Όταν η Μαρία-Μαγδαληνή Βλαδιμίροβνα- Γκαγκάρινα ,που γεννήθηκε στο Ραμπάτ, από Ρώσο ευγενή και Ουκρανέζα και μεγάλωσε με τους τσαρικούς εμιγκρέδες της Κυανής ακτής, εμφανίστηκε ως Μάσα Μέριλ στο «μια παντρεμένη γυναίκα» του Γκοντάρ, πέτυχε την παρέα μας στην αρχή της τρίτης λυκείου.
Και ήταν γυμνή. Μια παράξενη γυμνή, που μειδιούσε αινιγματικά. Τα μέλη της αφήνονταν αποσπασματικά στον φακό. Τότε δεν υπήρχαν τσόντες, και η αναγγελία «παίζει έργο με στριπτίζ» ήταν ευκαιρία για ομαδικές προσελεύσεις, ιδίως αν υπήρχε κάποιος που εξηγούσε με λεπτομέρεια τα επίδικα πλάνα : δείχνει ρώγα, σκεπάζει τις ρώγες της με κάτι φουντάκια, τέτοια.
Η Μάσα Μέριλ δεν διέφερε από κάτι εγχειρίδια για ζωγράφους που είχε ο Σαμούχος στην Αγίας Σοφίας και είχαν τίτλο κάτι σαν The human body in action and repose. Ακόμη και τα Playboy της εποχής, έμοιαζαν με τολμηρές ζωγραφιές. Και επιπλέον, δεν μύριζαν, όπως η παροδική γύμνια μιας έφηβης που μας επέτρεπε να την αγγίζουμε αποκρύφως, αλλά σπανίως μας άφηνε να δούμε.
Ωστόσο, η Μάσα Μέριλ είχε ένα πελώριο πλεονέκτημα. Δεν περιείχε λαγνεία παραπάνω από την ανεμπόδιστη θέα ενός αγκώνος. Μειδιούσε. Έτζι ήταν τα κορίτσια μεταξύ 1960 και 1965.
Έπρεπε να επιπέσει εναντίον των θεωριών αισθητικής το «Ζυλ και Τζιμ», το «Γεύση από μέλι», το «Ντάρλινγκ», ο «Υπηρέτης», και ο ογκόλιθος της «Αλφαβίλ». Επειδή από τέτοιες ταινίες διδαχτήκαμε το βλέμμα των ανδρών.
Ακίμ Ταμίρωφ και Έντι Κωνσταντίν, να βλέπουν την Άννα Καρίνα.Ο Ντέιβιντ Γουόρνερ να ολοκληρώνει ένα παρτέρι –σφυροδρέπανο, και να παριστάνει τον γορίλλα μπροστά στον τάφο του Μαρξ. Ως τον ουδέτερο Ντέιβιντ Χέμμινγκς να παίζει με δυο κορίτσια που φορούσαν χρωματιστά καλσόν στο «Μπλόου απ».
Μαζί, ήταν το «αλλά, θεά,δεν ημπορώ να ακούσω την φωνή σου» και ο αυτοκτόνος Βασιλειάδης, από τον σπάραγμά του στην Ιστορία του Δημαρά «ερρέτω γερόντων η φιλοσοφία! Αλήθεια μόνη, γυνή ευειδής, τα άλλα, βλακεία!»
Έτσι ,η Μάσα Μέριλ ήταν η εισαγωγή μας στην πολιτική. Και το βλέμμα του φίλου μας του Βασίλη Β. όταν του πήγα δώρο μιά «Ιστορία της φιλοσοφίας», εκτιμώντας την στοχαστική του ματιά και και μου την επέστρεψε, ομολογώντας ότι η οικογένειά του την βρήκε «κομμουνιστική».
Αυτή ήταν η πραγματική ασωτεία λοιπόν! Το μανιπουλάρισμα του μυαλού, η ανακάλυψη ενός παντοδύναμου κόσμου που έπρεπε και ώφειλε να αλλάξει.
Μόνο που έπρεπε να το πραγματοποιήσουμε πετώντας με το στόμα το Γκωλουάζ στον αέρα και αρπάζοντάς το με τα χείλη, ανάβοντάς το με αναπτήρα που έβγαζε τόση φλόγα, ώστε κάθε δυό μέρες να τρέχουμε στον περιπτερά ή στον Μπαράκο να μας το γεμίσει. Οπως ο Ζαν Πιερ Λεό.
Εσείς που νομίζετε πως κολλήσαμε αριστερά επειδή μας γοήτευσαν Λαμπράκισσες με διχτυωτές κάλτσες και πράκτορες της GPU, να το κοιτάξετε το ζήτημα. Ήταν ο Άρης Αλεξάνδρου που προσφωνούσε τον Μαγιακόφσκη «εχ μορέ Βλαδίμηρε». Ήταν ο «επαναστατημένος Χριστός» του Φραγκόπουλου.
Ήταν η Μάσα Μέριλ που μειδιούσε, φτιαγμένη θαρρείς από σκληρό σαπούνι. Που το βλέπαμε.