Μπορεί στο δημόσιο λόγο τους οι επαγγελματίες της αντιπολίτευσης να μην εκδηλώνουν -συνήθως- τόσο άγρια χαιρεκακία και τόσο ακατέργαστο μίσος αλλά αυτό που κάποιοι συζητούν μεταξύ τους και αυτό που θα ήθελαν να πουν, αν δεν ήταν επικοινωνιακά ανορθόδοξο, αυτό που φωνάζουν οπαδοί τους στα social media, εκπέμπεται.
Το ξέρουμε όλοι ότι αδημονούν να πέσει ο ΣΥΡΙΖΑ μαζί με τη χώρα. Καθόλου πολιτικό αλλά εντελώς πραγματικό. Προσβλέπουν στις ραγδαίες εξελίξεις που θα έφερνε μια χρεοκοπία, ελπίζουν ότι θα ανέβουν στο κύμα ενδεχόμενης καταστροφής, νομίζουν ότι θα δικαιωθούν μέσα από μια εθνική αποτυχία.
Οι πολιτικοί παίζουν ρόλους. Αυτό δεν είναι ούτε καινούργιο ούτε ελληνικό. Αλλά για να έχουν επιτυχία θα πρέπει η δημόσια εικόνα τους να έχει κάποια σχέση, έστω ασθενική, με την αληθινή τους υπόσταση. Για να πείσει κάποιος ότι αγωνιά για το δημόσιο συμφέρον και ότι το μόνο που τον ενδιαφέρει είναι η σωτηρία της πατρίδας/κοινωνίας θα πρέπει λιγάκι να το εννοεί, κάπου πίσω-πίσω και μέσα-μέσα να υπάρχει η ελάχιστη ενσυναίσθηση, διαφορετικά δεν πρόκειται να αγγίξει το ακροατήριο. Για να μεταδώσει ένας πολιτικός αρχηγός το μήνυμα ότι προτάσσει τη συλλογική ανάγκη και όχι την κομματική σκοπιμότητα ή την προσωπική φιλοδοξία θα πρέπει στοιχειωδώς να νοιάζεται για τους “κάτω” και, αν αυτό συμβαίνει, θα το έχει ήδη αποδείξει με την πολιτεία του και τη στάση ζωής του. Παντού γύρω ακούγονται ανήσυχοι πολιτικοί που φοβούνται ότι “η χώρα πηγαίνει στα βράχια” και εκπέμουν σήμα κινδύνου διεκτραγωδώντας ένα αδιέξοδο για το οποίο καταλογίζουν όλη την ευθύνη στην κυβέρνηση.
Κανείς, όμως, δεν έχει βγει δημόσια να υπερασπιστεί την πρόταση των πιστωτών και να πει πως ναι, πρέπει να γίνει αποδεκτή, αν αυτό είναι η απαίτηση των εταίρων μας. Δεν το λένε γιατί δεν το αντέχουν. Πώς να υπερασπιστούν μια πρόταση τόσο κοινωνικά άδικη και τόσο απροκάλυπτα υφεσιακή. Επίσης, κάνουν πως δεν ακούν ότι η βασική κόκκινη γραμμή της κυβέρνησης είναι να αναληφθεί κάποια δέσμευση για την απομείωση του χρέους. Δεν δηλώνουν ότι αυτό το στηρίζουν, καθαρά και θερμά, ότι είναι το μόνο αυτονόητο για να βγούμε από το σπιράλ της καταστροφής.
Οχι μόνο αυτό, αλλά δεν έχουν και κάποια δική τους πρόταση, απορρίπτουν τους φόρους του ΣΥΡΙΖΑ αλλά δεν έχουν κάποια άλλη ιδέα για να αποδείξουν ότι υπάρχουν λύσεις, εάν υπάρχει σχέδιο. Και το σημαντικότερο, αποφεύγουν τις κρίσεις για τη συμπεριφορά των εταίρων μας. Πόσο ευρωπαϊκό είναι να στοχοποιείται η Ελλάδα για το έλλειμμα και να κοιτάζουν απαθώς την Ουγγαρία για τον ακρωτηριασμό της δημοκρατίας; Πόσο ευρωπαϊκά είναι τα τελεσίγραφα, οι πενταμερείς, το βέτο του ΔΝΤ, η επιμονή στην αδιέξοδη λιτότητα, η άρνηση τους να διασφαλίσουν τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους, όπως τους καλεί κάθε τρεις και λίγο ο Πικετί επικαλούμενος το παράδειγμα της Γερμανίας μετά τον πόλεμο.
Οσοι στην αντιπολίτευση πιστεύουν ότι η νίκη τους εξαρτάται από την ήττα της χώρας κάνουν λάθος. Ακόμη και αν συμβούν φοβερά πράγματα δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι το αγριεμένο πλήθος θα κοιτάξει προς τα πίσω αναζητώντας τη λύση σε εκείνους που δημιούργησαν το πρόβλημα. Αλλωστε, η διαχείριση της αγανάκτησης μπορεί να γίνει με απρόβλεπτο τρόπο.
Το 1918, στη Ρώμη, ένας θεατής πέταξε, οργισμένος, μια καρέκλα πάνω στη σκηνή, μετά το τέλος της παράστασης, την ώρα που βγήκε ο Πιραντέλο και ο συγγραφέας έσκυψε, τη σήκωσε, κάθησε πάνω της και είπε: «Σας ευχαριστώ πολύ, η μέρα μου ήταν πολύ κουραστική σήμερα».
δείτε ακόμα: