cogito ergo sum | 10 Ιουλίου 2015
Είμαι σίγουρος ότι είδατε (τουλάχιστον, οι περισσότεροι) τις προτάσεις της ελληνικής κυβέρνησης προς τους θεσμούς, επί των οποίων θα στηριχτεί το νέο, τρίτο κατά σειρά, μνημόνιο. Και αυξήσεις στον ΦΠΑ έχουμε, και μειώσεις στις συντάξεις έχουμε, και κατάργηση των “πρόωρων” συντάξεων έχουμε (να δω 67χρονο οικοδόμο να παλεύει ν’ ανεβεί σε σκαλωσιά ή 67χρονο θεολόγο να προσπαθεί να επιβληθεί στα διαόλια που θα του κάνουν καζούρα και τί στον κόσμο!), κι απ’ όλα τα καλά έχουμε, δόξα τω θεώ. Κι από δίπλα, έχουμε και αίτηση για αναδιάρθρωση (παναπεί, κούρεμα) του χρέους.
Ίσως κάποιοι να αναρωτιούνται πως και τα δυο αυτά μαζί δεν πάνε. Αν είναι να κουρέψουμε το χρέος, γιατί να κουρέψουμε και τις συντάξεις; Αν μειωθούν τα τοκοχρεωλύσια, γιατί να αβγατίσουν οι φόροι; Ας πάμε, λοιπόν, να δώσουμε απάντηση σε τούτες τις απορίες, ρίχνοντας μια περιληπτική -και, ως εκ τούτου, ατελή- ματιά στο πώς δουλεύει το σύστημα και σε τι ακριβώς συνίσταται αυτή η περίφημη “ρήτρα ανάπτυξης”.
Πώς μπορεί να γίνει κάτι τέτοιο; Δείτε το θεωρητικό σχήμα: τα ευρωπαϊκά ταμεία εγκρίνουν για την Ελλάδα κάποιο ποσό ως επιδότηση, μέσω προγραμμάτων – το ελληνικό κράτος “βγάζει” αυτά τα λεφτά στο Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων (ΠΔΕ), επιδοτώντας παραγωγικές επενδύσεις είτε εξ ολοκλήρου ιδιωτικές είτε σε συνεργασία του με ιδιώτες (ΣΔΙΤ) – οι επενδύσεις ολοκληρώνονται, δημιουργούνται νέες θέσεις εργασίας, αυξάνεται η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας, αυξάνονται οι εξαγωγές, αυξάνεται το ΑΕΠ κλπ. Αυτό το απλοποιημένο σχήμα περιγράφει το περίφημο “κεϋνσιανό μοντέλο”.
Λονδίνο, 27/2/1953: Ο επί κεφαλής της δυτικογερμανικής αντιπροσωπείας Χέρμαν Γιόζεφ Αμπς υπογράφει την συμφωνία κουρέματος του χρέους τής χώρας του κατά 50%.
Απώτερο ζητούμενο του καπιταλισμού, στις συνθήκες τής σοβούσης κρίσης του που όλοι γνωρίζουμε, είναι να ξαναπάρει μπρος η διαδικασία αναπαραγωγής των αργών κεφαλαίων. Σε περιβάλλον ύφεσης, είναι λογικό να μένουν αδρανή ορισμένα κεφάλαια, μη βρίσκοντας κερδοφόρα (ή επαρκώς κερδοφόρα) τοποθέτηση. Εδώ, λοιπόν, κολλάει η περίφημη “ρήτρα ανάπτυξης”, την οποία ζητάει η κυβέρνηση από τους πιστωτές μας και αφορά την διοχέτευση κονδυλίων (μέσω προγραμμάτων τύπου ΕΣΠΑ, χρηματοδοτήσεων μέσω ΕΚΤ κλπ) στην “πραγματική οικονομία”.
Στο σημείο αυτό, πρέπει να κάνουμε δυο παρατηρήσεις. Μιλήσαμε μόλις για “κεϋνσιανό μοντέλο” ενώ ξέρουμε ότι πολλά από τα μεγάλα κεφάλια της Ευρώπης έχουν απαρνηθεί τον Κέυνς κι έχουν ασπαστεί τον φρηντμανικό νεοφιλελευθερισμό, σύμφωνα με τον οποίο δεν πρέπει να βοηθάμε ό,τι έχει πρόβλημα αλλά να το αφήνουμε να καταρρεύσει τελείως προκειμένου να οικοδομηθεί κάτι υγιές πάνω στα συντρίμμια του. Εδώ ακριβώς οφείλονται οι μεγάλες κόντρες που εκτυλίσσονται τις τελευταίες μέρες στα ευρωπαϊκά όργανα λόγω του ελληνικού προβλήματος: οι κεϋνσιανοί θέλουν να βρεθεί λύση ενώ οι νεοφιλελεύθεροι προτιμούν να δουν την ελληνική οικονομία να καταστρέφεται πλήρως.
Η δεύτερη παρατήρηση έχει να κάνει με το κατά πόσο μπορεί να λειτουργήσει το κεϋνισανό μοντέλο στην χώρα μας. Η ύφεση έχει βαθύνει τόσο πολύ την τελευταία πενταετία ώστε οι ευρωπαϊκές επιδοτήσεις δεν φτάνουν ούτε για πλάκα. Πώς να καλυφθούν απώλειες μιας πενταετούς αδιάκοπης μείωσης του ΑΕΠ (υπολογίζονται κοντά στα 250 δισ.) με τα ψίχουλα κάποιων προγραμμάτων (από το ΕΣΠΑ 2007-2013 η Ελλάδα πήρε λίγο πάνω από 18 δισ.);
Σ’ αυτές τις δύσκολες περιπτώσεις, για τον κεϋνσιανισμό προέχει το να πέσει χρήμα στην αγορά. Γι’ αυτό υποστηρίζει την αύξηση κυκλοφορίας του χρήματος ακόμη και με υποτίμηση του νομίσματος, ακόμη και με έκδοση νέου χρήματος, έστω και πληθωριστικού. Μόνο που στην Ευρωπαϊκή Ένωση καμμιά χώρα δεν μπορεί να “κόψει” χρήμα, αφού έκδοση χρήματος κάνει μόνο η ΕΚΤ. Έτσι, λοιπόν, αν μια χώρα θέλει να διερύνει την αναπαραγωγή των -λιμναζόντων ή μη- κεφαλαίων, πρέπει να βρει χρήμα με άλλους τρόπους. Στην ενωμένη Ευρώπη, το κόλπο που έκανε ο Μαρκεζίνης πριν 60-τόσα χρόνια δεν δουλεύει.
Έναν από τους τρόπους αυτούς τον καταλαβαίνουμε καλά γιατί τον ζήσαμε στο πετσί μας: μείωση δαπανών, ώστε να περισσέψουν λεφτά για επιδοτήσεις. Με άλλα λόγια, κόβουμε κονδύλια από το κοινωνικό κράτος (υγεία, παιδεία κλπ), από μισθούς και συντάξεις, από την άμυνα κλπ και τα μεταφέρουμε στο ΠΔΕ. Αυτό μπορεί να στέκεται θεωρητικά αλλά στην ελληνική πραγματικότητα δεν δείχνει και πολύ ελπιδοφόρο. Έχοντας προηγηθεί μια πενταετία τσεκουρωμάτων και γκρεμίσματος, πόσα μπορείς να κόψεις ακόμη; Όσα κι αν καταφέρεις να μαζέψεις μ’ αυτόν τον τρόπο, ακόμη κι αν τα προσθέσεις στα ευρωπαϊκά προγράμματα, πάλι δεν πρόκειται να φτάσουν.
Ένας άλλος τρόπος είναι μέσω ιδιωτικοποιήσεων: να αρχίσεις το ξεπούλημα όσων μπορείς να ξεπουλήσεις και να ρίξεις τα λεφτά στην αγορά. Μόνο που οι ιδιωτικοποιήσεις έχουν τρία βασικά κουσούρια. Πρώτον, γίνονται κοψοχρονιά. Δεύτερον, μαζεύεις τώρα κάποια λεφτά αλλά χάνεις όλα τα μελλοντικά έσοδα. Τρίτον και σπουδαιότερον, έχεις ήδη συμφωνήσει με τους πιστωτές σου ότι όσα κι αν μαζέψεις από το ξεπούλημα, θα πάνε κατ’ ευθείαν στις τσέπες τους.
Εδώ έρχεται η αναδιάρθρωση του χρέους. Το “βιώσιμο” που λέμε. Ζητάς από τους πιστωτές σου να σου “σενιάρουν” το χρέος σου (είτε κουρεύοντάς το είτε επιμηκύνοντας την αποπληρωμή του είτε και τα δυο), ώστε να καταστήσουν την εξυπηρέτησή του λογική. Σ’ αυτή την περίπτωση, οι “αγορές” παίρνουν το μήνυμα, σε θεωρούν και πάλι αξιόπιστο και δέχονται να σε ξαναδανείσουν με παραδεκτά επιτόκια. Δηλαδή, απώτερος σκοπός τής ρύθμισης των χρεών δεν είναι να μπορέσεις να τα αποπληρώσεις ώσπου να τα ξοφλήσεις και να μη χρωστάς πια αλλά να μπορέσεις να ξαναδανειστείς.
Υποψιάζομαι ότι σήμερα σας κούρασα και λυπάμαι αν εν τέλει δεν κατάφερα να γίνω όσο σαφής ήθελα αλλά ελπίζω ότι όλοι καταλάβαμε τουλάχιστον αυτό το τελευταίο. Έτσι εξηγείται πεντακάθαρα και η παραδοξολογία που έχουμε επισημάνει εδώ κατ’ επανάληψη: το βιώσιμο χρέος. Ένα χρέος που θα ανατροφοδοτείται διαρκώς, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, προορισμένο να ζη στον αιώνα τον άπαντα για να στηρίζει την κερδοφορία του κεφαλαίου.