Γράφει Βέρα Ι.Φραντζή
Ήταν 17 Αυγούστου. Εκείνη τη μέρα δεν είχε τίποτα από το φθινόπωρο που θα ερχόταν υγρό και σαθρό. Ήταν μια μέρα με τον ήλιο μουσαφίρη και τη ζέστη κέρασμα. Ένα λογοκριμένο πρωινό, τόση λαμπρότητα είχε… δε κατάφερνε να ειπωθεί από ανθρώπινες λέξεις, ακόμη και νησιωτικής διαλέκτου.
Και πέρασε γρήγορα και ήρθε εκείνο το βράδυ. Ήταν αποκαμωμένοι από τον έρωτα και από το αλάτι. Τα δέρματα έσκαγαν από την κάψα και τα στόματα έχασκαν από τα λιγωμένα φιλιά. Αυτά τα βράδια που ακούς μουσική που σε κάνουν τόσο κακό, όσο χρειάζεται η ανθρωπότητα.
Ήταν τρεις το βράδυ και το ρεύμα χάθηκε από τα καλώδια. Η ουρά των ηλεκτρικών φορτίων χώθηκε σα φίδι στον υποσταθμό ηλεκτροδότησης του νησιού και έλαμψαν τα αστέρια όλα. Από τα πιο μικρά, γεννημένα φέτος, έως τα πιο γεροντικά που τρεμοσβήνουν σαν μηνύματα αρχέγονων λαών, σαν φρυκτωρία του σύμπαντος.
Ένας μουσαμαδένιος αιθέρας με κομμάτια από παραμιλήτα της απόλυτης σιγής του γαλαξία. Εκείνοι, ανθρωπάκια κάτω από ένα οξυγονούχο στέαρ. Μικρά αποσιωπητικά στη συνέχεια του κόσμου αυτού, μα ερωτευμένοι τόσο όπως μαγαρισμένες γυναίκες και ελεύθεροι όπως γυμνοί κολυμβητές.