Κάπα Κάπα Μοίρης | 31.07.2015 | 00:54
Πρώτο σίξτις/σέβεντις μπάνιο χτες.
Δέκα, δεκαπέντε άνθρωποι, σε μια παραλία που φαινόταν τόσο ατέλειωτη όσο και η ζέστη. Η κάψα θόλωνε τις άκρες του κάδρου. Κάπου σταματούσαν όλα, ξηρά και νερό, μα δεν διέκρινες πού. Μερικές φορές αυτό είναι καλό, δεν είναι φρόνιμο να ξέρεις πάντα τις συντεταγμένες του τέλους.
Ομπρέλα ιδιωτική, δυο πετσέτες, κρύο νερό στο ισοθερμικό τσαντάκι. Και τέσσερα τσιγάρα, ένα πριν, τρία μετά. Μας έμεινε κουσούρι, το «μετά».
Ησυχία, επιτέλους. Μόνο κάποιες κουβέντες την ραγίζουν, που και που.
Πέντε γυναίκες -όλες στα σύνορα της εμμηνόπαυσης, άλλες περιμένοντας τη σφραγίδα στο διαβατήριο, άλλες έχοντας ήδη διαβεί με βαριά βήματα τη μπάρα- συζητούν μέσα στο νερό για συμβάντα αδιάφορα που συγκλονίζουν τις μέρες τους. Για βιβλία που δεν διάβασαν, για τα γεμιστά που άρπαξαν στο φούρνο χτες, για το μαλλί που θέλει κούρεμα, για την Βίκυ που χάνει την Ιατρική για μια χούφτα μόρια, για μόρια που δεν τις καταδέχονται πια, για μαγιώ νούμερο 16. Πέρυσι 14, φέτος προαγωγή. Bitter sixteen.
Τις ακούω, κάθε λέξη τους, σχεδόν κάθε ανάσα τους, μη σου πω και κάθε σκέψη τους. Οι άνθρωποι ξεχνούν πως ο,τι λες μέσα στη θάλασσα τρέχει και τρυπώνει στα αυτιά παρείσακτων. Είμαι ένας απ’ αυτούς. Ένας voyeur με σφαλιστά μάτια.
Μπαίνουμε; ρωτάει.
Βήμα πρώτο, πάνω απ’ τα γόνατα.
Βήμα δεύτερο, στον αφαλό.
Τρίτο βήμα δεν είχε. Κάθαρση μόνο, νερά γυαλί, τέσσερα μέτρα μακριά από την ομπρέλα, δυόμιση μέτρα βάθος. Σε οργιές θα ήταν πιο λόγιο αλλά δεν ξέρω να μετατρέπω.
Μιάμιση ώρα μέσα στο νερό. Σε ένα βιβλίο θα διάβαζες «γίναν θάλασσα μέσα στη θάλασσα κι αυτοί». Ανακουφίζομαι που δεν το έγραψα. Ευγνωμωνώ το σύμπαν μου που είναι τυφλό, κουφό, ανάπηρο και δεν έχει ιδέα τι θα πει συνωμοσία.
Οι πέντε γυναίκες γίναν τρεις, μετά δυο, μετά ένα κενό στον ορίζοντα, κενό με φως που ματώνει τα μάτια. Ο μόνος πόνος που κάθε συνάντηση μαζί του είναι ευλογία.
Βγαίνουμε και μετράμε πετραδάκια κολημμένα στα γυμνά μας πόδια, ανάμεσα στα δάχτυλα, στα μαλλιά. Τα δικά μας νταμάρια, τα δικά μας παράσημα. Καλή και η άμμος αλλά σ’ αφήνει δίχως γαλόνια.
Κανείς μας δεν σκουπίζεται, αφήνουμε το νερό να ξεψυχήσει ήρεμα πάνω μας. Τέτοιο τέλος όλοι το ονειρεύονται, λίγοι το αξιώνονται, της λέω. Δεν καταλαβαίνει για ποιο τέλος μιλάω, συνήθισε πια τις μετέωρες, περιπλανόμενες διαπιστώσεις μου, δεν δίνει σημασία.
Ησυχία. Επιτέλους ησυχία. Κανένα κάπιταλ κοντρόλ δεν σε ανακαλύπτει εδώ. Για μια, δυο, τρεις ώρες. Μόλις νιώθεις το κακό να ‘ρχεται, βουτάς και το πνίγεις. Το Κακό δεν ξέρει κολύμπι.
Μια γουλιά νερό. Και τσιγάρο, που μουσκεύει απ΄ τα βρεμένα δάχτυλα. Αλάτι, ιώδιο και καπνός. Η χημική ένωση που ανέκαθεν έφτιαχνε το θέρος. Κάποτε το μάθαμε, οι κατά φαντασίαν Σαντιάγκο.
Ωραία ημερολόγια, της λέω.
Να ζήσουμε να τα θυμόμαστε, απαντά, ανάβοντας το τέταρτο
[ από το μπλογκ http://amancalledkkmoiris.com ]