kospanti | ιούλης 9, 2015 · 12:45
«Σε κάποια Βέρα τέλος πάντων!»
Το κορίτσι που επιθυμώ γουστάρει το περπάτημα. Τούτες τις έσχατες στιγμές του κόσμου βολτάρουμε με τις ώρες μέσα στον αχανή ερηπιώνα της πρωτευούσσης. Τουρίστες, ταρίφες κι εμείς. Άλλοι κρύβουν τα λεφτά τους σε στρώματα και σεντούκια. Εμείς οι δυο τα επενδύουμε στο στομάχι. Κουζίνες του κόσμου και ταβέρνες ελληνικές. Κουβέντα να βαστάει την ανθρωπιά και τρίψιμο των ποδιών κάτω απ’ τα τραπεζομάντηλα. Κι ύστερα δρόμο! Ναός του Ολυμπίου Διός, Συγγρού, Κουκάκι, πιασμένοι αγκαζέ φουμάρουμε φτηνά τσιγάρα, της γαργαλώ την κλειτορίδα του εγκεφάλου, μιμούμενος τον Ρένο, τότε που δεν ήταν μαλάκας και ξεφτίλας, κωλόπαιδο του κερατά!
Το κορίτσι που ποθώ πάσχει από διαταραχές ύπνου. Έρχεται, πηδιόμαστε και φεύγει. Με εγκαταλείπει. Τούτη η μοναξιά με κάνει να αγαπώ το στενό χώρο. Κοιμάμαι στον καναπέ, τα πόδια μου κρέμονται, η πλάτη μου στριμώχνεται στα μαξιλάρια. Το άγριο ύφασμά του μου κατατρώει το δέρμα, το στιγματίζει με κοκκινίλες εκεί όπου οι άλλοι το κοσμούν με τατουάζ. Το κορίτσι είναι πλασμένο από άμμο και νερό στις ακρογιαλιές της Μεσογείου, μουνάρα όλο χυμούς, να τη στύψεις και να την πιεις στο ποτήρι! Έχει το κάτι τι απ’ τα κορίτσια του 50’, κομψή κι επικίνδυνη. Γόβες, ροκ εντ ρολλ και μίνι φούστα. Αλλά έτσι είναι η γενιά μου. Μεταπολεμική. Ανίκανη δια πάσα εργασία, ικανή για κάθε πράξη απρόβλεπτη, απερίσκεπτη κι ερωτική.
Έδωσα τα τελευταία μου χρήματα σε έναν άνεργο γραφίστα για να μου τυπώσει κάρτες επαγγελματικές. Στη μια όψη ονοματεπώνυμο, διεύθυνση κατοικίας, τηλέφωνα. Έτσι καμωμένες που όποιος θελήσει να μπορεί να με ξετρυπώσει. Για δουλειά, για συνέντευξη, έστω για να σπάσει πλάκα. Στην πίσω όψη διάλεξα να γράφει τα παρακάτω λόγια …
«Η μία μονότονη μέρα ακολουθούσε την άλλη. Και τίποτε δεν έδειχνε πως κάποτε τα πράγματα θα γύριζαν προς το καλύτερο. Συχνά λέω πως δε πρέπει να ‘χω παράπονο απ’ τη ζωή μου. Στο κάτω-κάτω μόνος μου διάλεξα να’ μαι αυτό που είμαι…»*
Ξύπνησα μόνος και σ’ απόγνωση, σχεδόν μπατίρης. Πήρα τις κάρτες μου στα χέρια και ξεχύθηκα στις πυρωμένες ασφάλτους. Ασθμαίνοντας, ζέστη και υγρασία, τράβηξα για τις τράπεζες όπου θα έβρισκα στα σίγουρα κόσμο μαζεμένο. Ουρές τούβλα από ντόμινο, ουρές από σάρκα, οστά κι ενδύματα, φίδια νωθρά και λάστιχα ποτίσματος σε κήπο εξοχικού που ‘χει να πατήσει ο ιδιοκτήτης χρόνια. Μοίρασα τις κάρτες μου μέχρις εξαντλήσεως του αποθέματος. Τώρα θα περιμένω, θα καρτερώ!
Κίνησα για το σπίτι του κοριτσιού. Θέλησα να είμαι δίπλα της, μέσα της, κάτω της, κοντά της. Στα έγκατα της παλιάς πολυκατοικίας ένα υπόγειο καφενείο. Μια όαση απόλυτης αδιαφορίας! Τσόχες και μπαρμπουτιέρες, κόσμος αλλιώτικος και 99.8 fm πειρατικό. Μπύρα κρύα και ντομάτα στα τέσσερα να ξαποστάσω. Εδώ τρώμε με τα δάχτυλα, εδώ κυριαρχεί το μίνιμαλ της οδοντογλυφίδας. Αποφάσισα πως η μόνη δουλειά μου σε αυτόν τον κόσμο είναι η καταγραφή όλων αυτών που κανείς δεν καταγράφει. Του ανθρώπου που περιμένει να πάει 05.00 το ξημέρωμα για να γυρίσει με το λεωφορείο. Του άντρα που κλείνει το ταξί για να πιει την είσπραξη. Της ανύπαντρης που τις νύχτες γυρνά στις γειτονιές με ένα τσουβάλι τροφή για γάτες.
Σήμερα στο κατώφλι των τριάντα μου χρόνων, πάνω που ο αφέτης χρόνος εκπυρσοκροτεί την εκκίνηση μια νέας κι αβέβαιης δεκαετίας, επιβιβάστηκα στο RO-RO Vessel ship «Βιτσένζος Κορνάρος».
«Ω Βιτσένζο τραγουδάς και πλέχεις!»
Ω Βιτσένζο τραγουδάς και πλέχεις, στα σωθικά σου από λαμαρίνα βγάζουν το ψωμί τους φίλοι μου παλιοί, φίλοι μουντζουρωμένοι, κατώτερα πληρώματα που κάναμε μαζί τσιγάρο σε σκοπιά, κάποιο βράδυ στη Σχολή των Ναυτικών Δοκίμων. Μόνος μετά από χρόνια, δίχως γυναίκα ή παρέα, τραβώ για τα Αντικύθηρα, έφηβος μες στους εφήβους, εθελοντής σε ανασκαφή, ερασιτέχνης. Σκαπάνη στο λιοπύρι και το απόγευμα καρπούζι και βουτιές, δημιουργός εγώ της συντροφιάς των ονείρων μου, από κείνα τα ίδια κι αρχαία υλικά, άμμο και αλμυρό νερό …
*Νίκος Νικολαϊδης, κινηματογραφιστής, συγγραφέας, (Αθήνα 25 Οκτωβρίου 1939 – 5 Σεπτεμβρίου 2007)