γράφει (κειμενα με μαυρο χρώμα): διον διομ μανιάς
όπως οι περισσότεροι θιακοί έτσι κι εγώ έφευγα κι ερχόμουνα, από τα δέκα οχτώ μου μέχρι τα πενήντα πέντε μου, από το 1963 που τέλειωσα το γυμνάσιο, το ίδιο καλοκαίρι μπαρκάρησα, μέχρι το 2000 που έβγαλα σύνταξη, 37 συναπτά έτη.
δεν έκανα άλλη δουλειά σ ούλη μου τη ζωή με μια βαλίτσα πηγαινοερχόμουν.
καθόμουν 2 με τρεις μήνες στο θιάκι ένα μήνα στον πειραιά και δρόμο πάλι.
έβγαζα λεφτά, καλά λεφτά, συνήθως όταν έφευγα δεν είχα μία, τα περισσότερα τ άφηνα στη μάννα μου, πολλά παιδιά βλέπεις.
μ άρεσε που έφευγα από το νησί, πιο πολύ μ άρεσε όταν γύριζα, αυτό κράτησε 37 χρόνια.
τα τελευταία 10 χρόνια είχα βαρεθεί το πήαινε – έλα και τα παράτησα.
ήρτα στο θιάκι, κάτι λεφτάκια εδώ τ άφησα ούλα, κάτι έφτιαξα με πολύ δουλειά βέβαια και καλά τα πήαινα μέχρι που άρχισε η κρίση 2012.
τα πιο πάνω είναι εισαγωγή το θέμα μου είναι άλλο και ακολουθεί.
κάθε φορά που γύριζα στο νησί το εύρισκα παραδομένο όλο και πιο πολύ στη λογική του καταναλωτισμού και του ιδιωτικού οικονομικού κέρδους με ταυτόχρονη εκποίηση και καταστροφή του περιβάλλοντος και του κοινωνικου ιστού με πολύ λίγους ν αντιστέκονται σ αυτή τη λαίλαπα.
και διαβάζω:
(οι “επενδυτές” και λοιποί διαπλεκόμενοι της πελατειακής διαφθοράς που κυβερνούσε το νησί 40 χρόνια, έσταζε το στόμα τους πράσινη και μπλε γλίτσα σαν αυτή που ξεπετιέται άμα ζουλήξεις την κάμπια πάνω στο λάχανο. και πίσω από όλους αυτούς τους χυδαίους και μουλωχτούς απάτριδες που έβλεπαν το νησί σαν οικόπεδο προς εκπόρνευση στεκόταν ολόκληρη σχεδόν η σιωπηρή, αδιάφορη, αμέτοχη, αξιοθρήνητη και θλιβερή κοινωνία των φιλοτομαριστών θιακών, αποτελώντας τη σιωπηρή πλειοψηφία, την οποία επικαλέστηκαν ως υποστηρικτική τους, ουκ ολίγες φορές οι κομματάρχες και δήμαρχοι του νησιού, και η οποία βεβαίως, έχοντας μόνη έγνοια την ατομική και οικογενειακή τους με κάθε τρόπο επιβίωση, ανέλιξη και αναρρίχηση, ακόμη και επί πτωμάτων, αρκεί να είναι άλλων, ανθρώπων ή πλασμάτων.)
θυμάμαι ότι:
εκτός από τους ναυτικούς οι υπόλοιποι θιακοί είχαν γίνει δημόσιοι υπάλληλοι, είχαν βολευτεί, χρήμα με ουρά.
τ άρπαζαν χοντρα κατα κοινή ρήση, διαμερίσματα στη πάτρα και αθήνα κλπ
οι πιο πολλοί πασοκάκια λίγοι νδούλες κι ακόμη λιγότεροι αριστεροί.
πηγαινες στη εφορία και σου λεγαν έλα με το δικηγόρο σου.
πήγαινες στην τράπεζα κι αν δεν είχες καταθέσεις σ έγραφαν, άσε που ήξερε όλο το θιάκι τα οικονομικά σου.
να τα παλάτια χωρίς να δουλέψουν ποτέ.
να οι επιχηρήσεις.
μου λεγαν ότι ζηλεύω μα μπορούσα να μη ζηλεύω.
ξεκολιαζόμαστε στη δουλειά, θαλασσοπνυόμαστε και δεν είχαμε φράγκο οι μαλάκες οι ναυτικοί.
δεν πειράζει έλεα αστους δεν παθαίνω κακό εγώ.
μα το παθα, γιατί αυτοί ήταν η αιτία της κρίσης, όχι εγώ
και δυστυχώς εμείς πληρώσαμε τα σπασμένα τα δικά τους, αυτοί δεν έπαθαν τίποτα.
και συνεχίζω να διαβάζω:
πίσω από όλους αυτούς τους χυδαίους και μουλωχτούς απάτριδες που έβλεπαν το νησί σαν οικόπεδο προς εκπόρνευση στεκόταν ολόκληρη σχεδόν η σιωπηρή, αδιάφορη, αμέτοχη, αξιοθρήνητη και θλιβερή κοινωνία των φιλοτομαριστών νεοελλήνων – θιακών, αποτελώντας τη σιωπηρή πλειοψηφία, την οποία επικαλέστηκαν ως υποστηρικτική τους, ουκ ολίγες φορές οι πολιτικοί καταστροφείς της σύγχρονης ελλάδας.
μέσα σε αυτό το παρακμιακό περιβάλλον, μέσα στη σήψη των νεοελλήνων – θιακών, νεόπλουτων συντηρητικών αλλά και δήθεν προοδευτικών που απεδείχθησαν πάντοτε τρισχειρότεροι, ως άνθρωπος που δεν άντεξα να γίνω υποχείριο ενός γελοίου και μάταιου χρηματοοικονομικού συστήματος και επέλεξα να αποτραβηχτώ από αυτό και να ζήσω στο περιθώριό του κάνοντας ό,τι ποθούσε η ψυχή μου στο νησί, σαν θιακός που εξοργιζόμουν με την καταστροφή που άφηνε πίσω της στον τόπο μου η αναπτυξιακή λαίλαπα, η αναλγησία και η ανοησία των αιρετών αλλά και η αποικιοκρατική συμπεριφορά των απλών καθημερινών νεοελλήνων στην πατρίδα τους το θιάκι, σαν θιακός που κατανόησε απολύτως και νωρίς ότι αυτή η κοινωνία είναι τελείως σάπια, εξ ου και κάθε αμόρφωτο ρετάλι της ασχολείται με την πολιτική και έχει έμμισθη αιρετή θέση, σαν θιακός που είχα μέσα μου κουράγια ακατανίκητα και έτρεχα από πέτρα σε πέτρα στο νησί καταγγέλλοντας και προσπαθώντας να γνωστοποιήσω και να αποτρέψω κάθε περιβαλλοντική καταστροφή, βίωσα στο πετσί μου όλη τη χυδαιότητα του κράτους και των ανθρωποειδών της διαφθοράς και της διαπλοκής που έβλεπαν εμπόδια στα αχρεία σχέδια τους αλλά και της κοινωνίας των νεοελλήνων που συνέχιζε στην συντριπτική της πλειονότητα να σιωπά και να σέρνεται αδιάφορη, ατάραχη, να ψηφίζει δε ανελλιπώς τα βγαλμένα εκ των σπλάχνων της κατακάθια.
πέρασα πολλά αλλά ούτε με σκότωσαν οι μπάτσοι τους, αν και με σημάδεψαν κάποιες φορές δίχως λόγο και αιτία με τα όπλα στο κεφάλι, ούτε βεβαίως με έκαναν να λυγίσω, να κάνω πίσω, να μην ασχολούμαι, να σαπίσω κι εγώ, να τελειώσω όπως αυτοί και να γίνω ένα με τον χυλό τους.
Η κοινωνία των νεοελλήνων – θιακών είναι ακόμη σχεδόν η ίδια, δεν έχει υποστεί μεγάλης κλίμακας ζυμώσεις και αλλαγές, πλην των τελευταίων 5 ετών της λεγόμενης οικονομικής κρίσης, η οποία, όπως κάθε περίοδος που φέρει τους ανθρώπους σε ανάγκη αναθεώρησης του βίου και της ζωής τους, αποτελεί καταλύτη για ολοένα και πιο ευρείες αλλαγές.
αυτή η σάπια κοινωνία με τα λιγοστά υγιή ανθρώπινα αντισώματα και την πλατιά μάζα των παραπλανημένων σιωπηρών απομυζητών της γης, που αποτελούν ο καθένας τους στην καλύτερη περίπτωση έναν ανυποψίαστο δολοφόνο, ένα γρανάζι της αναπτυξιακής ερπύστριας που ισοπεδώνει τα πάντα στην πορεία της προς την ύβρη, βρίσκεται αυτή την ιστορική στιγμή στο ύψιστο σημείο της παρακμής της, τα σκουλήκια που η ίδια γέννησε κατατρώγουν το είναι της και η πτώση συμβαίνει ήδη, είναι παταγώδης σε σχέση με την κλίμακα του ιστορικού χρόνου αλλά στα μάτια των εφήμερων καταναλωτών που τη βιώνουν φαντάζει αργή και βασανιστική.
λόγω λοιπόν της απογοήτευσης αλλά και της βαθιάς σιχαμάρας που έχω νιώσει τόσα χρόνια, επέλεξα να επικοινωνώ με ανθρώπους που δεν σιωπούν μπρος στην αδικία, που δεν αδρανούν μπρος στην καταστροφή, με ανθρώπους που συναισθάνονται την ανθρώπινή τους υπόσταση και την προσωπική τους ευθύνη για την πορεία της ανθρωπότητας, με ανθρώπους που συνειδητά ζουν την κάθε τους στιγμή και γνωρίζουν τις συνέπειες της κάθε τους κίνησης και πράξης στο κοινό μας με τα άλλα πλάσματα περιβάλλον, με ανθρώπους που νιώθουν και όχι μόνο σκέφτονται και υπολογίζουν, με ανθρώπους που έχουν επαναστήσει το αξιακό τους σύστημα, με όσους νιώθουν την πλάνη τους και την ύβρη που διαπράττουν σπαταλώντας τη ζωή τους στην λογική και την ηθική του τεχνητού τους, ατελούς, ανόητου και πλάνου συστήματος.
σας χαιρετώ λοιπόν προς το παρόν και θα τα ξαναπούμε όταν υπάρξει Λόγος.
(τα κείμενα με κόκκινο, επιλογές και παραφράσεις από το άρθρο του γιάννη μακριδάκη “προσωρινός αποχαιρετισμός”.)
φιλάκια