Έλση Σαράτση | 12.09.2015 | 09:24
Μέρες του αθηναϊκού Αυγούστου 2015, έρημα σουπερμάρκετ, ζαχαροπλαστεία, μισοέρημο το πανεπιστήμιο της λαϊκής, οι κουβέντες των αραιών πελατών γερά στηριγμένες στο ισοκράτημα των ιερών τζιτζίκων αποκτούν άλλο νοηματικό και ηχητικό ανάγλυφο:
(Στο ζαχαροπλαστείο πελάτης δείχνοντας στη βιτρίνα ευρύχωρα –και κουλουράτα– κουλουράκια διαίτης):
̶ «Πόσο κάνουν κύριε οι χαλκάδες ;»
Γυρνώ και επιβεβαιώνω πάνω στα κουλούρια τη χειρόγραφη ετικέτα του ζαχαροπλάστη: «Χαλκάδες, 15 ευρώ το κιλό».
(Στο σουπερμάρκετ πελάτης προς υπάλληλο):
̶ «Έχετε πιτυρίδα βρώμης ;»
(Στη λαϊκή πελάτης προς πωλητή δείχνοντας στον πάγκο του ποικιλία ντομάτας με αυγουλάτο σχήμα και πορφυρή πρασινογραμμένη χρωματική παραλλαγή):
̶ «Πάλι τις ακρίβυνες τις ξεβγαλμένες»; τη στιγμή που δεύτερος μουστερής για τις ίδιες ντομάτες σκεπάζει σχεδόν με τη φωνή του τον πρώτο ρωτώντας:
̶ «Πόσο τά’ χεις τα βελανίδια;»
Γυρνώ και επιβεβαιώνω πάνω στις ντομάτες τη χειρόγραφη πινακίδα «βελανίδια τόσο το κιλό».
Εξαιρώντας για να εξάρω τη δεύτερη περίπτωση, όπου η πολυπλοκότητα της ποιητικής διεργασίας είναι ιλιγγιώδης καθώς αποζητά και δίγλωσση γλωσσολογική συνδρομή (πίτουρο-βρώμη-oat flakes-νιφάδες βρώμης-χιόνι-άσπρο-νιφάδες πιτυρίδας-πιτυρίδα βρώμης), βρισκόμαστε στις άλλες δυο περιπτώσεις μπροστά σε ραγδαία μεταφορική επιτάχυνση του κοινού λόγου που εκτοξεύεται στα ποιητικά μετόχια ανακαινίζοντας ονόματα και πράγματα.
Όλοι αυτοί, σκέφτομαι, αν όχι στην ποίηση κοντά, κοντά στην ποιητική λειτουργία βρίσκονται, φιλόλογοι δεν είναι σίγουρα, είναι όπως οι ποιητές, θύματα της γλώσσας – άρα και αυτοί κατατάσσονται στους υποψήφιους αυτόχειρες:
«Η ποίηση είναι μόνο γλώσσα… Ο φιλόλογος δεν έχει καμία σχέση με τον ποιητή. Ο ένας είναι σχολαστικός, ο άλλος όχι. Ο ένας κάνει μάθημα, ο άλλος δεν κάνει. Ο ένας δεν αυτοκτονεί, ο άλλος μπορεί να αυτοκτονήσει. Δεν ξέρω πολλούς φιλολόγους να αυτοκτόνησαν, ξέρω όμως πολλούς ποιητές», όπως βεβαιώνει η ποιήτρια Μαρία Λαϊνά (Το Βήμα on line, 8.3.2015).
Κατόπιν τούτου αναρωτιέται κανείς αν χάσαμε οριστικά τη δυνατότητα να είμαστε τόσο δα πρωτότυποι, ή τόσο δα περίσκεπτοι ή διαβασμένοι, ή αν έστω υποτιμούμε οριστικά τον μέσο αναγνώστη μιας δημοσιογραφικής τάχα και άρα ανώδυνης ασφαλώς εφόρμησης στο ποιητικό και αντιστοίχως στο φιλολογικό εργαστήρι. Ή μήπως είναι ανεξάντλητη η δύναμη των στερεοτύπων και οι φιλόλογοι οφείλουν να είναι, δεν μπορεί παρά να είναι τα θλιβερά κορακοζώητα και πτωματοφάγα γερόντια του Γέιτς:
Φαλάκρες που ξεχνούν τις αμαρτίες τους,
γέρικες, σοφές, σεβάσμιες φαλάκρες,
διορθώνουν και σχολιάζουνε τους στίχους
που κάποιοι νέοι, ξάγρυπνοι στο στρώμα,
ταιριάζανε μες στην απόγνωση του έρωτα
για να χαϊδέψουν το άμαθο αυτί της καλλονής.
Όλοι τους σέρνονται· όλοι βήχουνε μελάνι·
όλοι λιώνουν με τα παπούτσια το χαλί·
όλοι σκέφτονται αυτά που σκέφτονται άλλοι·
όλοι ξέρουν αυτά που ξέρει ο διπλανός.
Θεέ, και τι θα λέγαν αν ο Κάτουλλός τους
έσερνε κι αυτός έτσι τα βήματά του;
(G.B. Yeats, Οι φιλόλογοι, μετάφραση Γ.Π. Σαββίδης
Ασφαλώς άνευ ποιητικής επιπνοίας ούτε μια φασολάδα γίνεται, αλλά εδώ ο ποιητικός ζέφυρος της στιγμής ενδίδει στην ευκολία, και την κακία, να τονίσει καμπόσα παραμορφωτικά στερεότυπα: τον παρασιτισμό δήθεν του αφυδατωμένου και μελανοαίματου και υποκριτικού και ανέμπνευστου φιλολογικού γερόντιου κόντρα στην δημιουργική έξαψη δήθεν του νέου, ωραίου και άδολου στο ποιητικό του πάθος παραδομένου ξενιστή – ποιητή. Την υποχρεωτικώς γεροντική ηλικία των φιλολόγων έναντι της υποχρεωτικώς νεαρής, ή και νηπιακής, των ποιητών*. Το πάθος και τον έρωτα ως αποκλειστικά προνόμια της νεότητας. Το υποχρεωτικώς ερωτικό κίνητρο της ποίησης. Το υποχρεωτικώς άμαθο αυτί της καλλονής. Την υποχρεωτική καλλονή της μούσας. Εμπλέκοντας και έναν υποχρεωτικώς παραμορφωμένο Κάτουλλο (και παραβλέποντας γλαφυρά τον συγκαιρινό του Γέιτς δισυπόστατο Άλφρεντ Έντουαρντ Χάουσμαν [1859-1936]¹, σπουδαίο κλασικό φιλόλογο αλλά και ποιητή μαζί), που έτσι κι αλλιώς, ως φαίνεται, δεν πρόλαβε να γεράσει, κάθε άλλο παρά άμοιρος λογιοσύνης ήταν, και που αν τα ποιήματά του έφτασαν σε μας, το οφείλουμε εξ ολοκλήρου στους αντιγραφείς – φιλολόγους².
Για τούτο το καλό – υπό ορισμένους όρους³ – κατά τα άλλα ποίημα, σωστό λεύκωμα-ευρετήριο (πιθανότατα με ψυχαναγκαστική αφορμή τα γερατειά του ίδιου του Γέιτς που το έγραψε όταν είχε περάσει και καλά τα πενήντα4) κοινοτοπιών, που από τον καιρό του Βέρθερου και δώθε συσκοτίζουν αποτελεσματικά καθώς φαίνεται την ποίηση και τη φιλολογία και ως προς την άσκηση αλλά κυρίως ως προς την πολιτισμική ανταπόκριση των δύο τούτων πειθαρχιών, ας ακούσουμε λίγο τον Γουίσταν Χιου Όντεν, που είναι κι αυτός μεγάλος ποιητής, πέθανε στα εξηνταεννιά του, δεν αυτοκτόνησε, και ο φιλολογικός του οπλισμός αντάμα με την κριτική του οξυδέρκεια τον τοποθετούν αλάθητα στην κατηγορία των ποιητών-φιλολόγων (τα παραθέματα από την συναρπαστική εναρκτήρια ομιλία του Φτιάχνοντας, μαθαίνοντας και κρίνοντας, επί τη αναλήψει των καθηκόντων του Καθηγητή Ποίησης στην Έδρα Ποίησης του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης, το 1956)5:
«H πιο ποιητική απ’ όλες τις σχολαστικές επιστήμες είναι σίγουρα η Φιλολογία, η θεωρητική σπουδή της γλώσσας ανεξάρτητα από τις χρήσεις της, έτσι ώστε οι λέξεις να γίνονται τρόπον τινα μικρά λυρικά ποιήματα για τις λέξεις».
Και πάλι:
«Παρεχτός κι αν είναι πολύ νέος [ εννοείται ο ποιητής αναγνώστης του], ξέρει ότι το ποίημα του Γέιτς Οι φιλόλογοι είναι ένα ανόητο ποίημα. Ακόμη και αν αγνοήσουμε τον προφανή λίβελο – ότι όλα ανεξαιρέτως τα μέλη της πανεπιστημιακής κοινότητας είναι φαλακρά και ευπρεπή – τα αισθήματα που εκφράζονται είναι και αυτά ανόητα. Διορθώνουν πράγματι οι φιλόλογοι· δόξα τω θεώ που διορθώνουν. Αν δεν είχαμε τους φιλολόγους να φτάνουν να τυφλώνονται αντιγράφοντας και αντιβάλλοντας τα χειρόγραφα, πόσα στ΄αλήθεια ποιήματα δεν θα τα είχαμε στη διάθεσή μας τώρα, συμπεριλαμβανομένου του Κάτουλλου, και πόσα άλλα θα έβριθαν από στίχους που δεν βγάζουν νόημα; Μήτε η εφεύρεση της τυπογραφίας αχρήστευσε τους διορθωτές. …Υπάρχει κι εκείνος ο ευτυχής συνδυασμός ποιητή και φιλολόγου, ο μεταφραστής. Πώς, για παράδειγμα, χωρίς τις επιστημονικές γνώσεις και το ταλέντο του σερ Άρθουρ Γουέιλι, θα μπορούσαμε να ανακαλύψουμε, χωρίς την παραμικρή προσπάθεια από μέρους μας, έναν εντελώς καινούργιο ποιητικό κόσμο, την κινέζικη ποίηση;»
Αλλά και ο έγκριτος κλασικός φιλόλογος και ιστορικός Πίτερ Γκριν (βλ. και Σημ. 1,2), στα ογδονταένα του, κάτι ξέροντας από φιλολόγους και από γέρους, στην Εισαγωγή του στη μετάφραση του Κάτουλλου, αναφέρεται κι αυτός στους Φιλολόγους του Γέιτς και προτείνει σωστική ιστορικοφιλολογική ματιά:
«Έχει γίνει πλέον απαραίτητο να αναφέρεται αυτό το διάσημο ποίημα του Γέιτς, όταν επιχειρούνται προσεγγίσεις του Κάτουλλου που θέλουν να τον φέρουν κοντά στην σημερινή εποχή. Ο Γέιτς δραματοποίησε την αντίθεση ανάμεσα σε έναν νέο, ερωτοχτυπημένο ποιητή και τους φαλακρούς, απόκοσμους, σουρνάμενους γηραλέους λόγιους που πήραν το ελεύθερο να τον κρίνουν και να τον εξηγήσουν· η εικόνα του σατιρίζει την ιδιοποίηση του πάθους του από άφυλα όντα. Αυτά συνέβαιναν το 1919, όταν ποιητές του μοντερνισμού, όπως ο Πάουντ, άρχιζαν να προσέχουν τους Ρωμαίους ελεγειακούς ποιητές, και φυσικά ένα μέρος της σάτιρας του Γέιτς έχει στόχο την μεσοαστική επαγγελματική σεμνοτυφία που ακόμα και τότε επέμενε να απαλείφει σχετικά ήπιες γλωσσικές απρέπειες του Κάτουλλου».
Να όμως που προς την κατεύθυνση της συνηγορίας, και πάλι ο ίδιος ο Γέιτς, που είναι πολύ μεγάλος ποιητής, πετυχαίνει την πιο καλοχορδισμένη αρμονική απόκριση, όταν στα 1938, ένα χρόνο πριν πεθάνει στα εβδομηντατέσσερά του, γράφει τον αριστουργηματικό Τρελοπαλιόγερο, που αξίζει ίσαμε 100 Φιλόλογους6.
Επιστρέφοντας στον Γ.Π. Σαββίδη ξαναβρίσκουμε στα Πάνω Νερά, σ. 77, το ζουμερό κείμενο του 1972 (γραμμένο για Το Βήμα – ο αναγνώστης προτρέπεται από τον συγγραφέα να το θεωρήσει φιλολογική επιφυλλίδα), με τίτλο Ο ποιητής – φιλόλογος. Το «οριστικό»7 τούτο κείμενο πρωτοποριακά ορίζει και αναδεικνύει τα υπαρκτά φαινόμενα ποιητής – φιλόλογος αλλά και φιλόλογος – ποιητής, ως μεικτά και νόμιμα είδη σε έναν πραγματικό κόσμο που η πραγματικότητά του ξεπερνά φαίνεται τη φαντασία ορισμένων. Περιστρέφεται ή περιδιαβάζει γύρω από την στιβαρή «φιλολογική αρματωσιά» του ποιητή Γιώργου Σεφέρη, επισημαίνει την ανάγκη μιας Ιστορίας της νέας ελληνικής φιλολογίας, όπου «δίπλα στα μεγάλα ονόματα ακέριων φιλολόγων όπως ο Κοραής ή ο Συκουτρής, είτε φιλολόγων-ποιητών όπως ο Κουμανούδης ή ο Βερναρδάκης, θα πρέπει να έχουν τη θέση τους και κάποιοι ποιητές-φιλόλογοι», αναφέρει ενδεικτικά ποιητές όπως ο Σολωμός, ο Κάλβος, ο Βαλαωρίτης, ο Παλαμάς, ο Καβάφης, ο Σικελιανός, ο Καζαντζάκης, ο Βάρναλης, ο Άγρας, που διαθέτουν «όλοι ανεξαιρέτως την αρματωσιά του φιλολόγου, άσχετο αν πήραν ή όχι ποτέ τους πτυχίο φιλολογίας». Τέλος, αρτυμένο όπως κάθε σαββίδειο πόνημα με μπόλικη και τερπνή νοστιμιά, στέργει να προσφέρει στον αναγνώστη το φιλελεύθερο πρόγραμμα σπουδών όχι για φιλολόγους μα για «ένα ιδεατό Κολλέγιο για Βάρδους» που συνέταξε ο ποιητής Όντεν και συμπεριέλαβε στις παραδόσεις που έκανε το 1956-57 στην Οξφόρδη, τότε καθηγητής στην έδρα της Ποίησης. Η περικοπή που ακολουθεί, με μεγάλη μετριοπάθεια, τα χνάρια του ΧΧΙΙ κεφαλαίου του Γαργαντούα (Πώς ο Γκαργκαντούας διαπαιδαγωγήθηκε απ’ τον Πονοκράτη με τέτοια τάξη και πειθαρχία, που δεν έχανε ούτε ώρα απ’ την ημέρα του [μετάφραση τίτλου από τον Σπύρο Σκιαδαρέση]) παρατίθεται μεταφρασμένη από τον Γ.Π. Σαββίδη:
«Στο ιδεατό μου Κολλέγιο για Βάρδους, το πρόγραμμα διδασκαλίας θα ήταν ως εξής:
1. Επιπλέον των Αγγλικών, τουλάχιστον μία αρχαία γλώσσα (πιθανώς Ελληνικά ή Εβραϊκά) και δύο άλλες νεότερες γλώσσες απαραιτήτως.
2. Αποστήθιση χιλιάδων στίχων γραμμένων στις ανωτέρω γλώσσες.
3. Η βιβλιοθήκη του Κολλεγίου δεν θα περιλάμβανε βιβλία λογοτεχνικής κριτικής, και η μόνη κριτική άσκηση που θα απαιτούσα από τους σπουδαστές θα ήταν να γράφουν παρωδίες.
4. Παραδόσεις μετρικής, ρητορικής και συγκριτικής φιλολογίας υποχρεωτικές για όλους. Κάθε σπουδαστής θα είχε να εκλέξει τρεις σειρές παραδόσεων από τα εξής θέματα: μαθηματικά, φυσική ιστορία, γεωλογία, μετεωρολογία, αρχαιολογία, μυθολογία, λειτουργική, μαγειρική.
5. Κάθε σπουδαστής θα είχε την υποχρέωση να φροντίζει ένα κατοικίδιο ζώο και να καλλιεργεί ένα κομμάτι κήπου».
Ποιητές-φιλόλογοι, φιλόλογοι-ποιητές, ποιητές-ασφαλιστές, συνθέτες-ασφαλιστές, ποιητές-δικηγόροι, ποιητές-φιλόσοφοι, ποιητές-δημόσιοι υπάλληλοι, πολιτικοί-ποιητές, ποιητές-αρχαιολόγοι, ποιητές-ιατροί, ιατροί-ποιητές, ποιητές-στρατιώτες, ποιητές-μισθοφόροι στρατιώτες, ποιητές-έμποροι, ποιητές-έμποροι όπλων, ποιητές- εντομολόγοι, άλλοι γράφουν εν εκστάσει, και άλλοι εν λογική απαρτία, άλλοι κρατούν φαρμακευτική, και ενίοτε φαρμακερή ζυγαριά ακριβείας, και άλλοι καντάρι καθώς χωρίζουν την ήρα από το στάρι των λέξεων, άλλοι αυτοκτονούν και άλλοι όχι: το γένος – είδος Ποιητής ποιητής, απαιτεί όλο και πιο ισχυρά κοινωνικά διαπιστευτήρια για να οριστεί αποκλειστικά ως τοιούτο.
Και οπωσδήποτε, με αυτά τα δεδομένα, οποιαδήποτε ασφαλής στατιστική βάση που να αποκλείει αυτοκτονίες φιλολόγων και να επιβεβαιώνει αυτοκτονίες ποιητών, αποκλείεται.
Ένας επιφανής φιλόλογος που αυτοκτόνησε, ο Μότσαρτ της φιλολογίας μας κατά τον Γ.Π. Σαββίδη (Καστανόχωμα, 1989, σ. 171-174), ο Ι. Συκουτρής, ανασκευάζοντας γνώμες του Κ. Παράσχου για την Ποιητική Τέχνη του Ορατίου, αφού διακρίνει την αρχαία αισθητική από τη νεότερη (η πρώτη έχει διδακτικόν χαρακτήρα, η δεύτερη ως γέννημα του Ρομαντισμού «ζητεί παντού το υποκείμενον, … δια τούτο άλλωστε [η νεότερη αισθητική] τοποθετεί εις το κέντρον της ερεύνης της το κατ’ εξοχήν είδος ποιήσεως, την λυρικήν, την οποίαν αγνοεί απολύτως η αρχαία αισθητική») και αναγνωρίσει πιθανή ωφέλεια από την εφαρμογή των αντικειμενικών κανόνων της αρχαίας αισθητικής στην σημερινή «αισθητικώς άμορφον πολλάκις καλλιτεχνικήν παραγωγήν της Ευρώπης – έστω και με το να μας βοηθήση μόνον να συνειδητοποιήσωμεν εις τον εαυτόν μας τους υπάρχοντας ήδη περιορισμούς της “ελευθερίας” και “πρωτοτυπίας” του καλλιτέχνου [των οποίων] τείνομεν σήμερον να υπερτιμήσωμεν και την ύπαρξιν και την αξίαν», καταλήγει σε σύντομο ορισμό της ποίησης (Νέα Εστία, τ. 204, 1935, σ. 589-591, Περί την «Ποιητικήν» του Ορατίου):
«Διότι ποιητική δημιουργία – αυτό το ήξευραν οι Έλληνες και ο Οράτιος – δεν είναι γρονθοκοπήματ’ αλλόφρονα και παλληκαρισμοί εναντίον της λογικής και της πραγματικότητος. Είναι υποταγή και μετουσίωσις της λογικής αναγκαιότητος εις αναγκαιότητα ηθικήν, της πραγματικότητος εις ψυχικά γεγονότα».
Οι τζίτζικες τραγουδούν ακόμα κατευοδώνοντας έναν ακόμη Αύγουστο.
*Βλ. Les poètes de sept ans
1, 2 Μια έμμεση όσο και οριστική συνηγορία του ρόλου του αντιγραφέα και του φιλολόγου, που αναπάντεχα συνδυάζει Χάουσμαν και Κάτουλλο, προσφέρεται από τον Πίτερ Γκριν, στην Εισαγωγή της εξαιρετικής έκδοσης και μετάφρασης των Ποιημάτων του Κάτουλλου (University of California Press, 2005, σ. 15). Ο Γκριν παραθέτει τη «λαμπρή», όπως τη χαρακτηρίζει, περιγραφή από τον Τομ Στόπαρντ (στο θεατρικό του έργο Η επινόηση της αγάπης, με κεντρικό πρόσωπο τον Χάουσμαν και κατάλληλο τόπο τον Στύγιο ποταμό) της «διαδικασίας επιδείνωσης» όπου εισέρχεται ένα κείμενο από το οποίο μας χωρίζουν χιλιετίες, μέχρι να φθάσουμε 400 χρόνια πριν, στην πρώτη τυπογραφική έκδοση, και πάλι, και όπου ο ρόλος των αντιγραφέων και των φιλολόγων είναι αναγκαστικά ακρογωνιαίος.
3 Κυρίως τους όρους που ο ίδιος ο ποιητής θέτει στο όψιμο σύντομο λυρικό του ποίημα Μια προσευχή για τα γερατειά:
Ο θεός να με φυλά από τις σκέψεις που οι άνθρωποι
με το μυαλό τις σκέφτονται μοναχά·
Αυτός που τραγουδά τραγούδι ανθεκτικό
με το μεδούλι σκέφτεται·
……………………………………………………………………….
Μα τι αξίζω τάχατες εγώ, ώστε να μην αρμόζει να δειχτώ
χάριν του τραγουδιού μωρός;
………………………………………………………………………
Προσεύχομαι – γιατί τα λόγια τέλειωσαν
και επιστρέφει η προσευχή ξανά –
ένας βλαμμένος, παθιασμένος άντρας να φανώ
ακόμα και στα έσχατα τα γερατειά.
4 Ευτυχώς τα γερατειά και η αποστράτευση του κορμιού μαστίζουν και κεντρίζουν ποιητικά τον Γέιτς πρώιμα – από τα εικοσιπέντε περίπου.
5 Τη γνωριμία μου με την ομιλία του Όντεν και τον θεμελιώδη δοκιμιακό του λόγο χρωστώ στον Γ.Π. Σαββίδη, εδώ μεταφραστή του ποιήματος του Γέιτς. Ενεργώντας ψυχαγωγικά και πειθαρχικά, με τον τρόπο που μόνο εκείνος είχε, και δεν τον ξαναήβρα πουθενά, μου πρόσφερε ένα πρωινό την ομιλία του Όντεν μαζί με το Ζήτω μετ’ επιφυλάξεων η Δημοκρατία του Έντουαρντ Μόργκαν Φόρστερ (η προσφυής μετάφραση του πρωτότυπου τίτλου Two Cheers for Democracy ανήκει στον Γ.Π. Σαββίδη – «κατά προσέγγισιν μετάφραση», όπως το τονίζει [Πάνω Νερά, Ανθρωπισμός και Δημοσιογραφία, Ερμής, 1973, σ.37]). Ο Γ.Π. Σαββίδης διεκδικεί και τη βαθύτερη αφορμή για τις σκέψεις που κάνω εδώ. Και παραμένει αόρατος τιμητής μου (βλέπε πάλι στον Όντεν, ό.π., την επινόηση του Censor– κριτικού σωσία και σωτήρα του ποιητή). Όλη η ευθύνη είναι βεβαίως δική μου, όπως και η ευγνωμοσύνη μου, δική του.
6 Στο http://www.dailymotion.com/video/x2xaabh αναντικατάστατη από οποιαδήποτε μετάφραση η εκφώνηση του ποιήματος από τον Σύριλ Κιούζακ.
7 Με την έννοια που δίνει στη λέξη ο Φρανκ Κέρμοντ, «που μας προσφέρει, δηλαδή, τη μήτρα – πρότυπο ολόκληρης γενιάς σχολιασμού» (Σημειώσεις για μια ύψιστη ποίηση, 1977).