http://sanejoker.info/23|ιούλη|2015
Ο Σιντάρτα ήταν γιος ενός μικρού μονάρχη του γένους Σάκυα, στη βορειοδυτική Ινδία. Οι χρονολογίες της γέννησης του ποικίλλουν από το 624 ως το 448 π.Χ. Πολλοί όμως πιστεύουν ότι γεννήθηκε την ίδια χρονιά με έναν άλλο «μυστικό», τον Πυθαγόρα, γύρω στο 580 π.Χ.
Ο πρίγκηπας μεγάλωσε προστατευμένος μέσα στο παλάτι. Δεκάξι χρονών παντρεύτηκε δυο πριγκίπισσες. Παρότι του απαγορευόταν να τριγυρνά ανάμεσα στους κατώτερους εκείνος μεταμφιεσμένος βγήκε στην αγορά, τέσσερις φορές.
Τις τρεις πρώτες είδε έναν γέρο, έναν άρρωστο κι έναν νεκρό. Τότε αντιλήφθηκε τα τρία κακά που αναπόφευκτα προσβάλλουν την ανθρώπινη ύπαρξη: Τα γηρατειά, την αρρώστια και τον θάνατο.
Την τέταρτη φορά είδε έναν ασκητή.
Τότε αποφάσισε να εγκαταλείψει το παλάτι και τα προνόμια του. Έζησε ως ασκητής, αλλάζοντας το όνομα του σε Γκαουτάμα.
Είχε δύο δασκάλους, που του δίδαξαν τη φιλοσοφία και τις τεχνικές της γιόγκας, όμως σύντομα τους εγκατέλειψε κι αυτούς, αφού κατάλαβε ότι δεν μπορούσαν να τον βοηθήσουν.
Έπειτα υποβλήθηκε σε μια σειρά αυστηρότατων πειθαναγκασμών, προσπαθώντας να φωτιστεί, προσπαθώντας να καταλάβει τι είναι αυτό που προκαλεί τον Πόνο.
Κάποια μέρα, λιπόσαρκος πια, δέχτηκε μια προσφορά ρυζιού. Οι μαθητές του τον εγκατέλειψαν γι” αυτή την ένδειξη αδυναμίας.
Όμως εκείνος είχε αντιληφθεί ότι η βάση του Πόνου είναι η Επιθυμία (ακόμα κι η επιθυμία της στέρησης) καθώς και η προσπάθεια να ελέγξεις όσα συμβαίνουν.
Όταν φωτίστηκε λατρεύτηκε σαν θεός και η κοινότητα των προσήλυτων αυξήθηκε θεαματικά -παρότι εκείνος δεν το επιθυμούσε.
Ο Βούδας (που σημαίνει «φωτισμένος») ποτέ δεν ισχυρίστηκε ότι είναι θεός, ουσιαστικά ποτέ δεν αναφέρθηκε σε κάποιον θεό. Πρόκειται για μια άθεη διδασκαλία -μάλλον αγνωστικιστική, αλλά όταν έγινε θρησκεία τον λάτρεψαν ως θεό.
Ο Βούδας ποτέ δεν θα γινόταν οπαδός του βουδισμού (ούτε κι ο Χριστός του χριστιανισμού ή ο Μαρξ του Μαρξισμού).
Πέθανε στα ογδόντα του μετά από δυσπεψία (τι αυτοσαρκασμός!)
~~
Η βουδιστική σκέψη είναι πολύ διαφορετική απ” τη δυτικότροπη. Δεν βασίζεται στη λογική, έτσι όπως τη θεμελίωσε ο Αριστοτέλης, ούτε στη διαλεκτική, όπως αυτή εξελίχτηκε απ” τον Ηράκλειτο και τον Πλάτωνα ως τον Χέγκελ.
Θυμίζει περισσότερο το θέατρο του παραλόγου, όπως του Ιονέσκο, και τις αντιτραγωδίες του Μπέκετ. Τα λόγια, οι λέξεις, δεν μπορούν να αποδώσουν το νόημα, την ουσία. Μάλλον το εγκλωβίζουν.
Και κάτι παραπάνω, αφού δεν υπάρχει νόημα. Ούτε ουσία.
~~
Τα κοάν είναι μικρές ιστορίες δίχως νόημα. Υπάρχουν για να βοηθήσουν τον δόκιμο μοναχό να φωτιστεί.
Του δείχνουν ότι η φώτιση δεν έρχεται χάρη στην προσπάθεια και τον έλεγχο, αλλά το αντίθετο: Μόλις εγκαταλείψει τη χίμαιρα του ελέγχου, μόλις αρνηθεί την ύπαρξη νοήματος.
Το αγαπημένο μου κοάν είναι το ακόλουθο (το έχω αναφέρει σε παλιότερο κείμενο, αλλά αυτή είναι μια βασική λειτουργία των κοάν: Επαναλαμβάνεις μια ιστορία χωρίς νόημα, μέχρι που να αντιληφθείς ότι δεν υπάρχει νόημα).
«Ένας μοναχός περπατούσε στο δάσος. Άκουσε έναν βρυχηθμό και γυρίζοντας είδε μια τίγρη. Ξεκίνησε να τρέχει για να σωθεί. Έφτασε σ” έναν γκρεμό και πήδηξε. Πιάστηκε από κάποιο φυτό. Επάνω τον περίμενε η τίγρη. Κάτω αιχμηρά βράχια. Ο μοναχός κοίταξε το φυτό όπου κρατιόταν και είδε ότι είχε φρούτα. Έπιασε ένα και το έφαγε.»
Αν προσπαθούσαμε να εξηγήσουμε με τον δυτικό τρόπο σκέψης αυτό το κοάν θα λέγαμε ότι το φρούτο συμβολίζει (οι δυτικοί λατρεύουν τους συμβολισμούς) το παρόν .
Ο φωτισμένος μοναχός, ανάμεσα στην τίγρη και στον γκρεμό, απολαμβάνει αυτό που έχει.
Άδραξε τη μέρα, ό,τι φάμε κι ό,τι πιούμε, φρόντισε το σήμερα κι άφησε το αύριο να φροντίσει τον εαυτό του, κι άλλα παρόμοια (δυτικά).
Όμως τα κοάν δεν είναι αινίγματα ούτε αλληγορίες ούτε μύθοι του Αισώπου με ηθικό δίδαγμα. Τα κοάν είναι κοάν (και ίσως να μην είναι).
Ή όπως λέει ο Βούδας:
«Υπάρχει μόνο Πόνος, δεν υπάρχει αυτός που πονά.
Δεν υπάρχει δράστης, υπάρχει μόνο δράμα.
Το Νιρβάνα υπάρχει, αλλά όχι αυτός που το ζητά.
Ο Δρόμος υπάρχει, αλλά όχι αυτός που τον περπατά.»
~~
Ένα άλλο αγαπημένο κοάν είναι αυτό:
«Έχει ο σκύλος βουδιστική φύση;» ρώτησε ο δόκιμος τον γέροντα.
«Γαβ», είπε ο γέροντας.
Εδώ κάποιος λάτρης του Βιτγκενστάιν θα θυμόταν αυτό που είπε ο φιλόσοφος για το λιοντάρι: Ότι ακόμα κι αν το λιοντάρι μιλούσε δεν θα μπορούσαμε να καταλάβουμε τι λέει.
(Μια μικρή διακοπή. Αυτό το κείμενο το έγραψα πριν περίπου έναν μήνα, σε συνέχεια από ένα άλλο με τίτλο «Η χίμαιρα του ελέγχου» http://sanejoker.info/2015/06/chimera2.html
Χθες, διαβάζοντας το «Λεξικό των Θρησκειών» του Μιρσέα Ελιάντε, ανακάλυψα ότι η βουδιστική διδασκαλία θεωρείται αποφατική κι ότι πολλοί «έχουν μπορέσει να αντιληφθούν μια κάποια συγγένεια ανάμεσα στη μέθοδο του Βούδα και σ” εκείνη μερικών νεοθετικιστών, και ιδιαίτερα του Βιτγκενστάιν.»
Ο υποφαινόμενος λίγα ξέρει για τον Βούδα -κι ακόμα λιγότερα για τον Βιτγκενστάιν. Όμως ακόμα κι αυτός ο ελάχιστος «εγώ» μπόρεσε να καταλάβει τη σχέση.)
~~
Αν καταφέρουμε να υπερβούμε όσα νομίζουμε ότι γνωρίζουμε και καταλαβαίνουμε θα δούμε ότι τα κοάν δεν έχουν καμία εξήγηση, πέρα από αυτή που τους δίνουμε.
Τα κοάν δεν υπάρχουν για να καταλάβεις. Ακριβώς το αντίθετο: Δείχνουν ότι δεν υπάρχει τίποτα για να καταλάβεις.
Δεν φτάνεις κάπου, δεν καταλήγεις, δεν βρίσκεις το νόημα, τη λύση. Η φώτιση έρχεται όταν σταματάς να προσπαθείς, όταν σταματάς να αναζητάς, όταν δεν προσπαθείς να ελέγξεις, όταν δεν πασχίζεις για να φωτιστείς.
Ο δυτικός τρόπος σκέψης (όπως ο δικός μου) αποκαλεί αυτόν τον τρόπο αφηρημένο, αφού νομίζει ότι βασίζεται στην αφαίρεση, ή -όπως θα έλεγε ο Ντεριντά «αποδόμηση». Ή αποφατικό, σύμφωνα με τον Ελιάντε.
Όμως δεν είναι αφαίρεση ούτε αποδόμηση ούτε απόφαση. Είναι υπέρβαση -και δεν είναι.
Αντί να προσπαθείς να φτάσεις απ” το Α στο Ω, λογικά, διαλεκτικά, ενορατικά, αποφατικά, σταματάς να προσπαθείς, αφού το Α και το Ω είναι συμβάσεις, κατασκευάσματα του νου.
Ο διαλογισμός είναι μια μέθοδος για ν” αλλάξεις τον τρόπο λειτουργίας του νου σου, ουσιαστικά για να σταματήσεις να σκέφτεσαι. Προσηλώνεσαι σ” ένα σημείο και γίνεσαι ένα μ” αυτό. Παύεις να υπάρχεις, ενώ ταυτόχρονα είσαι παντού.
Και πουθενά.
~~{}~~
Πόσο αντίθετο είναι αυτό το άδειασμα του νου με τη σύγχρονη εποχή της άκρατης και διαρκούς πληροφορίας;
Λαμβάνουμε διαρκώς πληροφορίες, πιστεύοντας ότι αυτές θα μας βοηθήσουν να ολοκληρωθούμε.
Τα παιδιά, από τη γέννηση τους, δέχονται καταιγίδες ερεθισμάτων: Μότσαρτ για μωρά, εκπαιδευτικά παιχνίδια, βιβλία, μουσική, αθλητισμός, ξένες γλώσσες, dvd, εικαστικά, ρομποτική.
Βασικά χαρακτηριστικά αυτού του καταιγισμού είναι η πληροφορία και η χίμαιρα του ελέγχου.
Είναι αστείο, αν όχι τραγικό. Οι δυστυχισμένοι γονείς, που ζουν σ” έναν κόσμο ανελευθερίας κι αυταπάτης, έναν κόσμο ανισοτήτων, πασχίζουν να κάνουν τα παιδιά τους ίδια -ή καλύτερα (πάντα όσον αφορά την οικονομική τους κατάσταση).
Αυτή είναι η maya, η ψευδαίσθηση του κόσμου.
~~{}~~
Στο εμβληματικό «Σιντάτρα» του Έρμαν Έσσε, ο ήρωας συναντάει το παιδί του, όταν εκείνο είναι στα χρόνια της εφηβείας. Ο ήρωας δεν εγκρίνει τον τρόπο συμπεριφοράς του γιου του.
Κι ενώ η πρώτη του αντίδραση είναι να προσπαθήσει να τον «διορθώσει», γρήγορα αντιλαμβάνεται ότι ο δικός του τρόπος δεν είναι κατάλληλος για όλους, δεν είναι κατάλληλος για κανέναν, πέρα από τον εαυτό του, και πάλι, δεν είναι παρά ένας τρόπος, ένας δρόμος.
~~
Κάπως έτσι εκφράζεται η maya.
Νομίζουμε, οι γονείς, οι ενήλικοι, οι δάσκαλοι, ότι έχουμε βρει μια μέθοδο άξια και σωστή, για να τη διδάξουμε στα παιδιά.
Δεν αντιλαμβανόμαστε ότι ζούμε σ” έναν κόσμο υπό κατάρρευση, ότι όλα όσα κάναμε μας έχουν φέρει πιο κοντά στο τέλος.
Νομίζουμε ότι κατέχουμε την αλήθεια και θέλουμε να τη μεταλαμπαδεύσουμε στα παιδιά μας.
Δεν είναι παράξενο; Εργάζεσαι οκτώ (στην καλύτερη περίπτωση) ώρες την ημέρα, για σαράντα χρόνια, ελπίζοντας ότι κάποτε θα πάρεις σύνταξη, ώστε να σταματήσεις να κάνεις αυτό που μισούσες σαράντα χρόνια.
Και προσπαθείς να πείσεις τα παιδιά σου ότι αυτός είναι ο μόνος δρόμος, ο δικός σου.
Μια ζωή ανάμεσα στον πόνο και τη βαρεμάρα, με σύντομα διαλείμματα ανάτασης και δεκαπενθήμερες διακοπές.
Μια ζωή όπου μετράς αντίστροφα τις ώρες μέχρι να σχολάσεις, μέχρι να νυχτώσει, μέχρι να πέσεις να κοιμηθείς.
Μια ζωή όπου μετράς αντίστροφα τις μέρες μέχρι το Σαββατοκύριακο, μέχρι τα Χριστούγεννα, μέχρι τον Αύγουστο.
Μια ζωή όπου μετράς αντίστροφα τα χρόνια μέχρι να πάρεις σύνταξη, μέχρι να πεθάνεις.
Και προσπαθείς να πείσεις τα παιδιά σου ότι αυτός είναι ο μόνος δρόμος, ο δικός σου.
Μια χαμένη ζωή με την ελπίδα των αξιοπρεπών γηρατειών. Να θυσιάζεις την νεότητα κι όλα τα όνειρα σου, προκειμένου ν” απολαύσεις την τρίτη ηλικία.
~~
Το κοάν της σύγχρονης ζωής θα ήταν κάπως έτσι:
«Ένα παιδί μεγαλώνει στην πόλη, μπροστά σε μια οθόνη, πίσω από ένα μπαλκόνι. Μαθαίνει να θεωρεί την τίγρη αναπόφευκτη. Την υπηρετεί, την ταΐζει με το σώμα του, με τον χρόνο του, με τη ζωή του, με τον Πόνο του και τις Επιθυμίες του, με τα παιδιά του.
Όμως η τίγρη είναι αδηφάγα. Τον ρίχνει στον γκρεμό. Εκείνος πιάνεται από ένα φυτό. Στα κλαδιά του υπάρχουν πεποιθήσεις, αυταπάτες, βεβαιότητες.
Κόβει μία και την τρώει.
Μετά κι άλλη κι άλλη κι άλλη κι άλλη κι άλλη κι άλλη κι άλλη κι άλλη κι άλλη