επεξεργασία: δδμανιάς
Άκρα του τάφου σιωπή στον κάμπο βασιλεύει·
λαλεί πουλί, παίρνει σπυρί, κι η μάνα το ζηλεύει.
Τα μάτια η πείνα εμαύρισε· στα μάτια η μάνα μνέει·
στέκει ο έλληνας ο καλός παράμερα καί κλαίει:
«Έρμο τουφέκι σκοτεινό, τι σ’ έχω γω στο χέρι;
οπού συ μού ΄γινες βαρύ κι ο σόιμπλε το ξέρει».
———————————————————
το καλοκαίρι κι ο έρωτας χορεύουν καί γελούνε,
κι όσ’ άνθια βγαίνουν και καρποί τόσα γιούρογκρουπ σε κλειούνε.
……………………………………………………………………..
Κόκκινο βουνάκι ο λαός κινούμενο βελάζει,
και μες στη θάλασσα βαθιά ξαναπετιέται πάλι,
π’ ολονυχτίς εσύσμιξε με τ’ ουρανού τα κάλλη.
Και μες στης λίμνης τα νερά, όπ’ έφθασε μ’ ασπούδα,
έπαιξε με τον ίσκιο της του συριζα πεταλούδα,
που ευώδιασε τον ύπνο της μεσα στον άγριο κρίνο·
το σκουληκάκι βρίσκεται σ’ ώρα γλυκειά κι εκείνο.
Μάγεμα η φύσις κι όνειρο στην ομορφιά και χάρη·
η μαύρη πέτρα ολόχρυση καί το ξερό χορτάρι.
Με χίλιες βρύσες χύνεται, με χίλιες γλώσσες κρένει:
παράδεισο στον έλληνα εχάρισε ο θεός μας
κι ακόμα δεν γεννήθηκε αυτός που θα (μας) τον πάρει
έτσι να πείτε στον γερούν κι τσ ευρωπαίους μαλάκες.