Posted on August 8, 2015 by verajfrantzh
Γράφει η Βέρα Ι.Φραντζή
Κάθε μέρα που επιστρέφω από τη θάλασσα μετά από ώρες, νιώθω τη φροντίδα του ήλιου σαν τον Ερμαφρόδιτο του Μποργκέζε να με έχει γλύψει σε όλες τις άκρες μου, τις γωνίες μου και αμυχές μου. Ο ήλιος μου προκαλεί λίγη ζαλάδα. Ένα ταυ υψηλής θερμοκρασίας σχηματίζεται στο μέτωπο και στη μύτη μου σαν οίδημα ωραιοπάθειας. Με αυτό το μακιγιάζ θα κοιμηθώ και θα ξυπνήσω. Και μου αρέσει που είμαι μούσα του ήλιου και με περιποιείται και περνά χρόνο μέσα από τις μικρές εκτρώσεις των ηλιαχτίδων από τον πυρήνα του προς τη δική μου γη. Ο ήλιος είναι μια από τις ρεαλιστικότερες μονογαμικές σχέσεις που είχα με άντρα.
Θα μπορούσε αυτό να ήταν και γράμμα σε έναν εραστή. Αυτός ο εραστής μου ζητάει συχνά να του γράφω. Είναι ένας απαιτητικός γέρος που θα έπρεπε να μην με ταλαιπωρεί, μα το κάνει δίχως ντροπή, δίχως επιρρέπεια από αυτή που νόμιζα πως αποκτούν οι άνθρωποι στην καλοσύνη, καθώς μεγαλώνουν. Μα αν ίσχυε αυτό, θα έπρεπε ο κόσμος να είναι καλύτερος. Θα έπρεπε να μετράμε τους κακούς έναν έναν. Τα παιδιά αθώα, οι μοναχοί αθώοι, οι δολοφόνοι εν βρασμω ψυχής αθώοι, οι σημαίες αθώες, οι ράγες των τρένων αθώες, οι κάδοι απορριμάτων αθώοι, οι υπερρεαλιστές γκραφιτάδες του κτιρίου της Τοσίτσα αθώοι, οι υπερσεξουαλικοί αθώοι, οι μάνες μας αθώες. Μετρηθήκαμε. Φτου, ξελεφτερία! Τότε ποιός, λοιπόν;
Κάθε καλοκαίρι που τελειώνει μέσα σε ένα μπαρούτι ζέστης και αφυδατωμένης επιθυμίας για νόστο, καμία διάθεση δεν έχω για γράψιμο. Λέξη δε βγαίνει πέρα από τις εξαπατημένες της καθημερινότητας. Τα γράμματα της αλφαβήτου είναι ένας εικοσιτετράχρονος άπειρος νέος με γούστο, μα νέος… απομυζά φορές φορές τον λήθαργο από την ησυχία κάποιων συμφώνων, συμφώνων γδούπων, λυγμών μαυροφορεμένων γυναικών πάνω στο νεροχύτη μήνες μετά περιμένοντας την νεκρανάσταση, τη δική τους.
Κάθε καλοκαίρι μια φυγόκεντρη δύναμη που δημιουργεί μικρές δίνες από άψα σιωπηλή στα κορμιά. Κάθε κορμί και μια ακτινοβολία ζέστης ραδιενεργή. Ένας ταλαιπωρημένος υπάλληλος που δεν επωφελείται από το δώρο του καιρού, μονάχα μαστιγώνεται με τριήμερα σαν ριπές ελπίδας, μια ανυπομονησίας για κανονικότητα.
Κάθε καλοκαίρι γελασμένοι από το ήλιο μιλούμε για ξεκούραση, για διαλείμματα, για αγρανάπαυση του πνεύματος, μα το σώμα δεν σταματά ποτέ. Το σώμα πίνει του κόσμου τα νερά και ιδρώνει ποτάμια σκέψεων. Μια φαινομενική νηνεμία με ακούραστα μυαλά να σκέφτονται για το χειμώνα. Σωστά μυρμήγκια με ανισόρροπο ρολόι, εντελώς ετεροχρονισμένα στις επιταγές της φύσης. Και αυτή η ημιάγρια ηλιόχαρη συνήθεια να γινόμαστε διαυγείς μέσα στις υψηλές θερμοκρασίες, μια αυτοκανιβαλίστικη διάθεση.
Το καλοκαίρι με μπερδεύει τρομερά. Νομίζω πως μπορώ να ερωτευτώ, μα μένω ασθαίμοντας στα πρώτα σκαλοπάτια του οικοδομήματος που χτίζω μπροστά από αυτό που ποθώ. Κωματώδεις ανάσες μέσα στη γαρνιτούρα της ψυχής.
Πήγαμε και στο Λυκαβηττό. Η πόλη είναι άσχημη το καλοκαίρι με όλες αυτές τις πορτοκαλιές φωτιές σε στοιχίσεις για να βλέπουμε τα πρόσωπα των άλλων μέσα στο σκοτάδι. Μοιάζουν σα ζώα μαντρωμένα οι άνθρωποι. Εμείς, όμως, πάνω στη μηχανή δαμάσαμε το χρόνο. Εγώ ακουπούσα το στήθος μου στη πλάτη του σε κάθε κατηφόρα και εκείνος με έψαυε με το αριστερό του χέρι στις γάμπες σαν να μην φτιάξαμε τίποτα ποτέ από εμάς.
Μου υποσχέθηκε πως όλα θα πάνε καλά.
Μου είπε κάποιος πως καμία πόλη δε φαίνεται από ψηλά όμορφη. Δε νομίζω. Τα προβλήματα δεν ξεχωρίζουν από τόσο μακριά. Το μάτι δε φτάνει μέσα στα σπίτια και στα αχούρια που έχουμε για ανθρώπινες καρδιές, οπότε είναι δηλητηριώδη στατικά όλα. Η ανθρωπότητα γίνεται μια ιστορία άφατη.
Η απόσταση.
Οι συγγραφείς δεν πρέπει να πηγαίνουν στα βουνά μακριά από τους ανθρώπους, όμως. Οι συγγραφείς πρέπει να περπατούν με εξαθλιωμένα πόδια από άκρη σ’ άκρη του κόσμου. Σεντόνια φρεσκοπλυμένα να απλώνουν στις αυλές, στις ταράτσες, στα βαγόνια των τρένων. Ιστού σεντόνια για να αρπάξουν ιστορίες ανεγκέφαλες, φευγάτες, απρόσεχτες και να τις θρηνήσουν σαν αξιομνημόνευτες. Οι συγγραφείς πρέπει σαν νυχτερίδες κάτω από τα υπόλευκα φώτα των δρόμων στις χαμηλές πτήσεις τους να περιτρυγυρίζουν τους ηθοποιούς μέχρι,
μέχρι να αγγίξουν τις άκρες των τσινόρων τους στην άσφαλτο.
Δεν φταίει το καλοκαίρι για όλα τα δεινά αυτού του χρόνου. Μα το καλοκαίρι δεν μπορεί να τα φυγαδεύσει, έστω.
Εκείνος, εκείνος, εκείνος μου υποσχέθηκε πως όλα θα πάνε καλά. Και ας είναι καλοκαίρι, θα τον πιστέψω.
Related