ΒΙΓΛΑΤΟΡΑΣ
Βαρέθηκα να γεύομαι του λιοπυριού τα πάθια
Τις λάβρες του χινόπωρου του χειμωνιού τ’ αγιάζι.
Γιόμισε αρμύρα ο κόρφος μου και κουρνιαχτό η θωριά μου.
Βάρην’ η κάπα μου απλυσά και τα σκουτιά μου λάσπη.
Θέλω κλινάρι σπιτικό, μιντέρι πουπουλένιο.
Θέλω ψωμί απ’ τη μάνα μου νερό απ’ την αδερφή μου,
καμώματα απ’ τις λυγερές κι ορμήνια απ’ τους γερόντους.
Θέλω να φάω σε σοφά, να κάτσω σε κατώφλι.
Να πιω ρακί στον καφενέ, να βγω στ’ αλώνια τσάρκα.
Να πάρω τους παλιόφιλους να πάω κατά τη δέση,
κατά τη νεροσύναξη που βράζει το φουστάνι.
Να πώ κουβέντα δίγνωμη, πειραχτικό στιχάρι.
Να μπει η γριά μου σε μπελά κι ο κύρης μου στα λόγια.
Να μπει ο παπάς στο ιερό και διάκος στο άγιο βήμα.
Να μπει κι η κ λ η μ α τ ό β ε ρ γ α να δέσει δυό κορμάκια.
Αχ…Χίλια «θέλω» θέλω εγώ κι ένα «μπορώ» δεν έχω.
Τι έχω δουλειά στα διάσελα, δουλειά στ’ απανωκόρφια.
Φυλάω τ’ απάτητα βουνά μη μας τα διαγουμίσουν.
Φυλάω τα καραούλια μας απ’ του κιοτή το μάτι.
Και την ανάβρα του νερού μην τη μολέψει ο σκύλος.
Τηράω ζερβά, τηράω δεξά, τηράω τα μπρός – τα πίσω.
Μην κάνουν τον ανήφορο του κάμπου οι πουλημένοι.
Έχω δουλειά, κάμπε μ’ πικρέ, έχω χουσμέτι ακόμη.
Θερίζω και βωλοκοπώ την ξενική τη φύτρα.
Και βοτανάω τον τόπο μου απ’ τα πικρά τ’ αγκάθια.
Πρέπει να μάσω φρύγανα να κάψω την πανούκλα.
Ν’ ανοίξω στράτα γιορτινή να ροβολήσει ο αντάρτης.
Να στρώσω και χρυσό θρονί να κάτσει η Λευτεριά μας!
Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΑΝΤΑΡΤΗ
Ένα φεγγάρι εκρέμουνταν στην αγριελιά κλαμένο
προχτές που φέραν τέσσερεις το Βάγγο χτυπημένο.
Κι είχε μια αχνάδα η όψη του, μια μελανιά η θωριά του-
μια αγριάδα του θανάτου.
Μαζί τους κατηφόριζε κι ένα δροσάτο αγέρι.
Μια καλονιά απ’ τη Ρούμελη χλωμή σαν τ’ αγιοκέρι.
Με λίγα αμίλητα παιδιά κομμένα απ’ τα γιουρούσα-
και μια σκυλίτσα ρούσα.
Τον στρώσαν σε ψηλόν οντά με τα φαντά σεντόνια
(κι απ’ τα κονίσματα ψηλά σιγόσταζε η συμπόνοια).
Κι ένα λουλούδι που άλαλο κούρνιαζε σαν τον σπίνο
σκύβει να δει κι εκείνο.
Τα παραθύρια σβήσανε κι απόμειναν κλεισμένα
μη δουν κεφάλια ξέπλεκα και μάτια δακρυσμένα-
τ’ αστέρια, που κατέβηκαν τούτα τα κρύα βράδυα,
για να φυλάξουν βάρδια.
Θρηνολογά η κουφοξυλιά, δέρνονται τ’ αρμυρίκια.
Κλαιν οι οξυές φύλλα χλωμά, κλαιν τα γκρεμνά χαλίκια.
Κι ένας τσομπάνος άπραγος με το ραβδί που εκράτα
δέρνει τρελά τα βάτα.
Τον είχε ο λόγγος σταυραϊτό, τα τρίκορφα γιορντάνι.
Τον είχε η λεύκα ψυχογιό, τα διάσελα καπλάνι.
Τον είχε η σύναξη αδερφό και το καπετανάτο-
φλουρί κωσταντινάτο.
Περνάν και τον θρηνολογούν, περνάνε και τον ραίνουν.
Λυπητερά μαλώματα, κακιώματα του κρένουν.
Κι ο Βάγγος τους χαμογελά από το προσκεφάλι-
σαν κόρη που ’χει σφάλει.
Διαβαίνουν οι γερόντισσες και χύνουν τα μαλλιά τους.
Περνούν κι οι νιες και χύνουνε ρόδα- τα μαγουλά τους.
Περνάει κι ο Πικρό-Χάροντας κι απ’ τ’ άτι ξεπεζεύει-
ο Βάγγος για ν’ ανέβει…
Ο ΤΡΕΛΟΣ ΜΕ ΤΟ ΒΕΛΟΣ ΣΤΟ ΣΤΗΘΟΣ
Μια φορά κι έναν καιρό
Ήτανε ένα γραμμόφωνο.
Ένα ολομόναχο γραμμόφωνο.
Ή μπορεί και να μην ήταν κανένα γραμμόφωνο
Και νάταν μόνο ένα τραγούδι.
Ένα ολομόναχο τραγούδι
Που ζητούσε ένα γραμμόφωνο
Για να πει τον καημό του…
Μια φορά κι έναν καιρό
Ήταν ένας έρωτας.
Ένας ολομόναχος έρωτας
Με μια πλάκα στη μασχάλη
Που γύρευε ένα γραμμόφωνο
Για να πει τον καημό του:
Έρωτα μη σε πλάνεψαν
Άλλων ματιών μεθύσια
Και μες στα κυπαρίσσια
Περνάς νεκρή σκιά.
Έρωτα αδικοθάνατε
Έρωτα χρυσομάλλη
Αν σ’ είδαν με μιαν άλλη
Ήταν η Λησμονιά…
Μια φορά κι έναν καιρό
Δεν ήταν ούτε ένας έρωτας
Ούτε ένας πόνος.
Ούτε ένας καημός
Παρά μισός έρωτας, μισός πόνος
Μισός καημός
Και μια σπασμένη πλάκα στη μασχάλη
Που τραγουδούσε το μισό σκοπό:
Έρωτα μισέ…Έρωτα μισέ…
Θεέ μου! Δε βρίσκεται
Ένα συμπονετικό χέρι
Να σηκώσει τη βελόνα
Και να ακουστεί ξανά
Ολόκληρο το τραγούδι
Ολόκληρος ο έρωτας
Ολόκληρος ο πόνος;
Έρωτα μη σε σκότωσαν
Με μαγεμένα βέλη
Έρωτα Μακιαβέλη
Αγαρηνέ φονιά.
Τα μάτια που σε χάιδεψαν
Με δάκρυα πικραμένα
Καρφιά ήταν πυρωμένα
Κι η αγάπη μια απονιά…
μενέλαος λουντέμης