Στη διαχείριση των “κόκκινων” δανείων που το τελευταίο διάστημα έχουν ξεφύγει εκτός ελέγχου καθώς οι πληρωμές έχουν “παγώσει” σχεδόν στο σύνολό τους, θα αποδυθούν κυβέρνηση και τράπεζες, αμέσως μόλις επιτευχθεί συμφωνία που θα λύνει το πρωταρχικό πρόβλημα της ρευστότητας των τραπεζών.Οι προτάσεις για τη διαχείριση των “κόκκινων” δανείων με σαφή διαχωρισμό των πραγματικά αδύναμων οφειλετών από τους στρατηγικούς κακοπληρωτές, επαναλαμβάνονται αυτούσιες στο κείμενο των τελικών προτάσεων που απέστειλε χθες το βράδυ η κυβέρνηση προς τους Θεσμούς. Οι τράπεζες υπολογίζουν το ποσοστό των στρατηγικών κακοπληρωτών άνω του 15% των ληξιπρόθεσμων οφειλετών σε ένα “βουνό” επισφαλειών που διογκώνεται συνεχώς.

Μια πενταετία μετά την υπογραφή της πρώτης δανειακής σύμβασης, με μία διαφαινόμενη ανάκαμψη στη διάρκεια του 2014 και με τη βίαιη αντιστροφή του κλίματος από τον Δεκέμβριο μέχρι σήμερα, ο λογαριασμός για τις τράπεζες καταλήγει σε επισφαλή δάνεια που ξεπερνούν τα 100 δισ. ευρώ επί συνολικού ποσού χορηγηθέντων δανείων προς επιχειρήσεις και ιδιώτες, ύψους 211 δισ. ευρώ.

Με βάση τα επίσημα στοιχεία για το συνολικό μη εξυπηρετούμενο “άνοιγμα” των τραπεζών, το α΄ τρίμηνο 2015 ο λόγος των μη εξυπηρετούμενων “ανοιγμάτων” προς το σύνολο των δανείων των τραπεζών διαμορφώθηκε στο 40,8%, ποσοστό που αντιστοιχεί σε ύψος δανείων άνω των 100 δισ. ευρώ.

Σημειώνεται ότι το μη εξυπηρετούμενο “άνοιγμα” των τραπεζών αφορά δάνεια που βρίσκονται ήδη σε καθυστέρηση αλλά και στα δάνεια που είναι µεν ενήμερα ή εμφανίζουν καθυστέρηση μικρότερη των 90 ημερών, αλλά υπάρχουν ενδείξεις ότι ο οφειλέτης ενδέχεται να µην εκπληρώσει πλήρως τις δανειακές υποχρεώσεις του χωρίς τη ρευστοποίηση των εξασφαλίσεων που συνοδεύουν το δάνειο.

Το υψηλότερο ποσοστό µη εξυπηρετούμενων “ανοιγμάτων καταγράφεται στα καταναλωτικά δάνεια (51,3%) και ακολουθούν τα επιχειρηματικά (39,8%) και τα στεγαστικά (35,6%).

Στην προσπάθειά τους να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα των “κόκκινων” δανείων,  οι τράπεζες έχουν εφαρμόσει λύσεις κυρίως βραχυπρόθεσμου χαρακτήρα και δευτερευόντως λύσεις μακροπρόθεσμου χαρακτήρα ή οριστικών διευθετήσεων. Ωστόσο, για σημαντικό αριθμό δανείων οι τράπεζες δεν έχουν λάβει κανένα μέτρο αντιμετώπισης του προβλήματος και επιπλέον μεγάλο ποσοστό των δανείων που έχουν τεθεί σε καθεστώς ρύθμισης, συνεχίζουν να μην εξυπηρετούνται ομαλά.

Ειδικότερα, τα δάνεια που έχουν τεθεί σε καθεστώς ρύθμισης (“forborne exposures”) αποτελούν το 13,3% του συνόλου των δανείων. Από αυτά, το 70% περίπου, συμπεριλαμβάνεται στα μη εξυπηρετούμενα “ανοίγματα” είτε γιατί έχουν εμφανίσει πάλι καθυστέρηση είτε γιατί θεωρούνται μη εισπράξιμα (“unlikely to pay”). Από τα δάνεια σε καθεστώς ρύθμισης, λύσεις βραχυπρόθεσμου χαρακτήρα (π.χ. κεφαλαιοποίηση ληξιπρόθεσμων οφειλών) έχουν εφαρμοστεί στο 55% των περιπτώσεων, λύσεις μακροπρόθεσμου χαρακτήρα (π.χ. παράταση διάρκειας, μείωση επιτοκίου) στο 20% και λύσεις οριστικής διευθέτησης στο 25%.

Όσον αφορά τη διαχείριση των καταγγελλομένων δανείων, για το 59% του πλήθους των δανείων ή το 23% των αντίστοιχων υπολοίπων, οι τράπεζες δεν έχουν προχωρήσει σε καμία ενέργεια. Το μεγαλύτερο μέρος των καταγγελλομένων απαιτήσεων βρίσκεται στο στάδιο της διαγνωστικής διαδικασίας (δηλαδή η τράπεζα έχει ξεκινήσει τη διαδικασία για την έκδοση διαταγής πληρωμής ή άλλου τίτλου αναγκαστικής εκτέλεσης) και της αναγκαστικής εκτέλεσης (δηλαδή έχει ήδη εκδοθεί διαταγή πληρωμής ή έχει εκκινήσει η διαδικασία πλειστηριασμού).

Διαβάστε ακόμα για: μη εξυπηρετούμενα δάνεια (κόκκινα δάνεια) Τράπεζες