το καλύτερο, και για τον πρωθυπουργό και για τους «αντιμνημονιακούς» του ΣΥΡΙΖΑ, είναι να παραδεχτούν και να διορθώσουν τα λάθη τους, αντί να ολοκληρώσουν ένα διαζύγιο που έχει προδιαγραφεί σύμφωνα με τις επιδιώξεις των «εταίρων» της Ε.Ε. | ICONPRESS/ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΝΤΟΥΝΤΟΥΜΗΣ
efsyn | 20.08.2015, 14:42
Δημήτρης Παπαγεωργίου *
Η μάχη στα Καταλαυνικά Πεδία το 451 μ.Χ., όταν ο στρατηγός Αέτιος, ηγούμενος μιας συμμαχίας γερμανικών φύλων, με τον στρατό της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας πέτυχε με μια «πύρρειο» νίκη να αναχαιτίσει την επέλαση των Ούννων του Αττίλα και ορισμένων άλλων γερμανικών φύλων που είχαν συνασπιστεί μαζί τους, αποτελεί ένα κλασικό παράδειγμα μιας σύγκρουσης που οδήγησε σε μια κατάσταση «lose-lose» και τους δύο κύριους αντιπάλους.
Η Δυτική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία δεν μπόρεσε ποτέ πλέον να αναδιοργανωθεί και διαλύθηκε οριστικά μέσα στις επόμενες δύο-τρεις δεκαετίες, ενώ οι Ούννοι εξαφανίστηκαν από το προσκήνιο της παγκόσμιας Ιστορίας.
Ο Αέτιος δολοφονήθηκε λίγα χρόνια μετά τη μάχη, ενώ ο Αττίλας πέθανε επίσης άδοξα, είτε δολοφονημένος είτε από υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ.
Είναι γνωστό ότι η Ιστορία δεν επαναλαμβάνεται. Παράλληλα, όμως, δεν μπορούμε να παραβλέψουμε ορισμένες δομικές ομοιότητες της μάχης των Καταλαυνικών Πεδίων και των συνεπειών που επέφερε με τη σύγχρονη σύγκρουση των «ευρωπαϊκών θεσμών» με την ελληνική κυβέρνηση.
Η ηγετική μορφή του Γερμανού υπουργού Σόιμπλε προβάλλει έντονα ως σύμβολο της διατήρησης της καθεστηκυίας τάξης πραγμάτων «at all costs».
Ομως, η «νίκη» του με την επιβολή του τρίτου Μνημόνιου στους «επαναστάτες» είναι διάτρητη.
Πέρα από τις αμφιβολίες που υπάρχουν για τη δυνατότητα επιτυχούς υλοποίησης του σχετικού προγράμματος, η στάση του Σόιμπλε προκάλεσε ένα βαθύ ρήγμα αμφισβήτησης όσον αφορά τις μεθόδους και τις πρακτικές των ίδιων των «ευρωπαϊκών θεσμών».
Σε αυτό το πλαίσιο η αποδυνάμωση του ρόλου της Γερμανίας στην πολιτική της Ευρωπαϊκής Ενωσης αλλά ίσως ακόμη και η απόρριψη της ακραίας νεοφιλελεύθερης πολιτικής συγκεντρώνουν πλέον σημαντικές πιθανότητες.
Οι (έστω κατ’ όνομα) «κεντροαριστερές» κυβερνήσεις της Γαλλίας και της Ιταλίας αποστασιοποιούνται ήδη διακριτικά από αυτήν την πολιτική, ενώ ορισμένοι από τους ένθερμους υπέρμαχους του Σόιμπλε είναι εφήμεροι σύμμαχοι.
Για παράδειγμα, οι Βαλτικές χώρες και η Φινλανδία είναι στην πραγματικότητα εξαρτημένες από τις ΗΠΑ, αφού οι τελευταίες εγγυώνται ουσιαστικά την ανεξαρτησία τους απέναντι στη Ρωσία, κάτι που δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση να διασφαλίσει η Γερμανία.
Ομως η γεωστρατηγική πολιτική των ΗΠΑ ίσως ευνοεί την Πολωνία παρά τη Γερμανία ως αντίβαρο της επέκτασης των ρωσικών στρατηγικών ενδιαφερόντων στην Ουκρανία.
Παράλληλα, οι αλλαγές που επιβάλλει η παγκοσμιοποίηση, η ανάδυση της Κίνας ως οικονομικής υπερδύναμης, αλλά και οι επιδιώξεις ορισμένων άλλων μελών των BRICS, αποδυναμώνουν περαιτέρω τον οικονομικό ρόλο της Γερμανίας.
Υπό αυτές τις συνθήκες, ο πολιτικός «θάνατος» του Σόιμπλε, αλλά και της πολιτικής που εκπροσωπεί έρχονται στο προσκήνιο, αν και βέβαια υπάρχουν πάντα περιθώρια ελιγμών και διορθώσεων.
Το ερώτημα είναι αν ο γερμανικός ιδεαλισμός που εμπνέει και τον Σόιμπλε και μέρος της γερμανικής ελίτ επιτρέπει αναθεωρήσεις: η εμπειρία δύο Παγκόσμιων Πολέμων δείχνει το αντίθετο, αν και τίποτα δεν μπορεί να αποκλειστεί.
Από την άλλη πλευρά, η ήττα της ελληνικής κυβέρνησης πυροδότησε μια σειρά διεργασιών τόσο στο εσωτερικό των κομματικών μηχανισμών όσο και στο σύνολο της ελληνικής κοινωνίας.
Ιδιαίτερα οι εξελίξεις στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ ανέδειξαν εμφατικά την εκδοχή της διάσπασης. Αυτή η επιλογή μπορεί πράγματι να δικαιώσει τα σενάρια περί «αριστερής παρένθεσης».
Ο πρωθυπουργός, αφού έκανε το λάθος να πέσει στην παγίδα των «ευρωπαϊκών θεσμών» επιμηκύνοντας τη διαπραγμάτευση, προκήρυξε ένα δημοψήφισμα που έδωσε ένα σαφές μήνυμα, και, στη συνέχεια, ευρισκόμενος σε αδιέξοδο, ανέστρεψε αυτό το μήνυμα, ενώ παράλληλα επιδίωξε να μεταφέρει το βάρος της ευθύνης στους «αριστερούς» του ΣΥΡΙΖΑ που δεν (παρα)δέχονται την επιβολή του τρίτου Μνημονίου.
Από την άλλη, οι «αντιμνημονιακοί» του ΣΥΡΙΖΑ δεν κατάφεραν να διαμορφώσουν σαφή πρόταση εξόδου από το ευρώ, αναλωνόμενοι σε αοριστίες για «εναλλακτικές λύσεις», με αποτέλεσμα να μην καταφέρουν να κερδίσουν την πλειοψηφία ούτε στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ ούτε στο σύνολο του ελληνικού λαού.
Σε αυτές τις συνθήκες, το καλύτερο, και για τον μεν και για τους δε, είναι να παραδεχτούν και να διορθώσουν τα λάθη τους, αντί να ολοκληρώσουν ένα διαζύγιο που έχει προδιαγραφεί σύμφωνα με τις επιδιώξεις των «εταίρων» της Ε.Ε., αλλά και μιας σημαντικής μερίδας της ελληνικής οικονομικής ελίτ που συμπορεύεται μαζί τους.
Εστω και στο και πέντε, όπως δήλωσε πρόσφατα ο ίδιος, ο Τσίπρας θα πρέπει να αφοσιωθεί στη διακυβέρνηση της χώρας και, παράλληλα, να ανακαλύψει την τέχνη των συμβιβασμών, τόσο στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ όσο και στο πλαίσιο της λειτουργίας της ελληνικής Βουλής, στηριζόμενος αναγκαστικά σε συγκυριακές πλειοψηφίες.
Οι «αντιμνημονιακοί» θα πρέπει να επεξεργαστούν ένα ολοκληρωμένο plan B εξόδου από το ευρώ (ή/και την Ε.Ε.) και να το παρουσιάσουν δημόσια ως εναλλακτική για τη χώρα, έτσι ώστε να αποκρούσουν και την προπαγάνδα των συστημικών ΜΜΕ με τα διάφορα φληναφήματα περί «κόμματος της δραχμής».
Αυτή η συμπόρευση θα είναι πολύ δύσκολη. Μπορεί όμως να δώσει μια ευκαιρία στην «κυβερνώσα ελληνική Αριστερά» να επιβιώσει.
Κανείς δεν μπορεί να είναι σίγουρος ότι μια προσφυγή στις κάλπες, αλλά και ο σχηματισμός κυβέρνησης μετά από αυτήν, δεν εγκυμονεί εκπλήξεις ή/και «τερατογενέσεις».
Ούτε ο Τσίπρας αξίζει να ριψοκινδυνεύσει να συμμεριστεί την τύχη του «παλιού, φθαρμένου πολιτικού κατεστημένου», ούτε οι «αντιμνημονιακοί» να διακινδυνεύσουν την πολιτική τους περιθωριοποίηση εξαϋλώνοντας τις όποιες προοπτικές εκπροσωπούν.
* αν. καθηγητής Παν. Αιγαίου
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: