Ναι μωρό μου, τα θυμάμαι τα λόγια των γενναίων παλιών. Να πολεμήσουμε την αρρώστια που μας αγκαλιάζει σαν γλίτσα, να την παλέψουμε σε χωράφια, σε λόφους, σε στενά δρομάκια, σε λεωφόρους, στις ακτές. Να πάμε ως το τέλος πριν προλάβει να έρθει το τέλος πρώτο σε μας. Ωραία λόγια.
Πάνω σε περίεργα χρόνια περπατάμε καλή μου. Μπορεί ποτέ να μην ήμασταν σε πρώτης διαλογής τελάρα αλλά δες την κατάντια μας. Μεταλλαχτήκαμε άσχημα, ύπουλα και επώδυνα. Ο γόρδιος δεσμός ήταν μια κλωστή, μια τόση δα τρίχα μπρος στο μέσα μας. Το Invasion φτυστό η Mary Poppins. O Poe θα προτιμούσε να κόψει με πριόνι τα χέρια του παρά να μας κάνει ποίημα, διήγημα, μια παράγραφό του έστω.
Χώνεψέ το, δεν είμαστε βρώσιμοι πια. Δεν έχουμε μυρωδιά. Μας αγγίζουν και η σάρκα μας υποχωρεί άτακτα. Ένα παράξενο σχαμερό πράμα γίναμε. Ξεχρωμιάσαμε απ’ έξω, μελανιάσαμε εντός. Κανείς δεν καταδέχεται να μας πιάσει -πόσο μάλλον να μας βάλει- στο στόμα του παρά μόνο για να μας ξαναφτύσει στο χώμα με αηδία.
Κάθε μέρα ξυπνάω και ψάχνω μια δόση ομορφιάς, για να αντέξω. Μια, μισή, παλεύω σαν τζάνκι, κάτι βρίσκω. Μα το μουσείο της Ντροπής μας δεν έχει τελειωμό μωρό μου. Ο ιός είναι πάντα εδώ, ανθεκτικότερος απ’ όσο φοβόμασταν.