Kαθώς ΟΤΕ ΤV δεν έχω και καθώς Ολυμπιακός δεν είμαι για να έχω πάει να δω το ματς με φίλους, έβλεπα χθες Άρσεναλ – Ολυμπιακός μέσω παρανόμου, απεχθούς, αθέμιτου, επονείδιστου και -το βασικότερο- μη βιώσιμου στρίμινγκ, στο οποίο η εικόνα κόλλαγε κάθε τόσο, με αποτέλεσμα δυο φορές μέσα στο παιχνίδι την ώρα που η εικόνα πάγωνε στο γκολ της μιας ομάδας, να ξεπαγώνει δείχνοντας την άλλη να πανηγυρίζει το δικό της. Μου λύθηκε έτσι και η απορία ποιός γείτονας με υπέρμετρο -ακόμη και για τα δικά μου στάνταρ- ενθουσιασμό πανηγύρισε τόσο έντονα στο 2-2 της Άρσεναλ: κανείς. Το 2-3 πανηγύριζε, όσο η δική μου εικόνα είχε κολλήσει στον Αλέξις με γιώτα. «Τον Ολυμπιακό δεν θα τον ισοφαρίζεις, τον Ολυμπιακό», όπως αναπαρήχθη πολύ πετυχημένα το γνωστό meme, πάνω στη φωτογραφία του πανηγυρίζοντος Ισλανδού φορ Φινμπόγκασον. Γιατί όταν ως οπαδός σου τυχαίνουν τέτοιες ποδοσφαιρικές βραδιές, μόνο η μισή χαρά αναλογεί στην ώρα του αγώνα, η άλλη μισή είναι το μετά, όταν βλέπεις τα γκολ ξανά και ξανά, όταν κάνεις καζούρα στους άλλους, όταν διαβάζεις τα αποθεωτικά άρθρα, όταν δεν χορταίνεις να κοιτάς φωτογραφίες από τον αγώνα και τα πανηγύρια, όταν την επόμενη βλέπεις τα πρωτοσέλιδα των αθλητικών να γεμίζουν με το χρώμα της ομάδας σου και τίτλους που δεν θα τους έλεγες και μετριοπαθείς.
Να πω ότι δεν τα ζηλεύω όλα αυτά, ψέμμα μεγάλο θα ‘ναι. Και να πω ότι δεν βγάζει η ευρωπαϊκη εικόνα του Ολυμπιακού τα τελευταία χρόνια μια υγεία, επίσης ψέμματα θα είναι. Όσο κι αν έχει γίνει κέντρο διερχομένων ποδοσφαιριστών όλων των πιθανών εθνικοτήτων, οι διερχόμενοι ποδοσφαιριστές μάλλον με σωστά κριτήρια επιλέγονται και μάλλον εκτός από τα λεφτά που δαπανώνται υπάρχει και τεχνογνωσία που τα κάνει να πιάνουν τόπο, όπως επίσης και η αποκλειστική επιμονή σε Ίβηρες προπονητές κάτι σημαίνει ως προς τη φυσιογνωμία της ομάδας. Και επειδή σε χώρα με άλλου τύπου ΜΜΕ εκτός από την μεγαλειώδη βραδιά της ποδοσφαιρικής ομάδας του Ολυμπιακού, κανονικά θα κυριαρχούσαν στην αθλητική ειδησεογραφία και οι ειδήσεις αναφορικά με τις πέντε κακουργηματικές κατηγορίες κατά του Βαγγέλη Μαρινάκη για την εγκληματική οργάνωση στο ποδόσφαιρο, όσο φαινομενικά ορθή είναι, τόσο νομίζω ταυτόχρονα και τελικά λάθος η επιχειρηματολογία πως άλλο τα των παραγόντων και του παρασκηνίου και άλλο η ομάδα που παίζει μπάλα στο γρασίδι. Καθόλου άλλο δεν είναι, η αναμφισβήτητη παραγοντική κυριαρχία του Ολυμπιακού την τελευταία εικοσαετία πρώτα επί Κόκκαλη και μετά επί Μαρινάκη, που μετουσιώθηκε και σε αγωνιστική παντοδυναμία ή μάλλον σε αγωνιστικό μονοπώλιο στο ελληνικό πρωτάθλημα, ανεξάρτητα από το αν τελικά ένα σκέλος της κριθεί ποινικά κολάσιμο ή αν καταπέσουν με κρότο εκκωφαντικής δικαίωσης όλες οι κατηγορίες, έχει κάνει τον Ολυμπιακό μόνιμο αποδέκτη των τεράστιων εσόδων του Τσάμπιονς Λιγκ, γεγονός που του επιτρέπει σε βάθος χρόνου να έχει ξεφύγει πάρα πολύ οικονομικά από τους ανταγωνιστές του.
Για να μην παρεξηγηθώ δεν λέω ότι αν ήμουν Ολυμπιακός δεν θα φτιαχνόμουν με τις σημαντικές ευρωπαϊκές βραδιές. Θα φτιαχνόμουν και με το παραπάνω. Λέω μόνο πως η αξιοπρόσεκτη ευρωπαϊκή ιστορία που χτίζει πια ο Ολυμπιακός δεν είναι αποστομωτική για τα περί παρασκηνίου, είτε αυτά κινούνται στο επίπεδο της παραφιλολογίας είτε στο επίπεδο της δικαστικής δίωξης, είναι αντίθετα φυσική συνέπεια της κυριαρχίας εντός των συνόρων και της οικονομικής λογικής που διέπει το Τσάμπιονς Λιγκ. Όταν κυριαρχείς τόσο αδιαμφισβήτητα στην εγχώρια αγορά, τότε μπορεί πράγματι να φτιάχνεις σιγά σιγά μια ομάδα της οποίας η φανέλα βαραίνει και να παρουσιάζεις στους φίλους σου βραδιές σαν του Λονδίνου, βραδιές ευφορίας κι ανάτασης, βραδιές που εσύ ως μη Ολυμπιακός ζηλεύεις.
Αν η δική μου ομάδα αποκλείεται από την Καμπάλα και αν παίρνει σούπερ σταρ που έφτασε Οκτώβριος και δεν έχει παίξει ακόμη λόγω προβλημάτων υγείας και ίσως να μην παίξει και ποτέ επίσημο παιχνίδι, φταίει αποκλειστικά η ίδια. Αν όμως η δική μου ομάδα, η ΑΕΚ, ο ΠΑΟΚ δεν μπορούν να χαρούν βραδιές σαν τη χθεσινή, όχι, δεν φταίνε μόνο αυτές. Από την άλλη θα μπορούσε να πει κανείς -και θα το πω μάλλον κι εγώ- πως αφού είσαι κάθε χρόνο στους ομίλους του Τσάμπιονς Λιγκ, ποδοσφαιρικά ωραίο είναι που έχεις πια τόσες πολλές μεγάλες βραδιές να θυμάσαι. Διέλυσες τον εγχώριο ανταγωνισμό. Και από τα συντρίμμια του διαλυμένου ανταγωνισμού σε βλέπουμε, σχεδόν με καμάρι πια, να εκπροσωπείς επάξια το ελληνικό ποδόσφαιρο, κερδίζοντας την Άρσεναλ, την Ατλέτικο, τη Γιουβέντους.