amancalledkkmoiris | september 14, 2015 ~ KAPA
O κύριος Μπράουν αγόραζε κάθε δεύτερη μέρα ένα ζεστό πανκέικ με έξτρα σουσάμι από το σούπερ μάρκετ απέναντι από το Δημαρχείο. Λίγη ώρα μετά -για την ακρίβεια κάτι λιγότερο από εφτά λεπτά αν ψιχάλιζε ή το θερμόμετρο έδειχνε κάτω από 10 βαθμούς ή δέκα λεπτά αν απλά είχε μαύρα σύννεφα και κορίτσια χωρίς καλσόν στους δρόμους- καθόταν στο αγαπημένο του παγκάκι, στη γωνία του πάρκου που έβλεπε το λόφο με το κοιμητήριο. Οι σταυροί, οι μουχλιασμένες λίθινες πλάκες με τα χαραγμένα ονόματα και τους -κάποιες φορές- φοβιστικούς αριθμούς ήταν από την άλλη, την αθέατη πλευρά του μικρού λόφου, θαρρείς και κάποιος το ‘κανε σκόπιμα για να μην αποσπά την προσοχή των ανθρώπων από την αιώνια καθημερινότητά τους.
Ήταν πάντα λίγο μετά τις δέκα και μισή το πρωί (όχι κάθε πρωί όμως, αν οι κρουνοί στα σύννεφα ξεχνιόντουσαν ανοιχτοί με τις ώρες ή και με τις μέρες) όταν ο κύριος Μπράουν καθάριζε προσεκτικά το παγκάκι από την υγρασία και τα περιττά περιεχόμενα του γαστρεντερικού σωλήνα των σπουργιτιών, των περιστεριών και κάποιων ελάχιστων κοτσυφιών.
Έξυνε σχεδόν ευλαβικά το σουσάμι από την επιφάνεια με έναν μικρό σουγιά, κληροδότημα της μητέρας του. Με το ίδιο μικρό μαχαιράκι που εκείνη τρυπούσε σε τρία σημεία (ούτε σε ένα, ούτε σε δυο μα ούτε και σε τέσσερα) την παρασκευιάτικη μηλόπιτα, για να σιγουρευτεί αν ήταν έτοιμη να βγει από τη μήτρα του φούρνου.
Μετά έτρωγε το κουλούρι κοιτάζοντας τα δέντρα -μια συστάδα από καρυδιές και μουριές- στο βάθος του πάρκου. Τίποτε άλλο δεν αποσπούσε την προσοχή του, ούτε μαμάδες με καρότσια, ούτε φανατικοί τζόγκερς με πολύχρωμες φιτ στολές και φανταχτερά παπούτσια, ούτε καν τα καμπουριασμένα – από τα βάρη της ζωής άραγε; – δεκαοχτάχρονα που σέρναν πίσω τους μια στρατιά από fuck, cunt, deez και tosser αντί για τον σεξπηρικό, τον -έστω- Wordsworthιανό πλούτο της μητρικής τους γλώσσας. Κοιτούσε τα δέντρα σαν να κρυβόταν κάτι μέσα τους, πάνω τους, πίσω τους. Τίποτε δεν κρυβόταν. Μόνο μερικές άθλιες διώροφες τούβλινες αποθήκες, κάποτε δερματάδικα, μετά σκουπιδότοπος για σύριγγες, τώρα real estate λάφυρα.
Το ξεγυμνωμένο από σουσάμι κέικ γινόταν ακριβώς έντεκα μπουκιές. Ποτέ δέκα, ποτέ δώδεκα.
Τα πουλιά τον ευγνωμονούσαν για το θεσπέσιο και δυναμωτικό αυτό γεύμα. Δεν είχε καμιά σημασία αν η βαριά αλλεργία του στο σουσάμι ήταν ο λόγος που τα κοτσύφια και οι κοκκινολαίμηδες αξιωνόντουσαν συχνά πυκνά τέτοια βασιλική περιποίηση. Τα πουλιά δεν είναι υποχρεωμένα να γνωρίζουν τους λόγους και τα αίτια πίσω από την υστερόβουλη καλοσύνη των ανθρώπων.