amancalledkkmoiris | aug / 22, 2015 ~ KAPA
στο καράβι
Φωτογραφίζω γλάρους. Με λιγότερο ενθουσιασμό απ’ ότι δέκα χρόνια πριν, ένας γλάρος δεν είναι παρά ένας γλάρος απ’ όποιαν οπτική γωνία και να τον δεις. Μετράω δέκα αυτοκίνητα με εγχώριες πινακίδες, ογδόντα -συν τρία λεωφορεία- με γειτονικές, μετά χάνω το λογαριασμό. Χαρές και γέλια σε κυριλλικά, σε τούρκικα, σε ινδοευρωπαϊκά. Την καταλαβαίνω την ωραία λαχτάρα της προσμονής σ΄ όποια γλώσσα και να εκφέρεται. Νεαρά ζευγάρια, ζευγάρια με παιδιά, ζευγάρια με πεθερικά, ζευγάρια ήδη ξαναμμένα, το έβλεπες στα μάτια τους, στο σώμα τους, στο στόμα τους. Κι ανάμεσά τους εμείς. Στο καθιερωμένο ετήσιο προσκύνημα, τρία τσιγάρα δρόμος απ’ το σπίτι ως την ώρα που πέφτει ο καταπέλτης, έτσι δεν τον λένε;
στο νησί
Δεν αλλάξαν πολλά από πέρυσι, τουλάχιστον η αγένεια των ντόπιων παραμένει σημείο αναφοράς, μπούσουλας για να μη μπερδευτούμε πως αποβιβαστήκαμε αλλού. Συνηθίσαμε πια, δεν δίνουμε σημασία. Ακούμε ότι σε ένα λατομείο που κατεβαίνει ως τη θάλασσα (πήγαμε εκεί κάμποσες φορές, η ησυχία σε τρόμαζε μα ήταν βάλσαμο) άνοιξε νέο μπιτς μπαρ και μειδιώντας, υποχθόνια, σκέφτομαι την διαχρονική αξία των φουρνέλων. Έχει πέντε μποφόρ, μπορεί και έξη. Δεν κατηφορίζουμε νοτιοδυτικά, εκεί που τα νερά είναι λιγότερο αφρισμένα, μια βουτιά ήρθαμε να κάνουμε, να φάμε και να φύγουμε. Όχι να γράφουμε χιλιόμετρα ή ιστορίες. Κολυμπάμε ανάμεσα σε δεκάδες ατρόμητα παιδάκια που πετάνε νερό και χρωματιστές μπάλες το ένα στο άλλο. Κάτι σαν την κολυμπήθρα του Ηρώδη. Μου γνέφει «πάμε να φύγουμε», κάνω πως δεν την βλέπω, δεν έχω κουράγιο να ξαναψάχνω πλάτωμα για να παρκάρω ανάμεσα σε πινακίδες με TR, SRB, RO, BG και MK.
στην ταβέρνα
Ίδια κι απαράλλαχτη όπως όταν πρωτογνωριστήκαμε μαζί της, τριανταπέντε χρόνια πριν. H ίδια πλαστική ασχήμια, η ίδια ομορφιά σαν έβλεπες τον ορίζοντα. Και οι τιμές, παγωμένες κι αυτές. Τρώμε ψάρια, σπιτίσια ταραμοσαλάτα, ντομάτα απ’ τον κήπο δίπλα, πίνουμε μαύρες μπίρες κι ας φωνάζαν τα πιάτα ότι θέλαν να ζευγαρώσουν με ούζο. Έρχεται το «παιδί» με το λογαριασμό στο χέρι, «ούτε δέκα χιλιάρικα» της λέω, «κόψε τα λαφαζάνικα» αντιγυρίζει. Το πάνω χείλος της έχει ιδρώσει, ο αέρας κόπασε. Την ώρα που μπαίνουμε στο αυτοκίνητο παίρνει το χέρι μου και το βάζει κάτω απ΄το στήθος της. Μουσκίδι. Ο ιδρώτας βρήκε καλή κρυψώνα, καλύτερα από μένα τα κατάφερε ο μπαγάσας.
στη χώρα
Δωμάτιο ούτε για δείγμα, επί μια βδομάδα χορτάσαμε να εισπράττουμε «δεν». Λίγο πριν ξαναμπούμε στο καράβι πέφτουμε πάνω σε πινακίδα, «δωμάτια ελεύθερα», λέει -χωρίς να μιλήσει, χωρίς να με κοιτάξει- «μένουμε σήμερα», «σε τρία λεπτά είμαι εκεί» μου απαντά μια αγχωμένη φωνή στο τηλέφωνο. Ήρθε σε δυο. Πήρε σαρανταπέντε ευρώ για ένα δωμάτιο –μεγάλο, δεν αντιλέγω- στον δεύτερο, με θέα λιμάνι και τα άσχημα μαγιώ των διπλανών. Μερικά δωμάτια είναι ίδια κι απαράλλαχτα όπως εκείνα που βρίσκαμε τριανταπέντε χρόνια πριν. Μόνο τηλεόραση προστέθηκε. Και πλακάκια προσφοράς πράκτικερ αντί μωσαϊκού. Όπως και τότε δεν υπάρχει αφρόλουτρο ή σαμπουάν, ούτε ως δείγμα. Αυτά έχει ο Αύγουστος σε τούτον τον τόπο, ίδιος κι απαράλλαχτος. Είναι κάποιου είδους αποτελεσματικό ηρεμιστικό κι αυτό, μια σταθερά ακλόνητη, μια πυξίδα που δείχνει πάντα το σωστό κενό.
τα σεντόνια
Βγαίνω να βρω κάτι για να πλυθούμε. Μέσα στο μίνι μάρκετ ακούω κυριλλικά, τούρκικα, ινδοευρωπαϊκά. Και φτηνά δίλιτρα κρασιά με ακόμη πιο φτηνά ονόματα που με ικετεύουν «μη μας πιεις». Το δωμάτιο είναι δροσερό πλέον, έχουν προσθέσει κλιματισμό, ας μην τους αδικώ. «Μπαίνω πρώτη» λέει χωρίς να μιλήσει και ακούω το νερό πάνω στο δέρμα της. Τα σεντόνια προσπαθούν μάταια να ξυπνήσουν μνήμες, αυτά είναι φιλότιμα, εγώ είμαι το πρόβλημα. Κι εκείνη, όταν βγαίνει από το μπάνιο, τριανταπέντε χρόνια νεότερη. Βρίσκω καλύτερη κρυψώνα απ΄ τον ιδρώτα της και τρυπώνω. Μετά ξανά κάτω απ΄ το νερό, μετά μισοστεγνοί πάνω στα σεντόνια που σίγουρα είχαν δει και λευκότερες μέρες. Μυρίζουν λεβάντα, όμως. Κλείνουμε τα μάτια, ακούω Δεύτερο, απ την τηλεόραση ψηλά στον τοίχο. Τυχερό αστέρι, πειραγμένη Μελίνα, στο ‘καμαρούλα μια σταλιά’ το κλείνω, τριάντα τετραγωνικά δωμάτιο και κόντεψε να με πλακώσει.
το βράδυ
Κι όμως! Υπάρχει ακόμη μέρος σ΄ αυτόν τον πλανήτη όπου σερβίρουν βερμούτ σε παλιομοδίτικα σωστά ποτήρια, με παγάκια.
η επόμενη μέρα
Μόνοι μας στην μικρή παραλία, εννιά το πρωί. Εμείς και ένας καλός άνθρωπος που άπλωνε ξαπλώστρες και χτένιζε με την τσουγκράνα κάθε τι περιττό. Ήλιος δεν εμφανίστηκε μέχρι που φύγαμε δυο ώρες μετά, την ώρα που η άμμος γέμισε με κυριλλικές, τούρκικες, ινδοευρωπαϊκές πατημασιές. Η θάλασσα ήταν κρύα, φύσαγε πάλι, και πεντακάθαρη. ‘Ωρες ώρες και το μυαλό μας το ίδιο, έτσι νομίζω. Αφήσαμε τα αλάτια στο δωμάτιο, μαζί και το κλειδί πάνω στην πόρτα. Στο καράβι μπήκαμε καθαροί, μοσχοβολούσαμε. Φωτογράφισα άλλους δυο γλάρους, έτσι για το καλό, για το γούρι, για να επιστρέψουμε· αν και δεν είμαι σίγουρος ότι έστω κι ένας απ’ τους δυο μας το επιθυμεί στ’ αλήθεια. Μα πάντα επιστρέφουμε, άγνωστο γιατί.
στο σπίτι
Έκλεισε η μπουκαπόρτα πίσω μας -έτσι δεν τη λένε; – , σε μια ώρα και κάτι ήμασταν πάλι στην αφετηρία. Ανέβασα τα στόρια. Δεν έπρεπε, δεν ήμουν ακόμη έτοιμος γι αυτό που αντίκρισα κι ας είχα κάνει τόσες πρόβες ψυχραιμίας, μήνες τώρα. Αυτή όμως είναι η ζωή, ούτε οι πρώτοι ούτε οι τελευταίοι που βιώνουν εν ζωή αποχωρισμούς είμαστε, έχουν δει αλλωνών κι αλλωνών τα μάτια, άλλοι αποχαιρετάνε παιδιά, αδέρφια, έχουν τα άδεια μπαλκόνια, τα άδεια δωμάτια μέσα στο σπίτι τους, μιλάω κι εγώ ο άκαπνος. Με κατέστρεψε αυτός ο Χάμιλ.
αργά το απόγευμα
Για ένα τόσο δα ψήγμα στιγμής, νόμισα πως άκουσα από απέναντι ήχο ποτηριών που τσουγκρίζουν. Σαν καλωσόρισμα, σαν κατευόδιο, σαν ένα καλοκαίρι που ήρθε κι έφυγε πολύ γρήγορα παίρνοντας μαζί του κάτι ακριβό και πολύτιμο. Είδα το ρολόι, αυτή την ώρα θα είχαν ήδη περάσει τα σύνορα προς μια καινούρια ζωή. Δεν ήταν ποτήρια τελικά. Στους αποχαιρετισμούς δεν κάνεις θόρυβο. Αφήνεις τα άδεια μπαλκόνια να μιλήσουν. Και τις σκούπες, που ερήμην των αφεντικών τους μαζέψαν όλες τις πεσμένες χάμω λέξεις μας.
Στις εφτά το στόρι του σαλονιού ανέβηκε, ένα -ωραίο- μελαχρινό κορίτσι βγήκε και επιθεώρησε προσεκτικά το μπαλκόνι. Αυθόρμητα της έγνεψα με το χέρι. Ανταπόδωσε -λίγο αμήχανα, λίγο αντανακλαστικά- τον χαιρετισμό μου, που δεν ήταν χαιρετισμός. Ένα «πρόσεχε πού πατάς» ήταν, «εκεί αφήσαμε παρέα μ’ αυτούς που φύγαν κάτι χρόνια, εκεί ζουν γέλια και ουφ, τραγούδια, βιβλία, κάποιες στάχτες, κάποια νεκρά σχέδια, αν τελικά μείνεις και τα βρεις, κοίτα να τους φερθείς καλά».