Posted by verajfrantzh
Γράφει η Βέρα Ι.Φραντζή
Έχω την συνήθεια να περπατάω στην πόλη μου. Πώς αλλιώς να την μάθεις; Περπάτησα στον Πειραιά. Δεν είναι ακριβώς το μέρος που γεννήθηκα, αλλά ήταν η πρώτη μου έξοδος με επαναστατική χροιά από το σπίτι ως έφηβη. Πάντα, η βόλτα αυτή ξεκινάει από την πλατεία Καραϊσκάκη, στην αφετηρία των λεωφορείων… εκεί που ξεκινάνε όλα. Περνάω μέσα από το λιμάνι και ρίχνω λοξές ματιές στα μικρά καράβια που πάνε Αίγινα και Αγκίστρι. Θα περάσω από την Αγία-Τριάδα για να φτάσω στο δημαρχείο και να κατηφορίσω όλη την Σωτήρος Διός, που είναι τόσο ήσυχη και σχεδόν απόκοσμη με όλες αυτές τις ακίνητες κούκλες με τα μεγάλα βλέφαρα στις βιτρίνες. Θα φτάσω στο ρολόι και θα περπατήσω το λιμάνι για να φτάσω ως την Καστέλλα.
Στην Καστέλλα έμενε η μητέρα του πατέρα μου και είχε μικρό αδερφό ναυτικό. Στην Καστέλλα μόνο καταλαβαίνω την κοκεταρία της γιαγιάς μου, μιας γυναίκας ανάμεσα σε αγόρια, ανύπανδρης ως τα τριαντα πέντε της, με το κραγιονάκι της και μια καραμέλα τσάρλεστον να αρχίζει να λιώνει στο στόμα της σε κάθε αρχή μιας συζήτησης.
Στην Καστέλλα καταλαβαίνεις την μπουρζουαζία των ναυτικών. Τα σπίτια ήταν αρχοντικά με προθάλαμους και μεγάλα παράθυρα που σχημάτιζαν τρεις αψίδες αποκαλύπτοντας το απόλυτο δίκιο ενός σπιτιού να το ζεσταίνει ο ήλιος και να το υπηρετούν τα φώτα του δρόμου έπειτα.
Όμως, θα δεις και τα σπίτια των λαϊκών ανθρώπων με το δικό τους θάρρος να προβάλλονται σφηνωμένα ανάμεσα στα πλουσιόσπιτα, μα νοικοκυριά ήταν δίκαια. Και ειρηνεύουν μια χαρά όλα μαζί δίπλα σε δρόμους στενούς ανηφορικούς και απότομα κατηφορικούς. Σε ένα από αυτά υπάρχει ένα “Ενοικιάζεται” με ξεθωριασμένα κόκκινα κεφαλαία γράμματα. Είναι γωνιακό και δεν έχει βεράντα, μα δεν το κλείνει τίποτα μπροστά, ενώ έχει την δική του ησυχία.
Σε αυτό τον τόπο γεννήθηκε ο Τσαρούχης. Σε αυτόν τον τόπο ζήσανε οι μελαχροινοί ναύτες που ζωγράφισε. Με τα μουστάκια τους και το καψαλισμένο από τον ήλιο δέρμα και τις στολές τους και το ξεκούραστο χαμόγελο πάνω στο κρεβάτι το μονό με τα σεντόνια πότε καρό μπλε, πότε βαθιά κόκκινα και άλλοτε λευκά. Και τα πρόσωπά τους έχουν κάτι διαφορετικό… είναι περίεργο στην πόλη να είσαι νησιώτης.
Όλοι οι πινακές του είναι μια εντύπωση από έναν άνδρα που χαμογελάει. Έναν άντρα με πρόσωπο τετραγωνισμένο με φωτοσκιάσκεις στο χρώμα του κρόκου. Το πρόσωπο από τον άνδρα του Τσαρούχη, τον ξαπλωμένο στο κρεβάτι, αυτόν που κοίταζε προς το προσκέφαλο και είχε κουραστεί τόση ώρα να ποζάρει μετά από την εκτόνωση της λαγνείας. Άλλοτε ήταν ξαπλωμένος με τα σκέλια του έξω. Του άρεσε που τον κοίταζε και τον ζωγράφιζε. Αυτός ο άνδρας δεν ήταν ένας άνδρας μα κολάζ πολλών ανδρικών μορφών, που γίνονται ένας, όταν πια περάσει καιρός από τη μνήμη του πρώτου περαστικού ή του πρώτου έρωτα ή του θείου που φέρνει πάντα σοκολατάκια.
Και αυτόν τον άνδρα τον κάνεις ό, τι θες
τον βάζεις ημίγυμνο πάνω σε ξέστρωτα κρεβάτια
με σεντόνια λερωμένα από ερωτικές ηδονές
και ξέπνοες εκφράσεις,
με γκρι μάλλινα σακάκια
ασιδέρωτα πουκάμισα
να πίνει καφέ πικρό το απόγευμα σε έναν ακάλυπτο
να διάβαζει εφημερίδα
να γινεται πυρ και μανία σαν του τσακακώσουνε την εφημερίδα, πριν τελειώσει τη στήλη με τα οικονομικά.
Του φορας γυαλιά μυωπικά με σκελετό σιδερένιο
και τζάμια λερωμένα.
Κι όταν περνάν γυναίκες μπροστά του,
να δάγκωνει το τσιγάρο ανάμεσα στο κενό των μπροστινών του δοντιών,
να ρουφά μια γερή τζούρα καπνού.
Να αλλάζει το κοστούμι του,
να βάζει αυτό με τις κάθετες τις ριγε τις μπλε.
Με ανάσα σαν στιμμένο λεμόνι
και ελαφριά δάχτυλα, που τους επιτρέπουν λικνίσματα γυναικεία διακριτικότητας.
Να φορά ένα ρολόι φθηνό,
με μπρασελέ ασημένιο, με δυο δόντια περιθώριο από τον καρπό του,
να χτυπά έτσι σαν οκτωβριανός άνεμος στα κατάρτια των ιστιοφόρων.
Όταν δεν είναι παρών σε συζητήσεις,
οι άλλοι να τον λεν με το όνομά του.
Και γνώμες του ήταν σαν ανομολόγητος απόηχος, που ακούν οι άνθρωποι που έχουν συνηθίσει να ζουν σε λεωφόρους.
(στις τέσσερις το πρωί οι λεωφόροι ησυχάζουν μα είναι τόσο ποτισμένοι από τα νευρικά κορναρίσματα και τα μυώδη μαρσαρίσματα, που όταν πέφτουν να κοιμηθούν με ανοιχτά παράθυρα, ακούν ένα σφύριγμα μακρινό από μια συνεχόμενη πορεία αμαξιών. Περίεργο ε; Τους νανουρίζει κιόλας).
Καμιά φορά να κάθεται στην μπροστινή βεράντα με σαγιονάρες πλαστικές,
να κάθεται με μαλλιά σγουρά αχνά
να κάθεται με ένα ποτήρι μισοάδειο μπροστά του
να κάθεται τυλιγμένος στο καρεδωτό σεντόνι
και κάποια στιγμή να σηκωθεί,
να σε αποχαιρετήσει.
Related
In “σύννεφα”
Δε θα παντρευτούμε ποτέ, κουφάλα μικροαστέ!
Μια σκισμένη φούστα: μια χρήση και μια κατάχρηση
In “στοιβάζοντας πράγματα”