Με κοιτάζουν πάρα πολύ επίμονα. Mπορεί και απορημένα, πλέον. Δυο αξιοθαύμαστοι, ακούραστοι αυχένες στριμμένοι προς τα μένα τόσα χρόνια. Δεν ξέρω τι ακριβώς περιμένουν να δουν. Αυτές μείναν τριάντα (ούτε καν κλεισμένα) στην φωτογραφία. Εγώ που δεν κατόρθωσα να μπω στο κάδρο, φορτώθηκα εικοσιτόσα καλοκαίρια πριν καν προλάβω να πατήσω το κλικ. Φώναξα «ελάτε, σας κοιτάζει το πουλάκι», θυμάμαι ότι απάντησε «δεν κάνει και τίποτε άλλο όλη μέρα», αμαρτία να πεις πως είχε κι άδικο.
I’m too sexy, o θεός και η παναγία, πώς καταλήξαμε εμείς οι ρόκερς σε τέτοιο πηγάδι;
Ωραία κορίτσια. Σαν τα δυο κουκλάκια της El Greco, την Ναταλί και την Νιόβη. Η μια καστανή, η άλλη ξανθιά στο φυσικό της, δεν θυμάμαι ποιά απ΄ τις δυό ήταν η brunette. Ωραία κορίτσια πάντως, έκαιγαν υπό σκιά. Και σήμερα καίνε, όταν η εμμηνόπαυση ή τα νεύρα χτυπάνε κόκκινα. Επιμένω να τις λέω ‘κορίτσια’ όταν βλέπω παλιές φωτογραφίες τους, σε γυναίκες μεταλλαχθήκαν αργότερα, όταν τις πλάκωσαν ασιδέρωτα σεντόνια και βρακιά, οι άπλυτες κατσαρόλες, οι κρέμες μέρας/νύχτας, τα ροχαλητά μας, τα πουκάμισα στις κρεμάστρες, τα λάστιχα απ΄τα εσώρουχα που τις «έκοβαν», το πρώτο τεστ-Παπ και η πρώτη μαστογραφία, το πρώτο ιοβόλο βλέμμα όταν μας έβλεπαν χωμένους και χαμένους και μουγκούς, σκεπασμένους με εφημερίδες ή περιοδικά σε κάποιον βουλιαγμένο καναπέ. Ώρες ώρες πιστεύω πως η δικιά μας μετάλλαξη ήταν η δική τους κόλαση, όχι το αντίστροφο.
So you gotta let me know
Should I stay or should I go?
Ένα τάβλι δίπλα τους και από ένα μπουκάλι μπίρα ανάμεσα στα πόδια τους, το θυμάμαι. Beck’s ήταν, οι άλλες δεν είχαν προλάβει να κρυώσουν. Εγώ τις είχα φέρει τις μπίρες, απ΄ το ταβερνάκι στην άλλη γωνιά της παραλίας, δέκα λεπτά πηγαινέλα. Άμα κολλάς ένσημα έρωτος και καύλας δεν μετράς βήματα σε άμμο που λαμπαδιάζει. Απορώ πως άντεχε αυτό το μπουκάλι ήρωας και δεν λύσσαγε με τέτοια θέα, πώς συγκρατιόταν και δεν έσπερνε δεξιά κι αριστερά τους αφρούς του πριν καν το αγγίξει ανοιχτήρι.
κάθε βράδι χορεύαμε I love to hate you, σιγά μη καταλαβαίναμε τα στιχάκια τότε
Μαύρα μαγιώ, έχω συγκρατήσει κάθε λεπτομέρεια. Πώς κούμπωναν, πώς ξεκούμπωναν, πού είχαν βασανιστεί ανεπανόρθωτα απ’ τον ήλιο. Στέγνωναν πάνω τους, δεν πολυνοιαζόντουσαν γι αυτά τα μαμαδίστικα τότε. Τα πάνω μισά λιαζόντουσαν κρεμασμένα στην ομπρέλα. Πολλές φορές έβγαζα τα γυαλιά, τα μαύρα, για να κοιτάζω καλύτερα τις ρώγες τους. Χωρίς παρεμβολές. Με κοιτάζαν κι αυτές, με θράσος. Μέχρι που αλλάζαν χρώμα, γινόντουσαν αγνώριστες αν φύσαγε λίγο παραπάνω, αν τα αφεντικά τους βάζαν κάτι στο μυαλό τους, αν έπεφτε καμιά αδέσποτη σταγόνα από κύμα πάνω τους. Κι όταν βγαίναν απ΄ τη θάλασσα. Ή μπαίναν κάτω απ’ το ντους, λίγα μέτρα παραπίσω. Τυχερό το νερό που έκανε βόλτες πάνω τους. Άτυχα τα αλάτια που δεν μακροημέρευαν.
Σε κάποια κασσέτα ήταν γραμμένο το All together now, τόσο ωραίο, τόσο θερινά παράταιρο
Ήταν εποχές που δεν χρειαζόταν να πεις και πολλά. Λίγο αεράκι μπορούσε να κάνει το σώμα να τα ομολογήσει όλα, αυτό κι αν ήταν ορός της αλήθειας. Σήμερα ρίξαν μπούρκα πάνω τους. Πάλι τα μισά λιάζονται πάνω στην ομπρέλα αλλά τα καφτάνια της παραλίας αναλαμβάνουν να κρύψουν τα κάποτε εν δήμω. Τα εν οίκω μας καταπίνουν μπουκιά μπουκιά, κάποιες φορές ανόρεχτα, ευτυχώς κάποιες λαίμαργα, σχεδόν στο πόδι. Τζανκ φακ. Σπάνιο μα εμφανίζεται που και που. Καλύτερο, όσο να ΄ναι, από το καλοσιδερωμένο. Αφεθήκαμε βολεμένοι, μπουχτισμένοι, κουρασμένοι να μας μασουλάνε οι τσακίσεις αλφάδι, τα μέριτο της επανάληψης και τα κολλαρίσματα.
Tainted love σε ρεμίξ με Shamen. Ω Μαρκ, προφήτη των μικρών και των μετρίων tainted lovers!
Ωραία κορίτσια. Τρελλά και αγαπησιάρικα. «Για σπίτι». Δεν έχω ιδέα τι σημαίνει αυτή η χυδαιότητα αλλά εκ του αποτελέσματος κρίνονται όλοι. Αν αφήσεις το σπίτι να σε χώσει βαθιά μέσα στα μπετά του και γίνεις ένα με την καθαρή λίγδα που δεν ξεκολλάει απ’ τα ντουβάρια του όσο συχνά και να τα βάφεις, αποδεικνύεται οτι οι γέροι κάτι παραπάνω ξέραν από μας. Αντιστεκόμαστε, ναι. Αλλά αυτά τα αποφθεύγματα των γέρων είναι απέθαντα. Θα ζήλευε ο Ρομέρο, πάω στοίχημα.
Ήταν η χρονιά που o αληθινός scarface τραγούδαγε και τα ‘λεγε χύμα
Έκτοτε μεσολάβησαν διάφορα και στις δυο. Η ιστορία της ζωής όλων μας, με λίγα ή πολλά λόγια. Και χωρίς λόγια, παραπανίσια είναι, μη κοιτάς εμένα που καταγίνομαι ακόμη. Γιατροί, νοσοκομεία, κάμποσες ενδοσκοπήσεις, μερικές βιοψίες, μαγνητικές, υπέρηχοι, ράμματα, ευρήματα, πορίσματα, αγωνίες, ανακουφίσεις, γέννες, σχολειά, διαβάσματα, ιώσεις, εκδρομές, εξετάσεις, χαρές, απογοητεύσεις, ταξίδια, αιφνίδιες αναχωρήσεις, κιλά που φεύγαν και επέστρεφαν (πάντα βρίσκαν το δρόμο της επιστροφής, χειρότερα κι από πιστά σκυλιά), βαφτίσια, κηδείες, μνημόσυνα, γενέθλια, γιορτές, χαρές, καταβυθίσεις, χάπια, αλκοόλ, καφέδες, βιαστικά γραμμένα -και σβησμένα- sms, ζυγαριές, χαλασμένα φερμουάρ, συνεντεύξεις, απολύσεις, ταμεία ανεργίας, λογαριασμοί, ξενύχτια για καλό και για κακό, λαχτάρες, νεύρα, πολλά νεύρα, άσπρο, μαύρο, και γέλια, ναι γέλια, δεν έμαθα ποτέ -μπορεί να ‘ναι και για καλό- αν βρέθηκαν κι άλλοι δίπλα τους, μιαν ανάσα από το στήθος τους κι αν κάναν στενή κι αχώριστη παρέα οι βαριές ανάσες και οι ιδρώτες τους αλλά αυτά συμβαίνουν στη ζωή, όχι μόνο στο σινεμά και στα βιβλία, μερικά φιλμ καλό είναι να μη τα πολυσκαλίζεις, δεν ξέρεις τι θα δεις που δεν μπόρεσες να αντικρίσεις εικοσιτόσα χρόνια.
But we’re never gonna survive unless
We get a little crazy
Τώρα που το ξαναβλέπω, με ξαπλώστρες δεν είχαμε ανοίξει παρτίδες. Δυο ψάθες, μια πετσέτα ήταν η σουίτα μας. Οι γυναίκες της διπλανής πετσέτας. Κι αυτό το χάσαμε. Eξυπακούεται ότι ο πληθυντικός αφορά εμάς τους τέσσερις, που ήμασταν εκεί, μέσα και έξω απ΄το κάδρο. Εσύ μπορείς κάλλιστα να μην έχεις χάσει το παραμικρό. Δεν θα το μαρτυρήσω στον Ρομέρο, υπόσχομαι.
Δεν την βρίσκω εκείνη την κασσέτα. Καλύτερα. Μπορεί να μύριζε από το αντηλιακό τους και τα πράγματα να παίρναν απροσδόκητη τροπή.
Εν μέρει είχαν δίκιο να τρέμουν το φακό οι Κομάντσι. Ακόμη κι αν στεκόντουσαν πίσω του.