Αντί να αραδιάζεις λέξεις για εικόνες που με τον έναν ή άλλον τρόπο σε σημάδεψαν εμφατικά και ευδιάκριτα (εικόνες δανεικές, όχι την ζωή αυτοπροσώπως), προτιμότερο είναι να τις αφήνεις να μιλήσουν όπως οι ίδιες επιλέγουν. Με λίγη βοήθεια, εν είδει υποβολέα για να μην αρχίσουν να φλυαρούν ερήμην σου.
Ο Μπρίγκελ, πρώτη επαφή με τα σκοτάδια, να ΄μουν δέκα, έντεκα το πολύ. «Ο θρίαμβος του θανάτου». Δεν φτάνει που σε κερδίζει, πρέπει να βγει και θριαμβευτής απ’ το παιχνίδι. Έμαθα (κι ακόμη θυμάμαι) απ΄έξω και ανακατωτά κάθε χιλιοστό της εικόνας, ψάχνοντας τρόπο να δείξω σε κάποιο υποψήφιο νεκρό πώς να ξεφύγει από την πανούκλα, από το κάδρο. Ποτέ δεν βρήκα. Όλοι οι δρόμοι σωτηρίας κλειστοί. Ψέματα έλεγε από κάτω πως ήταν ένα εξήντα επί ένα είκοσι, δεν χωράει τόσος πολύς Θάνατος σε δυο τετραγωνικά, μεγάλος σαν το σπίτι μου ήταν. Και πιο μεγάλος ακόμη. Τόσο τεράστιος που ζεις μέσα του. Το εμπέδωσα τώρα.
Στον ίδιο τόμο, στα «Μεγάλα Μουσεία» λίγο πιο μακριά απ΄ τον Θάνατο πόζαρε η «Πηγή», ας με συγχωρέσει ο καλλιτέχνης αλλά ποτέ δεν συγκράτησα το πολύπλοκο όνομά του. Στεκόμουν πρώτη φορά απέναντι σε γυμνό σώμα, αυτά της θάλασσας με μαγιώ δεν μέτραγαν. Μέτρο σύγκρισης δεν είχα μα αυτή η γύμνια μου φαινόταν ανήλικη σαν και μένα, άρα ατελής. Πολύ «καθαρή» για να ‘ναι απαγορευμένη. Έπρεπε να ψάξω κι άλλο.
Τρεις σελίδες πιο μπροστά ζούσαν οι δυο Μάγιες του Goya. Η ντυμένη (η χλιαρή, η αδιάφορη) και η γυμνή. Για χάρη της εγκατέλειψα την ‘Πηγή”, ξέχασα και την κόλαση του Μπρίγκελ. Ήταν το όλο υποσχέσεις βλέμμα, ήταν και το μη βουκολικό της πόζας αλλά κυρίως ήταν εκείνη η μικρή λεπτομέρεια, χαμηλά κάτω από τον αφαλό (εκεί που η «Πηγή» μου έχασκε κενή, καθαρή και εν τέλει άγουρη), που έκανε τα πράγματα συναρπαστικά. Λαβυρινθώδη. Και μάλλον ζεστά. Τότε δεν ήξερα, ακόμη, πως η κατάσταση ήταν σαφώς πολυπλοκότερη. Με τα χρόνια βέβαια σκαλώνεις σε αδικαιολόγητες ατέλειες: ξέρεις πλέον ότι η βαρύτητα δεν αφήνει τα στήθη να ποζάρουν έτσι όπως τα έστησε ο Ισπανός, μόνον η σιλικόνη μπορεί να βιάσει την Φυσική. Αλλά στα δέκα δεν σε πολυνοιάζουν οι επιστήμες, παρά μόνον ένα παράξενο πρωτόγνωρο μούδιασμα κάτω απ’ το παντελόνι.
Η Μαλίτσια ήρθε την λάθος εποχή. Οριακά μεγάλος για «κατάλληλο από 13», τραγικά ανεπαρκής για «κατάλληλο από 17». Μα όλα πάνω στην Λάουρα ήταν σωστά, όλα. Και πιο σωστή η σινεματζού στο Όσκαρ που με ρώτησε την ώρα που εμφανίστηκα πελαγωμένος αλλά τολμηρός ενώπιόν της «είσαι δεκαεφτά αγόρι μου, δεν είσαι;» και απάντησα αναψοκοκκινισμένος «φυσικά και είμαι» χαζεύοντας (ως άλλο «Προσεχώς») τα στήθη της που σπρώχναν δυο κουμπιά προς την αυτοκτονία. Της Μαλίτσια αποδείχθηκαν (μετά από δέκα λεπτά) μικρότερα μα απείρως πιο φιλόξενα. Νομίζω πως κάπου κει μέσα ζούμε, πολλοί, ακόμη.
Ομολογώ, την Αντονέλι την λάτρεψα, την πόθησα (αν και δεν είχα ακριβή αίσθηση της λέξης), την ήθελα δική μου. Την διεκδίκησα με πείσμα σε όνειρα, σε πρωινά ξυπνήματα, σε αυστηρά ιδιωτικές στιγμές, άφησα πίσω την Μάγια και τις υπαινικτικές πινελιές πάνω της για χάρη του προφανούς. Με λίγα λόγια ενηλικιώθηκα, άλλος ένας στα τόσα εκατομμύρια, μαζί της.
«Ενηλικιώθηκα»….
Ποτέ δεν ενηλικιώνεσαι αν δεν μπεις μέσα στο Stanza del figlio. Nα το δεις να κοιμάται, να το σκεπάσεις, να δώσεις ένα κλεφτό φιλί, ακόμη κι όταν λείπει. Ποτέ.
Και πάνω που σκεφτόμουν πού στην ευχή είναι κρυμμένο το love.