Οι φορολογούμενοι πολίτες διέσωσαν τις τράπεζες και το δόγμα της λιτότητας έφερε τον εξίσου «αναγκαίο» αυταρχισμό προκειμένου να επιβληθεί η στρατηγική της δημοσιονομικής προσαρμογής | AP Photo/Petros Giannakouris
16.09.2015, 14:00 | efsyn
«Οταν οι δράστες της μεγάλης ληστείας του τρένου στη Βρετανία έκλεψαν 2,5 εκατομμύρια λίρες από τα Βασιλικά Ταχυδρομεία, καταδικάστηκαν σε φυλάκιση τριάντα ετών. Οταν οι τραπεζίτες πιάστηκαν στα πράσα να αρπάζουν δισεκατομμύρια λίρες από ηλικιωμένους ανθρώπους σε όλο τον κόσμο, πλήρωσαν μεν κάποια μεγάλα εταιρικά πρόστιμα, αλλά γλίτωσαν, εξασφαλίζοντας παχυλές συντάξεις».
Το απόσπασμα αυτό από την ομιλία του βουλευτή του Εργατικού Κόμματος, Ντέιβιντ Κρόσμπι, συνοψίζει το κυρίαρχο λαϊκό αίσθημα για τα όσα συνέβησαν μετά την κρίση του 2008 και -κυρίως- τα 140 δισ. λίρες που χρεώθηκαν οι Βρετανοί φορολογούμενοι εξαιτίας των χρηματιστηριακών παιχνιδιών που έπαιξαν στην πλάτη τους οι τραπεζίτες.
Οι τελευταίοι, αφού έμειναν ατιμώρητοι, συνέχισαν τα τζογαδόρικα παιχνίδια τους, αφού στις κυβερνήσεις, τόσο των ΗΠΑ όσο και της Ευρώπης, κυριάρχησε το δόγμα για τις τράπεζες «too big to fail» (πολύ μεγάλες, για να αφεθούν να χρεοκοπήσουν) και όχι το «too risky to exist» (πολύ επικίνδυνες, για να συνεχίσουν να υπάρχουν).
Στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, εκεί απ’ όπου ξεκίνησε η κρίση με αφορμή την κατάρρευση της Lehman Brothers, το αμερικανικό Δημόσιο -μέσω της Ομοσπονδιακής Τράπεζας- έχει διοχετεύσει στο χρηματοπιστωτικό σύστημα περί τα τέσσερα τρισεκατομμύρια (!) δολάρια, στην ουσία χρηματοδοτώντας περαιτέρω το ρίσκο, την κερδοσκοπία και τον παρασιτισμό του.
Και εάν σε οικονομικό επίπεδο το κόστος που κλήθηκαν να πληρώσουν οι φορολογούμενοι ήταν μεγάλο, στο πολιτικό πεδίο το αντίτιμο για τη δημοκρατία ήταν τεράστιο. Τα αστρονομικά ποσά για τη διάσωση των τραπεζών περπάτησαν χέρι χέρι με τη ραγδαία καταστροφή του κοινωνικού κράτους, την περαιτέρω απορρύθμιση των αγορών και την προσφυγή σε μια πολιτική αέναης λιτότητας, η οποία ουσιαστικά λειτουργεί ως ιμάντας μεταβίβασης του κόστους από τους υπαίτιους της κρίσης στους απλούς πολίτες.
Και, φυσικά, το δόγμα της λιτότητας υποστηρίζεται από τον αναγκαίο αυταρχισμό, προκειμένου να επιβληθεί η στρατηγική της δημοσιονομικής προσαρμογής. Οπως λέει ο Βρετανός διανοούμενος Ντέιβιντ Χάρβεϊ, η «απόσπαση πόρων και δικαιωμάτων» δεν ήταν ένα υποπροϊόν της οικονομικής κρίσης, αλλά μια καταστατική αρχή του νεοφιλελευθερισμού, η οποία υλοποιείται μέσω των ιδιωτικοποιήσεων, των περικοπών κοινωνικών δαπανών, αποδιάρθρωσης της αγοράς εργασίας και κατάργησης των συλλογικών διαπραγματεύσεων.
Στο πλαίσιο αυτό, όπως δήλωνε στη συνέντευξή του στην «Εφ.Συν.» ο Γερμανός κοινωνιολόγος Βόλφγκανγκ Στρεκ: «Τα κράτη πρέπει να εκπαιδεύσουν τους πολίτες τους να μη διεκδικούν δικαιώματα και ευεργετήματα που διαταράσσουν τη φορολογική ορθοδοξία, έτσι όπως αυτή ορίζεται από τις «αγορές». Πολιτικά και, ει δυνατόν, και νομικά πρέπει να εδραιωθεί η άποψη ότι τα δικαιώματα των πιστωτών προηγούνται των δικαιωμάτων των πολιτών».
Η ελληνική περίπτωση, με τις έξωθεν παρεμβάσεις στην εσωτερική πολιτική ζωή, με τους εκβιασμούς και τα τελεσίγραφα, έτσι όπως τα είδαμε τους τελευταίους έξι μήνες, αποτελεί μια case study υποταγής της πολιτικής στην οικονομία και επιβολής της βούλησης του χρηματοπιστωτικού τομέα στις κυβερνήσεις.
Η επιβολή αυτή μάλιστα μεθοδεύεται μέσω θεσμών που «χτίστηκαν» τα τελευταία χρόνια ή άλλων που προϋπήρχαν, με κοινό χαρακτηριστικό την έλλειψη κάθε δημοκρατικού ελέγχου από τους πολίτες (ΔΝΤ, ΕΚΤ, Γιούρογκρουπ κ.λπ.).
Η ταξική αυτή πολιτική υποταγής στον χρηματοπιστωτικό τομέα και επιβολής της λιτότητας έχει ήδη δημιουργήσει ένα τέρας, αυτό των ανισοτήτων, το οποίο διαρκώς μεγεθύνεται, προετοιμάζοντας το έδαφος για την επόμενη και χειρότερη κρίση, όπως λένε πολλοί από τους σημαντικότερους οικονομολόγους στον κόσμο. Ζητούμενο παραμένει το εναλλακτικό σχέδιο που θα βάλει φραγμό στην ασυδοσία των διεθνών τραπεζών και θα ενισχύσει τον κοινωνικό έλεγχο και την πολιτική συμμετοχή.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: