εισαγωγή
χαράματα, είχε αρχίσει να φέγγει, περάσαμε πάνω από το νεκροταφείο του ταξιάρχη, πάνω απο το βουνάκι και κατεβήκαμε στο κάμπο λίγο πριν την αγία παρασκευή.
ήτανε τέλη σεπτέμβρη του 53, ένα – ενάμισυ μήνα μετά τους σεισμούς, καθόμαστε μέσα σε μια σκηνή 12 άτομα, οι πλούσιοι είχαν πάει αθήνα φοβότανε μην βουλιάξει το θιάκι.
δεν είχαν πιάσει οι βροχές ακόμα, αλλά από φαί κάτι γαλέτες που σπάαμε τα δόντια μας, κάτι γάλα σκόνη, κάτι κονσέρβες που μας έριχναν με τα αεροπλάνα στο κάμπο.
ξέραμε που πέφτανε τα περισσότερα, 7 – 8 χρονών είμαστε, κυνηγάαμε αυτές με μαρμελάδα, θέλαμε θερμίδες για να μπορούμε να τρέχουμε, να μην μας πιάνουνε και μας τις πάρουνε, τις κρύβαμε λοιπόν και πηγαίναμε την άλλη μέρα χαράματα και τις πέρναμε.
εκείνο το πρωί μας την είχαν στήσει κάνα δύο χοντροκάκκαλα ζώα από το βουνακι και μας τις πήρανε, ο ένας εκτός από βόδι και βαρύς (είχε κάτι δάχτυλα σαν σκαρμούς) ήτανε μοχθηρός και κακός, το ίδιο είναι και τα παιδιά του σήμερα, ό,τι αρπάξουν από τον κόπο των άλλων οι μαλάκες, πήγε να με κτυπήσει αλλά του ξέφυα και άντε να με πιάσει, του είπα ότι θα το πω στο πατέρα μου αλλά φοβόμουνα μη τις αρπάξω από εκείνον χειρότερα και δεν του είπα τίποτα.
από τότε αλλάξαμε τακτική και προσέχαμε.
θέμα
όλη η ελλάδα είχε δύο πείνες στη σειρά, το θιάκι τρεις, δηλαδή: κατοχή – εμφύλιος – σεισμοί.
συμπέρασμα
στο πόλεμο, στην ειρήνη, στη πείνα, στο κάμπο και στο βουνάκι το μυαλό και η ταχύτητα μετράει όχι το μέγεθος, η απάτη και η μαλακία.
φιλάκια