Posted by sarant | 11 Σεπτεμβρίου, 2015
Πράγματι, εδώ και αρκετά χρόνια τα σχολεία (της πρωτοβάθμιας και της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης) ανοίγουν κάθε χρόνο στις 11 Σεπτεμβρίου, εννοείται όταν η 11η του Σεπτέμβρη δεν πέφτει Σάββατο ή Κυριακή (όπως του χρόνου). Φέτος, η… μοιραία μέρα πέφτει Παρασκευή, που είναι λίγο άβολο. Ίσα-ίσα θα πάνε τα παιδιά για την πρώτη μέρα και μετά θα διακόψουν για το σαββατοκύριακο και μόνο οτη Δευτέρα θα αρχίσει με το καλό η χρονιά στα σοβαρά.
Η αυριανή μέρα λοιπόν είναι ξεχωριστή για εκατοντάδες χιλιάδες μαθητές -όμως είναι, με έναν τρόπο, σημαδιακή και για μένα και γι’ αυτό θέλησα να την τιμήσω με άρθρο, έστω κι αν πρόκειται για επανάληψη από πρόπερσι. Σημαδιακή βέβαια είναι με έναν ιδιαίτερο τρόπο, που θυμίζει, από μιαν άποψη, τον τρόπο που ήταν αξιοσημείωτο αυτό που έκανε ο σκύλος τη νύχτα του εγκλήματος σε ένα διήγημα του Κόναν Ντόιλ. «Μα, ο σκύλος δεν έκανε τίποτα τη νύχτα», απαντά ο έκπληκτος αστυνομικός. «Αυτό είναι το αξιοσημείωτο», απάντησε αγέρωχα ο Σέρλοκ Χολμς.
Τι θέλω να πω; Εδώ και πολλά χρόνια, δεκατέσσερα για την ακρίβεια, η 11η του Σεπτέμβρη ήταν σημαδιακή για την οικογένειά μας, αφού είχαμε τα παιδιά που ξεκινούσαν για την πρώτη μέρα της νέας σχολικής χρονιάς τους. Ε, αύριο δεν θα έχουμε αυτή την ευχάριστη φούρια. Ξεπαιδιάσαμε πια (νομίζεις, σα ν’ ακούω τη φωνή της μητέρας μου από το βάθος).
Και μια καθιερωμένη φράση, ένα κλισέ που λέγεται για την αυριανή μέρα, είναι η «κάθε κατεργάρης στον πάγκο του», που τη λέμε για τους μαθητές που επιστρέφουν στα θρανία ύστερα από την καλοκαιρινή ανάπαυλα. Γιατί όμως κατεργάρης, και γιατί πάγκος;
Κατεργάρης είναι βέβαια ο πονηρός, που χρησιμοποιεί τεχνάσματα για να πετύχει τους σκοπούς του, όμως συνήθως η λέξη κρύβει μιαν υπόρρητη συμπάθεια, επιδοκιμασία, ακόμα και θαυμασμό –βρε τον κατεργάρη, τι σκαρφίστηκε πάλι! λέμε συχνά. Δεν είναι παράξενο αυτό σε έναν πολιτισμό που την πρώτη του μνημειωμένη κατάχτηση την πέτυχε με πονηριά. Ιδίως το θηλυκό, κατεργάρα, ή το υποκοριστικό, κατεργαράκος, σπάνια χρησιμοποιούνται αρνητικά -και βέβαια δεν είναι σπάνια αυτή η βελτίωση της σημασίας, συμβαίνει και σε άλλες λέξεις που ξεκίνησαν αρνητικές, ο μπαγάσας ας πούμε, ο κερατούκλης, ο αφιλότιμος ή ο αθεόφοβος -ενώ άλλες λέξεις όπως π.χ. ο απατεώνας ή ο πανούργος μένουν μόνιμα αρνητικές.
Επιπλέον, η λέξη ‘κατεργάρης’ ανήκει στην κατηγορία εκείνη των ουσιαστικών που σχηματίζουν δεύτερο πληθυντικό σε -αίοι (νοικοκυραίοι, νοματαίοι κτλ.), πληθυντικό ο οποίος χρησιμοποιείται π.χ. στην παροιμία «μεταξύ κατεργαραίων ειλικρίνεια».
Γιατί όμως κάθεται στον πάγκο του ο κατεργάρης; Καταρχάς, η φράση «κάθε κατεργάρης στον πάγκο του» είναι ναυτικό πρόσταγμα, που λεγόταν ιδίως σε ώρα κινδύνου. All hands on deck, θα έλεγαν οι Άγγλοι. Οι κατεργάρηδες ήταν οι κωπηλάτες που επάνδρωναν τα κάτεργα, τα βαριά πολεμικά πλοία του Μεσαίωνα, τις γαλέρες. Βαριά δουλειά, συχνά δεν έβρισκαν να τσουρμάρουν οι κατεργοκύριοι, οπότε για να συμπληρώσουν έπαιρναν κατάδικους στο τσούρμο. Αλλά έτσι κι αλλιώς, για να κάνεις τη δουλειά του κατεργάρη έπρεπε να είσαι σκληρός, οι πιο πολλοί θα είχαν κάνει καναδυό παραπτώματα, οπότε κάποια στιγμή η λέξη, από «κωπηλάτης στα κάτεργα» (συνήθως κατάδικος) πήρε τη σημασία «πανούργος». Στα μεσαιωνικά κειμενα βρίσκουμε τη λέξη συνήθως με τη σημασία του κωπηλάτη: «οι κατεργάροι ελάμνασι δίχως να φοβηθούσι» στον Κρητικό Πόλεμο του Μπουνιαλή. Στο λεξικό του Κριαρά μία μόνο αναφορά βρίσκω με σημασία ‘πανούργος’, στον Πουλολόγο, όπου λένε προς τον γλάρο, «οι πάντες όσοι οίδαν σε, λέγουν σε κατεργάρην». Είναι βέβαια ο γλάρος ναυτικό πουλί, αλλά εδώ νομίζω πως έχουμε τη μεταφορική σημασία στην παλιότερη εμφάνισή της.
Αυτή που παρουσίασα παραπάνω είναι μία εκδοχή για την ιστορία της λέξης, όπως τη βρίσκουμε π.χ. στο ΛΚΝ. Σύμφωνα με τον Μπαμπινιώτη, υπάρχει μια ελαφρα παραλλαγή, ότι ο όρος «κάτεργον» σήμαινε αποκλειστικά τα πλοία που επανδρώνονταν με κατάδικους κωπηλάτες, και ότι η λ. κατεργάρης σήμαινε «κατάδικος κωπηλάτης». Ωστόσο, δεν βρίσκω αυτή τη σημασία στον Κριαρά (το μεσαιωνικό λεξικό εννοώ), ούτε στη Λίνγκουα Φράνκα των Καχανέ-Τίτσε, οπότε διστάζω να υιοθετήσω αυτή τη μικρή, έτσι κι αλλιώς, παραλλαγή.
Πάντως, η λέξη «κάτεργον» στη συνέχεια πήρε τη σημασία που έχει σήμερα, της ποινής των καταναγκαστικών έργων ή, μεταφορικά, του τόπου εργασίας όπου επικρατούν πολύ σκληρές συνθήκες, ενώ ο κατεργάρης περιορίστηκε στη μεταφορική σημασία, του απατεώνα, αν και συχνά με την αγαπησιάρικη νότα που είπαμε στην αρχή -ο κατεργάρης συνήθως κάνει με τρόπο αφοπλιστικό τις κατεργαριές του.
Χαριτωμένες κατεργαριές και ζαβολιές κάνουν, με τρόπο πολύ αφοπλιστικό, τα παιδιά του σχολείου. Πάγκους έχουν τα θρανία των αιθουσών. Δεν είναι περίεργο λοιπόν που η έκφραση «κάθε κατεργάρης στον πάγκο του» χρησιμοποιείται πολύ συχνά για την επάνοδο των μαθητών στα σχολεία, παρόλο που δεν είναι αυτή η μοναδική της χρήση. Τη λέμε γενικότερα για την αποκατάσταση της συνήθους ροής των πραγμάτων ύστερα από σχετικώς μακρά διακοπή, σε περιπτώσεις που τα πράγματα «μπαίνουν στη θέση τους», όταν παύει η ασυδοσία και ο καθένας επανέρχεται στα τακτικά καθήκοντά του. Για παράδειγμα, ο Μάρκος Βαμβακάρης στην Αυτοβιογραφία του θυμάται για τους μουσικούς που έπαιζαν στις Απόκριες στη Σύρα: «Όταν πέρναγε η αποκριά, πάγαινε κάθε κατεργάρης στον πάγκο του. Π.χ. έπλεκε κοφίνια, πήγαινε στο κάρβουνο…»
Από αποκριάτικη παρέα και το λυπητερό απόσπασμα από την Ερόικα του Πολίτη. Η παρέα περπατάει στους άδειους, σκοτεινούς πια δρόμους, όταν το γλέντι έχει τελειώσει:
– Kάθε κατεργάρης στο μπάνκο του, μας είπε κάποιος που περνούσε πλάι μας.
Bγάλαμε τα μασκαρέματα. Tου κάτεργου ο μπάνκος, για ένα-δυο από μας, βρισκότανε στο δρόμο εκείνο. Έτσι το νιώθαμε – και πως ο τιμονιέρης, καθώς το λέει ο θείος Πλάτων, έδεσε το τιμόνι του λοξά κι ο βούρδουλας σφυρίζει πάνω από τις πλάτες.
Ο βούρδουλας σφυρίζει πάνω από τις πλάτες -δεν θα την είχαν καλά οι παλιοί κατεργαραίοι. Αλλά θα κλείσουμε με ένα γλωσσικό.
Η λέξη «κάτεργα» δεν έμεινε μόνο στα ελληνικά, έχει σταδιοδρομήσει και σε μιαν άλλη χώρα. Τα σιβηριανά στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας, δεν εννοώ τα γκουλάγκ και άλλους σοβιετικούς νεωτερισμούς, αλλά τα παλιά καλά τσαρικά στρατόπεδα που είχαν περάσει διαφωτισμό, αυτά λοιπόν ονομάζονταν, βρίσκω, «κάτοργκα» (каторга), λέξη που είναι δάνειο από τα δικά μας κάτεργα. Είχαμε δεν είχαμε, γι’ άλλη μια φορά μεταλαμπαδεύσαμε πολιτισμό!