Kορίτσι και εργαλεία, ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΡΗΝΑΣ
23.08.2015, 17:59 | efsyn
–Κατερίνα! Κατερίνα! Η Κατερίνα δεν είσαι;
Η φωνή πίσω της στον άδειο διάδρομο του σουπερμάρκετ τής φαινόταν άγνωστη. Ωστόσο γύρισε.
Η καλοντυμένη γυναίκα με τα έντονα γαλανά μάτια, λίγο-πολύ στην ηλικία της, μαυρισμένη, καλοχτενισμένη και κομψή, της χαμογελούσε πλατιά. Την κοίταξε κατάματα.
– Εχω αλλάξει, πώς να με γνωρίσεις, της είπε, χωρίς ίχνος αμηχανίας. Είμαι η Λίνα.
Ολα ξαφνικά ξεκαθάρισαν. Δεν θα μπορούσε να ήταν άλλη. Η Λίνα, η φίλη και συμμαθήτρια που μοιράζονταν χρόνια το ίδιο θρανίο, ώς τα 16 που έφυγε με τους γονείς της για το εξωτερικό.
Μηχανικός ο πατέρας της, δούλευε σε πολυεθνική εταιρεία και πήρε μετάθεση στη Γαλλία.
Εκεί στην αρχή, στην Αμερική αργότερα, πρώτα στη Βραζιλία, μετά στις ΗΠΑ, ώσπου κάπου μετά χάθηκαν.
Στην αρχή επέστρεφε τα καλοκαίρια, όσο ζούσαν οι παππούδες. Πήγαινε διακοπές στα νησιά, έβλεπε τους παλιούς φίλους, τους μιλούσε για όλα τα όμορφα καινούργια που έβλεπε και για όσα της έλειπαν εκεί, στους τόπους τους περισσότερο ή λιγότερο μακρινούς. Μετά σταμάτησε.
Η επικοινωνία τους, με γράμματα ακόμα τότε, όλο και αραίωνε. Σπουδές, δουλειές, η μία παντρεύτηκε, η άλλη όχι, λόγω καριέρας και συγκυριών. Πού χρόνος…
Αγκαλιάστηκαν και φιλήθηκαν. Τώρα αισθάνονταν λίγο αμήχανα, μια απόσταση αθέλητη είχε δημιουργηθεί. Κοιτάζονταν στα μάτια, στα χέρια, στο κορμί… Σαν να μετρούσαν τα χρόνια που πέρασαν.
Είκοσι περίπου -φαίνονταν τόσο πολλά… Δεν καταλάβαιναν αν ήταν τα ρούχα, που έδειχναν μια «σοβαρότητα», ή κάτι άλλο.
– Ηρθες; ρώτησε η Κατερίνα.
– Ναι, κάνω πάντα διακοπές στην Ελλάδα τον Αύγουστο, απάντησε η Λίνα. Φέρνω και τη μάνα μου…
Συμφώνησαν να πιουν καφέ, έκλεισαν το ραντεβού για το επόμενο απόγευμα -γιατί όταν τα αφήνεις αυτά, σε αφήνουν κι εκείνα- και χωρίστηκαν. Η Λίνα με ένα καλαθάκι με δυο-τρία αντικείμενα προσωπικής φροντίδας και η Κατερίνα με ένα καρότσι γεμάτο πράγματα – τα ψώνια του μήνα.
Οταν επέστρεψε σπίτι είχε ένα ανάμικτο συναίσθημα χαράς και νοσταλγίας. Τακτοποίησε τα πράγματα, έφτιαξε καφέ και κάθισε στο σαλόνι. Ηπιε δυο γουλιές και σηκώθηκε.
Ανοιξε το τελευταίο συρτάρι και έβαλε το χέρι κάτω κάτω, εκεί που κρατούσε τα άλμπουμ με τις φωτογραφίες – κάποτε υπήρχαν και τέτοια. Φύσηξε τη σκόνη και το άνοιξε: Μια παρέα παιδιά σε εκδρομή στο Ναύπλιο, τζιν παντελόνια και αθλητικά παπούτσια, χρωματιστές βερμούδες τα κορίτσια, μπλουζάκια με λογότυπα τα αγόρια. Δυο κορίτσια στο διπλό κάθισμα του λεωφορείου, μαλλιά φιλαριστά, χαμόγελα και φωτεινά μάτια – το ελαφρό κιτρίνισμα των φωτογραφιών δεν τα είχε θαμπώσει ακόμα.
Της Λίνας έντονα γαλανά, της Κατερίνας καστανά. Ασπρα μπλουζάκια και χαϊμαλιά στον λαιμό. Ενας καθηγητής γελάει με τους μαθητές στο προαύλιο.
Χρωματιστά σακίδια και ντοσιέ με φωτογραφίες ηθοποιών στα χέρια.
Πόσα χρόνια, πόση ζωή πίσω. Ενα αγόρι από αυτά είχε «φύγει» για πάντα. Δυο κορίτσια μεγάλωναν μόνες τα παιδάκια τους. Κάποιους είχε χρόνια να τους δει ή να μάθει νέα τους. Παρατήρησε τη δύναμη των βλεμμάτων στις φωτογραφίες. Τι ένταση δύναμης μαρτυρούσαν – άραγε την κρατούν ακόμα;
Πήγε στο μπάνιο και κοιτάχτηκε στον καθρέφτη. «Αλλαξα» είπε. «Αλλάξαμε». Το δέρμα γύρω από τα μάτια δεν είχε κάνει ακόμα ρυτίδες, αλλά το βλέμμα είχε αλλάξει.
Κάποιες σκιές το είχαν βαθύνει, άλλες το είχαν τρομάξει ή το είχαν σκοτεινιάσει. Σαν να δείλιαζε λίγο. Από τον λαιμό της κρεμόταν μια λεπτή αλυσιδίτσα. Τα μαλλιά μιμούνταν το φυσικό χρώμα της εφηβείας.
Σκέφτηκε και εκείνο το πρώτο τζιν παντελόνι, που έλιωσε πριν το πετάξει τελικά.
«Ατιμος μήνας ο Αύγουστος», σκέφτηκε και έσβησε το φως.