δω στα πλάγια,
τον αρχηγό μας ζωντανό να πιάστε νύχτα ή μέρα,
γιατί άτυχος πολεμιστής φυλάει στερνή μια σφαίρα.
Κι άμα θα σ’ εύρουν άψυχον, ας μη νεκροφιλήσουν
αντίμαχον, που φλάμπουρο της ρωμιοσύνης ήσουν,
παρά ας ριχτούν απάνω σου σαν όρνια σε λεσίμι, λεσίμι: το πτώμα
για να φανούν χειρότεροι σ’ εμάς κι απ’ το Μπραΐμη! (*)
Ποια μοίρα, τι ποδαρικό, κατάρα σου ή και χάρη,
σ’ έφερε, αιτέ της Ρούμελης, ώ πολυπαίνευτε Άρη,
δώθε ξανά στου τόπου μας τα γνώριμα λημέρια
που είχες παλιόν λογαριασμό, των όπλων ξεσυνέρια
με γιούδα, με παράνομον προδότη πληρωμένο,
δικό μας χρήμα που φιλεί και προσκυνάει το ξένο!
Γύρω απ’ τον Άσπρο αντιλαλούν ακόμα τα ρουμάνια, Άσπρος: ο Αχελώος ποταμός
κάθε ραχούλα μολογάει την πρώτη μας περφάνεια,
τότε που αντάρτες νηστικοί με χιόνια ως το ζουνάρι
χειμώνα ανίκησαν κι οχτρό πόδι φευγιού να πάρει,
κι εκεί που κάλπης στρατηγός ξόφλησε —ανάθεμά τον—
πάει κι άφησε τα κόκαλα τώρα γενιά αθανάτων.
Τι να σε ειπώ, πατρίδα μου, φόνισσα ή τίποτ’ άλλο;
Προσκύνημα όποτε γενείς, θα ‘σαι το πιο μεγάλο.
Κοντά στα τόσα μνήματα π’ ούτε σταυρός τα δείχνει,
που θα τα κρύβει ολότελα χιόνι ψιλό όταν ρίχνει,
κάμε και λίγον τόπο εκεί για να δεχτείς το γίγα,
σάμπως τ’ αστάλωτα κορμιά των άλλων ήταν λίγα.
Κοπέλες του Ραντοβιζιού και Τζουμερκιωτοπούλες
ας έρχουνται —όσες κατοικούν καλύβες, όχι κούλιες — κούλια: ο πύργος
για να στολίζουν οι έμορφες με βάγια και με ρείκι
τον αζευγάρωτο γαμπρό, του αγώνα τον ασίκη.
Κι όσοι βοσκοί διπρόσωποι θα βόσκουν τα κοπάδια,
βρύση άμα ιδούνε τ’ αγαθά μες στα κονάκια τ’ άδεια
και το σταυρό τους κάνοντας για τέτοιο μπερεκέτι,
σκυφτοί θα κλαιν μερονυχτίς στον τάφο του ευεργέτη.
Λαός πολύπαθος θα λέει με μάτια βουρκωμένα
πως όχι, δε θυμήθηκαν όμοιον μ’ αυτόν κανένα
κι ούτ’ άλλη μάνα στο ντουνιά ποτέ θα προστηλάσει προστηλάζω: πλησιάζω το νεογέννητο στη θηλή για να θηλάσει
τέτοιον αντρείο, που δεύτερον δε ματαβγάζει η πλάση.
Μα ακόμα, ακόμα ας μην ξεχνάει κανένας, μπολσεβίκοι,
σε τι σκολειό αναθράφηκε για το καπετανλίκι.
Τον είχαν φίλο οι ταπεινοί κι η φτώχια παραστάτη,
μα ήταν καρφί ο αλύγιστος στων αλλουνών το μάτι,
στου αδικητή που βλέποντας σκλάβον μ’ ορθό κεφάλι
τον ίδιο του έβλεπε χαμό κι ευθύς του ‘ρχόταν ζάλη.
Τώρα που βρήκαν αρχηγούς κι είχαν στοιχειώσει ετούτοι,
των αφεντάδων ποιος Θεός θα φύλαγε τα πλούτη;
Πάει πια, μπερδεύτηκε η σειρά, χάλασε —λεν— η τάξη,
και πρώτος φταίχτης είν’ εκειός οπού ‘χε πρωταρπάξει
το καριοφίλι δίνοντας αέρα στους ραγιάδες
ώσπου οι φρουροί της λευτεριάς εγίνηκαν χιλιάδες.
Χέρι όμως δεν εσήκωσαν απάνω σου, άγγιχτε, όταν
μ’ ένα σου γνέψιμο στρατός ολάκερος πετιόταν
να χύσει το αίμα του έτοιμος για σένα, για το δίκιο,
παρά ξερμάτωτους αφού με τρόπο τόσο αντρίκιο
μας έστειλαν στα σπίτια μας και πήραμε τα πλάγια
χωρίς να ιδούμε ακόμα, λέω, κι εμείς ανάσταση άγια.
Σκόρπιοι, κρυμμένοι, αγνώριστοι (γιατί με το λεπίδι
μας κυνηγούν οι τακτικοί, κοντά τους κι οι μπαντίδοι), μπαντίδοι: ληστές -εδώ οι συμμορίες της λευκής τρομοκρατίας
με μια κλωστή κρεμάμενοι στην άκρη της αβύσσου,
γρικάμε σαν απίστευτο μαντάτο τη θανή σου.
Μας φαρμακώνεται η καρδιά, κλαίει ο άντρας σαν παιδάκι
για σένα που ήσουνα κορφή δική μας και μπαϊράκι,
που στ’ όνομα σου ορκίζονταν αμέτρητοι αντρειωμένοι
κι έμοιαζες απαράλλαχτος τον ήλιο που ανεβαίνει.
Γιατί, καλέ, να ξεκοπείς πρωτάρης σάμπως να ‘σουν,
γιατί, ακριβέ, τους άφησες να σε ξεμοναχιάσουν;
Τα μάτια σου δεν έπαιρνες να πας αλλού, να γείρεις
εκεί που ανάσαν’ ο λαός κι ορίζει νοικοκύρης;
Ήρθαν κακοί μουσαφιραίοι και ξένοι αλιμαστήδες, **Δεν ξέρω τη λέξη, αν και η σημασία τεκμαίρεται. Βοηθήστε.
που εσύ καλά τους ήξερες κι από σιμά τους είδες,
και βλέποντας στα χέρια τους αντίς για δώρα αλύσια,
πρώτος πετάχτηκες ξανά κι είπες μ’ οργή περίσσια:
«Πού είστε, συντρόφοι; Στ’ άρματα, τυραννομάχα νιότη!
Νά π’ ότι γίνηκαν καπνός καταραμένοι οι πρώτοι,
κόπιασαν άλλοι πιο βαρύ κρατώντας καμουτσίκι
να μας ξελευτερώσουνε με τη δικιά μας νίκη,
που άμα το πιάσουν και στρωθούν ακούστε πια κι ιδέτε.
Φίλος επίβουλος, οχτρός χειρότερος λογιέται.
Παιδιά, θα τον αφήσουμε στη μέση τέτοιο αγώνα;
Χτυπάτε Φράγκων και Ρωμιών τη μισητή κορώνα!
Δυνάστη εγώ δεν προσκυνάω, χάρος ας μ’ εύρει κάλλια!
Μην απαντέχεις λευτεριά με ξόρκια η παρακάλια·
με το σπαθί σου πάλαιψε, γίνου άξιος να την πάρεις!».
Τέτοια, προφήτης χτεσινός, στερνολαλούσε ο Άρης
σαν ίσκιος απονύχτερος περνώντας απ’ τις ρούγες
κι αϊτός για τα μεσούρανα σύνταζε τις φτερούγες.
Μα εκεί που τον εβλέπαμε σαν το δεντρό να στέκει,
τον λαμπαδιάζει ολόσωμον, ορθόν τ’ αστροπελέκι
κι απ’ τ’ ακατάλυτο κορμί δεν έμεινε ούτε τρίμμα,
να ‘ναι αδειανό από λείψανο του απέθαντου το μνήμα.
Ωχ, Άρη, δεν το λόγιαζα, πιστός σου εγώ, θυμήσου,
να γίνω τόσο γλήγορα και μοιρολογητής σου.
Μα όχι, δεν πρέπουν κλάματα σ’ εσέ, δεν πρέπουν θρήνοι,
παρά για μέθυσμα κρασί να πιω με το λαγήνι
κι αλαλιασμένος, με το νου φευγάτο, δίχως γνώμη,
για τ’ όνομά σου δεύτερα και για το παρανόμι,
προς τα ηπειρώτικα βουνά κοιτώντας τάχα πέρα,
κουμπούρα μια και δυο βολές ν’ αδειάσω στον αέρα
και ματαπάλι, να βροντάει άπαυτα μέσαθέ μου
σα διπλοκάμπανο ή καθώς τρουμπέτα του πολέμου,
για να δοκιέμαι, τρέμοντας ως μες στο φυλλοκάρδι, δοκιέμαι: σκέφτομαι, αναλογίζομαι
το χρέος οπόχουν το σκληρό στα χρόνια μας οι βάρδοι.
26-27.6.45
* Εδώ θυμάται κανείς, θέλοντας και μη, το ανώτερο φέρσιμο του φανατισμένου Αγαρηνού, πριν από εκατόν τόσα χρόνια, όταν αντίκρισε σκοτωμένον στο πεδίο της μάχης τον ηρωικό μας Παπαφλέσσα.
https://sarantakos.wordpress.com/