Κάπα Κάπα Μοίρης | 17.08.2015 | 00:22
Μια πάσχουσα σαμπρέλα τον Αύγουστο. Ανίκανη -πλέον- να σηκώσει το φορτίο ενός λάστιχου κι ενός εντεκάχρονου που έβγαλε το φουρφουράκι του (προσεκτικά στερεωμένο με σύρμα και ξύλινο μανταλάκι) ανάμεσα από τις ακτίνες και ξεκίνησε να εξερευνήσει τα όρια του κόσμου, πέντε γειτονιές τριγύρω. Τότε δρόμος και γειτονιά, απλή αριθμητική, ακόμη πιο απλή ανθρωπογεωγραφία, τι να μας πει και η γκουγκλ στριτ βιού..
Αλλά στην πρώτη γωνία, εκεί, ανυπομονησίας και λαχτάρας, τον βρήκε το φουίτ. Και βάλθηκε ο πιτσιρικάς να ψάχνει ποδηλατά (όλοι τριγύρω απ’ την πλατεία, στην άλλη άκρη της πόλης, τριάντα δρόμους μακρύτερα) για να αναστήσει ένα ημιθανές ποδήλατο, μπλε με άσπρες και μαύρες ρόδες. Χωρίς δραχμή στην τσέπη, μόνο με ένα «θα περάσει μετά ο μπαμπάς μου». Τα καλά των μικρών πόλεων. Πάντα ήσουν «κάποιου», η ερώτηση «τίνος είσαι συ;» είχε αντίκρισμα και απάντηση εξαργυρώσιμη.
Πολλές φορές οι πίκρες ερχόντουσαν μαζεμένες. Σπάνια ήσουν τόσο τυχερός ώστε να εισπράξεις ένα «περίμενε ένα τέταρτο και θα στο ‘χω έτοιμο». Η πιο συνηθισμένη απάντηση στο «σε πόση ώρα θα το πάρω;» ήταν «το απόγευμα» ή «αύριο πρωί». Και ο κόσμος; Ο κόσμος κύριε; Μπορούσε να περιμένει ο κόσμος εμένα να πάω να τον ανακαλύψω δίτροχος; Ή θα με προλάβαινε κάποιος άλλος;
«Δεν μπορείτε τώρα κύριε; να, θα πάω ως το μαγαζί του παππού μου και θα ξανάρθω σε μισή ώρα, να μη μπλέκομαι στα πόδια σας».
«Πολύ βιαστικός είσαι μικρέ. Οι δουλειές θέλουν το χρόνο τους, έχω άλλα πέντε στη σειρά και πρέπει να τα έχω έτοιμα μέχρι το μεσημέρι, έλα μετά τις έξη το απόγευμα και βλέπουμε»
Άλλα πέντε. Κι ένα το δικό μου έξι.
Δεν μπορεί να ήταν τυχαίο.
Κάποιος εκεί έξω είχε βαλθεί να ξεπαστρέψει τα μεγάλα μου σχέδια. Θα έπρεπε να κατακτήσω τον κόσμο περπατώντας. Και να μην αξιωθώ ούτε μισό βλέμμα από κορίτσια καθισμένα στις σκάλες και στα πεζοδρόμια. Κάπως έτσι αρχίζουν να ξετυλίγονται οι μικρές τραγωδίες που δεν βρίσκουν δρόμο για βιβλία, για κερκίδες και για θεατές μα δεν παύουν να είναι τραγωδίες. Αφού σήμερα, της είχα υποσχεθεί, θα περνούσα με το ποδήλατο από τη γειτονιά της και είπε «θα το πω και στις φίλες μου, να σε δουν, γυρίσαν απ’ την κατασκήνωση». Και να με εγκρίνουν, μάλλον.
«Αλλά να βγάλεις το φουρφουράκι, δεν μ΄αρέσουν αυτοί που βάζουν φουρφουράκια στις ρόδες τους»
Φυσικά δεν πήγα. Άλλο να περιμένεις τον πρίγκιπα πάνω στο άσπρο άλογο (μπλε, έστω), άλλο να εμφανίζεται μπροστά σου ο ιπποκόμος του με ένα φουρφουράκι στην τσέπη και βλέμμα ηττημένο, «συγγνώμη, κάτι του ‘τυχε, φουίτ μάλλον». Γυναίκες, τι τα ψάχνεις…
Δεν αλλάξαν και πολλά, άμα το καλοσκεφτείς. Άδειες σαμπρέλες, με μια τρύπα σε μια κρυφή γωνιά τους απ’ όπου ξεγλιστράει ο αέρας, σιγά σιγά, ύπουλα, αθόρυβα. Δεν ξέρω τι λένε τα εγχειρίδια, οι γιατροί και τα «δέκα σημάδια που πρέπει να προσέξεις», ξέρω ότι εδώ και πάρα πολύ καιρό ξεφούσκωσα. Όπως εκείνη η σαμπρέλα μου.
Ή μάλλον αλλάξαν, κάμποσα. Δεν έχει πια σαμπρέλες. Δεν έχει πια «θα περάσει μετά ο μπαμπάς μου». Πάνε αυτά, τελειώσαν. Εσύ είσαι πλέον αυτός, ο κανονικός ο,τι ήταν να πληρώσει το πλήρωσε, με το παραπάνω. Νέα διανομή, πήρες το ρόλο. Σειρά σου να βρεις αέρα μονάχος σου, να πας λίγο παραπέρα και μετά ξανά. Διαπιστωμένο, όσο γερά και να τα φτιάχνουν τα λάστιχα πάντα θα έχει τριβόλια στη διαδρομή και τα τριβόλια γεννήθηκαν για να τρέφονται με τον αέρα των άλλων και κόφτο εδώ γιατί μόνο ο Κοέλιο έγραφε χασμουρητικές κοινοτυπίες και χρυσώθηκε απ’ αυτές.
Τότε μπαλώματα και κόλλα. Σήμερα, κάποιες φορές, αρκεί να αφήσεις τον Τζάρετ να βάλει το χεράκι του για να πας λίγο μακρύτερα. Κι όποτε τον ξαναχρειαστείς εκεί είναι, μέρα, νύχτα, αργίες, Κυριακές, ξημερώματα, μεσάνυχτα, δεν έχει «έλα το απόγευμα, έλα αύριο, έχω δουλειά». Εκεί να δεις φουρφούρισμα το μέσα μου. Τέτοιον ποδηλατά, φιλάω σταυρό, δεν θυμάμαι. Beat that Paulo.υ.γ: φουρφουράκι = χαρτινος ανεμόμυλος
[ από το μπλογκ http://amancalledkkmoiris.com ]