“Επιστρέφω στον τόπο μου. Στην Ιθάκη, στον Ελαιώνα,
στην αρχαία Αγορά, στο πεδίον του Άρεως. Στους Δελφούς,
στην Πίνδο, στα βοσκοτόπια. Επιστρέφω ρακένδυτος
στα ζαχαροπλαστεία της πατρίδας. Βλέπω τους
φοβισμένους μνηστήρες να καταβροχθίζουν λουκουμάδες
και πάστες. Να περιμένουν από ώρα σε ώρα το κακό
να τους βρει πάνω στη γλύκα. Να περιμένουν το βλέμμα μου
από ώρα σε ώρα να τους συντρίψει.”
(απο το ποίημα του αντώνη αντωνάκου καλοκαιρινές διακοπές για πάντα, προηγούμενη ανάρτηση)
ειχαμε πάει σ ένα πανηγύρι σ ένα χωριό
εντάξει δεν είχε πολύ κόσμο, η ορχήστρα ακουόταν δεν ακουόταν, λίγο παράφωνοι αλλά δεν πείραζε, ήταν όμορφη βραδιά.
μία πρώην αντιστασιακή ξενέρωτη κι ανέραστη μ ένα κούρβουλο που την ακολουθούσε, θλιβερή γύριζε από δω και κει για να την βλέπουν.
σ άλλη μεριά το αιρετό αρχοντολόϊ με τους παρατρεχάμενους ακολουθούσε πιστά ούλους τους επικοινωνιακούς κανόνες προβολής, με ύφος 200 καρδιναλίων, η παρουσία τους σ έκανε να αισθάνεσαι σιχασιά.
παραδίπλα κάτι πανέμορφες βαλκάνιες ξανθές και μελαχροινές με κάτι κορμάρες που ζωντανεύανε πεθαμένο.
λέμε για καλοβαλμένες κοπέλες, απίθανα ελκυστικές και γλυκές, ένα όνειρο. καθόμουν πέντε μέτρα πιο πέρα κι όταν τις κοιτούσα ηρεμούσε η ψυχή μου, μου θύμησαν ιταλίδες μάνες με την άνεση και την σοβαρότητα τους.
έχω την αίσθηση ότι θα μας ωφελούσε σαν κοινωνία να μην διώχναμε τους μετανάστες αλλά να τους παρακαλούσαμε να μείνουνε μπας και μας βοηθήσουν και γίνουμε λίγο άνθρωποι γιατί από μόνοι μας αποκλείεται φίλε μου
Περιμένοντας τους Bαρβάρους
— Τι περιμένουμε στην αγορά συναθροισμένοι;
Είναι οι βάρβαροι να φθάσουν σήμερα.
— Γιατί μέσα στην Σύγκλητο μια τέτοια απραξία;
Τι κάθοντ’ οι Συγκλητικοί και δεν νομοθετούνε;
Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα.
Τι νόμους πια θα κάμουν οι Συγκλητικοί;
Οι βάρβαροι σαν έλθουν θα νομοθετήσουν.
—Γιατί ο αυτοκράτωρ μας τόσο πρωί σηκώθη,
και κάθεται στης πόλεως την πιο μεγάλη πύλη
στον θρόνο επάνω, επίσημος, φορώντας την κορώνα;
Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα.
Κι ο αυτοκράτωρ περιμένει να δεχθεί
τον αρχηγό τους. Μάλιστα ετοίμασε
για να τον δώσει μια περγαμηνή. Εκεί
τον έγραψε τίτλους πολλούς κι ονόματα.
— Γιατί οι δυο μας ύπατοι κ’ οι πραίτορες εβγήκαν
σήμερα με τες κόκκινες, τες κεντημένες τόγες·
γιατί βραχιόλια φόρεσαν με τόσους αμεθύστους,
και δαχτυλίδια με λαμπρά, γυαλιστερά σμαράγδια·
γιατί να πιάσουν σήμερα πολύτιμα μπαστούνια
μ’ ασήμια και μαλάματα έκτακτα σκαλιγμένα;
Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα·
και τέτοια πράγματα θαμπώνουν τους βαρβάρους.
—Γιατί κ’ οι άξιοι ρήτορες δεν έρχονται σαν πάντα
να βγάλουνε τους λόγους τους, να πούνε τα δικά τους;
Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα·
κι αυτοί βαρυούντ’ ευφράδειες και δημηγορίες.
— Γιατί ν’ αρχίσει μονομιάς αυτή η ανησυχία
κ’ η σύγχυσις. (Τα πρόσωπα τι σοβαρά που εγίναν).
Γιατί αδειάζουν γρήγορα οι δρόμοι κ’ η πλατέες,
κι όλοι γυρνούν στα σπίτια τους πολύ συλλογισμένοι;
Γιατί ενύχτωσε κ’ οι βάρβαροι δεν ήλθαν.
Και μερικοί έφθασαν απ’ τα σύνορα,
και είπανε πως βάρβαροι πια δεν υπάρχουν.
__
Και τώρα τι θα γένουμε χωρίς βαρβάρους.
Οι άνθρωποι αυτοί ήσαν μια κάποια λύσις.