thegreekcloud | 08.07.2015 | 12:00
Γεράσιμος Χαριτόπουλος
Τον πέτυχα στο κρεοπωλείο. Εξηντάρης, σωματώδης, λευκά μαλλιά λευκό μουστάκι, πολυτελές αυτοκίνητο ανεβασμένο διαγωνίως στο πεζοδρόμιο ακριβώς μπροστά από την είσοδο. Για κακή μου τύχη μπήκε ελάχιστα πριν από μένα. Και λέω για κακή μου τύχη γιατί, όπως σχολίαζε μετά ο νεαρός υπάλληλος που με εξυπηρέτησε, με τον οποίο πάντα λέμε μια-δυο κουβέντες παραπανίσιες, «πήρε το μισό μαγαζί». Και όχι μόνο πήρε το μισό μαγαζί, κιλά ατελείωτα κρέατα, μοσχαρίσια, χοιρινά, στοιβαγμένα το ένα πάνω στ’ άλλο, αλλά μέσα στην ταραχή του ξέχασε κάπου (μάλλον στο αυτοκίνητο) και τα λεφτά. Όταν τα ξαναβρήκε, στην τελική του έξοδο, αφού πια είχε πληρώσει και έβγαινε, καθοδόν προς το πολυτελές του αυτοκίνητο με τα τρόπαιά του ανά χείρας, γύρισε και με κοίταξε – περίμενα σε ένα κάθισμα δίπλα στην είσοδο – όπως κοιτά το ματωμένο λιοντάρι σηκώνοντας για λίγο τα μάτια από το θήραμά του. Ένα βλέμμα διάφανο, ανέκφραστο, άδειο. Μια γενιά, μια κοινωνική τάξη (γιατί ναι, κι αυτές, οι κοινωνικές τάξεις, ξεμύτισαν μέσα απ’ αυτό το δημοψήφισμα) που με κάθε είδους θεμιτά και αθέμιτα μέσα κατασπάραξε, στην τόσο μικρή αυτή χώρα, το μέλλον των νεότερων. Και που τώρα, με την ίδια λύσσα, τη λύσσα του πληγωμένου, απειλούμενου θηρίου, κατασπαράζει ό, τι άλλο έχει απομείνει – κατά προτίμηση σε κρέας -, καταδικασμένη (παρά, ενδεχομένως, τις καλύτερες προθέσεις της) στην αναπόδραστη, την εγγεγραμμένη στα κύτταρά της, μάχη για επιβίωση. Επιβίωση με κάθε κόστος, τη μοναδική επιβίωση που ξέρει.