Posted by sarant στο 2 Οκτωβρίου, 2015
Δεν είχα αποφασίσει τι να γράψω για σήμερα, όταν ξαφνικά μια γιουτουμποδρομία (αυτό το παιχνίδι που βάζεις να ακούσεις ένα τραγούδι στο γιουτούμπ και μετά βάζεις ένα από αυτά που σου εμφανίζει στη δεξιά στήλη, και μετά άλλο ένα, ώσπου τελικά καταλήγεις σε τραγούδια εντελώς άλλου κλίματος από το αρχικό) με έφερε στο Καπηλειό του Μητσάκη, στη θαυμάσια εκτέλεση με την Ιωάννα Γεωργακοπούλου, και σκέφτηκα ότι έχουμε υλικό για ένα σύντομο αρθράκι.
Αλλά πρώτα ν’ ακούσουμε το άσμα
και να διαβασουμε τα λόγια, που είναι κι αυτά του Μητσάκη:
Η νύχτα είναι παγερή
και λιγοψιχαλίζει
κι απ’ την απέναντι γωνιά,
το καπηλειό, το καπηλειό φωτίζει.
Κι ένας απένταρος μπεκρής,
έξω απ’ το ταβερνάκι,
συλλογισμένος κάθεται,
στο χαμηλό, στο χαμηλό πορτάκι.
Θέλει να μπει κι αυτός εκεί,
ν’ αρχίσει και να πίνει,
μα είναι φτωχό το καπηλειό
και βερεσέ, και βερεσέ δεν δίνει.
Στους στίχους προσέχουμε την αθόρυβη μαστοριά του Μητσάκη, ο οποίος, αν θυμάμαι καλά από την εποχή που ασχολιόμουν είχε τελειώσει εξατάξιο γυμνάσιο, ήταν δηλαδή μορφωμένος για την εποχή. Σπάνιο είναι το σύνθετο «λιγοψιχαλίζει» -συνήθως λέμε «σιγοψιχαλίζει», με την ίδια σημασία φυσικά.
Δεν το έχω τσεκάρει, στη μνήμη μου βασίζομαι, και μπορεί να πέφτω έξω, αλλά το καπηλειό δεν πρέπει να υπάρχει σε στίχους προπολεμικών ρεμπέτικων, τουλάχιστον όχι σε τραγούδι του Μάρκου Βαμβακάρη. Υπάρχει όμως σε μεταγενέστερα λαϊκά τραγούδια, όπως και έντεχνα. Φαντάζομαι σε αυτή την κατηγορία (του έντεχνου λαϊκού, δηλαδή) κατατάσσουμε το εξαιρετικό Σαββατόβραδο του Θεοδωράκη, όπου στους στίχους του ποιητή Τάσου Λειβαδίτη οι άντρες πάνε να πνίξουνε τον βαρύ καημό τους «στο υπόγειο καπηλειό». Και για να πάμε σε ένα ποίημα, που δεν έχει (απ’ όσο ξέρω) μελοποιηθεί, ας αναφέρουμε το «Μέσα στα καπηλειά» του Καβάφη: Μέσα στα καπηλειά και τα χαμαιτυπεία / της Βηρυτού κυλιέμαι…
Πολύ σπανιότερος είναι ο τύπος «καπελειό», που όμως έχει περάσει στην αθανασία αφού περιλαμβάνεται σε ένα διάσημο ποίημα του Βάρναλη, τον Πρόλογο των Σκλάβων Πολιορκημένων, όπου ο δύστυχος ο Κωσταντής πέρασε «γραμμή της γειτονιάς τα καπελειά».
Αν τα καπελειά είναι σπάνιος τύπος, η τροπή του /i/ σε /e/, που είναι κανονική μπροστά από υγρό σύμφωνο, εμφανίζεται επίσης στον τύπο «ο κάπελας», που είναι ο βασικός λαϊκός τύπος προκειμένου για τον ιδιοκτήτη του καπηλειού. «Καταραμένε κάπελα και κλέφτη ταβερνιάρη, τι το νερώνεις το κρασί», παραπονιόταν ο βασανισμένος θαμώνας στο ποίημα «Νερωμένο κρασί» του Ιωάννη Πολέμη, ένα από τα λίγα ποιήματα που θα μείνουν απ’ αυτόν τον πολυγραφότατο αλλά ρηχό ποιητή (ας το ακούσουμε σε μια αντισυμποσιακή μελοποίηση από τον Θάνο Ανεστόπουλο).
Ώστε το καπηλειό το έχει ο κάπελας, και όχι ο κάπηλος. Πράγματι, στη σημερινή γλώσσα, όπως επιβεβαιώνουν και τα σημερινά λεξικά, ο κάπηλος δεν είναι ο κάπελας, δεν είναι ο ταβερνιάρης. Βέβαια, στην εποχή του Παπαδιαμάντη, ή έστω στη γλώσσα του Παπαδιαμάντη, ο κάπηλος είχε ταβέρνα, όπως ο Πατσόπουλος στα «Χριστούγεννα του τεμπέλη»: Ο προβλεπτικός ο κάπηλος, δια να έρχονται ασκανδαλίστως να ψωνίζουν αι καλαί οικοκυράδες, αι γειτόνισσαι, είχε σιμά εις τα βαρέλια και τας φιάλας, προς επίδειξιν μάλλον, ολίγον σάπωνα, κόλλαν, ορύζιον και ζάχαριν, είχε δε και μύλον, δια να κόπτει καφέν.
Σήμερα όμως ο κάπηλος είναι μόνο αυτός που καπηλεύεται, που εκμεταλλεύεται δηλαδή για ιδιοτελείς σκοπούς κάτι ή κάποιον, λέξη που χρησιμεύει και σαν δεύτερο συνθετικό (π.χ. αρχαιοκάπηλος, πατριδοκάπηλος), έχουμε δηλαδή αλλαγή της σημασίας.
Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά. Στα αρχαία κάπηλος αρχικά ήταν ο οινοπώλης, ο μικρέμπορος που είχε δικό του μαγαζί στην αγορά (ενώ ο έμπορος ήταν πλανόδιος), και καπηλείο το μικρομάγαζο, είδος παντοπωλείο ή οινοπωλείο. Η ετυμολογία της λέξης δεν είναι απόλυτα σαφής’ πιθανώς συνδέεται με το κάπη = φάτνη, που μπορεί να πήρε την (αμάρτυρη πάντως) σημασία της ταβέρνας. Με άλλη θεωρία, τόσο ο κάπηλος όσο και το αντίστοιχο λατινικό caupo, είναι δάνεια από άγνωστη πηγή. Στο ετυμολογικό λεξικό του Μπαμπινιώτη βρίσκω κι ένα απόσπασμα του Ισοκράτη, που λέει ότι «οι μεν γαρ αυτών επί της Εννεακρούνου ψύχουσιν οίνον, οι δ’ εν τοις καπηλείοις πίνουσιν». Από τότε πίνουσιν, βλέπετε.
Ο κάπηλος λοιπόν ήταν ο μικρέμπορος -επειδή όμως αυτοί οι κάπηλοι εκμεταλλεύονταν, φαίνεται, τους πελάτες, η λέξη απέκτησε, ήδη από την αρχαιότητα, τη σημασία του αισχροκερδούς, του δόλιου, του εκμεταλλευτή. Παρόμοια, στα αρχαία, το ρήμα ήταν ενεργητικό, καπηλεύω, και σήμαινε αρχικά «εμπορεύομαι είδη λιανικής», αλλά σύντομα πήρε και αυτό τη σημασία της ιδιοτελούς εκμετάλλευσης. Έτσι, στην Β’ προς Κορινθίους επιστολή του, ο Παύλος γράφει «ου γαρ εσμέν ως οι πολλοί καπηλεύοντες τον λόγον του Θεού». Η σημασία είναι ίδια με τη σημερινή, μόνο που σήμερα λέμε «καπηλεύομαι». Και ενώ αρχικά καπηλεία ήταν το μικρεμπόριο, σήμερα η σημασία έχει αλλάξει και καπηλεία είναι «η χρησιμοποίηση ιδεολογιών, ιδανικών ή προσώπων ως συνθημάτων για την επίτευξη ιδιοτελών σκοπών», όπως λέει το ΛΚΝ.
Καπηλείες έχουμε πολλών ειδών, και μάλιστα η λέξη εύκολα προσφέρεται για να δημιουργήσουμε και νέους όρους. Έχουμε, ας πούμε, την αρχαιοκαπηλία, όταν κάποιος εμπορεύεται παράνομα αρχαιότητες, την πατριδοκαπηλία, δηλαδή την εκμετάλλευση της ιδέας της πατρίδας, του πατριωτισμού, για ιδιοτελείς σκοπούς, την πολεμοκαπηλία ή την εθνοκαπηλία. Παρόμοια, μπορεί να διαβάσουμε π.χ. για προσφυγοκαπηλία -ο όρος πρέπει να είχε χρησιμοποιηθεί μετά τη μικρασιατική καταστροφή, και τον βρίσκω και (σπάνια) σε κυπριακά κείμενα.
Προσέξατε βέβαια ότι ενώ η καπηλεία γράφεται με ΕΙ, η αρχαιοκαπηλία (και οι υπόλοιπες) γράφονται με Ι. Αυτή η φαινομενική ασυνέπεια έχει την εξήγησή της. Ξέρουμε ότι όταν η λέξη παράγεται από ρήμα σε -εύω γράφεται με ΕΙ, αλλιως με Ι. Οπότε, η μεν καπηλεία προκύπτει από το «καπηλεύω», η δε αρχαιοκαπηλεία από τον αρχαιοκάπηλο, γι’ αυτό και γράφεται με Ι. Για τον ίδιο λόγο έχουμε πορεία αλλά πρωτοπορία, θρησκεία αλλά ανεξιθρησκία ή δουλεία αλλά εθελοδουλία, αλλά το θέμα δεν είναι τόσο απλό, αφού, ας πούμε, έχουμε επίσης την προπορεία, ενώ και τα ίδια τα λεξικά μερικές φορές εμφανίζονται ανακόλουθα, όπως το ΛΚΝ που την εθνοκαπηλ*α τη γράφει με ΕΙ ή ο Μπαμπινιώτης που φέρνει σκορ 3-2 στα παράγωγα της λαγνείας. Όπως βλέπετε, το κουτάκι κρύβει μέσα του πολλά μαύρα σκουλήκια με νύχια γαμψά, οπότε δεν θέλω να το ανοίξω τώρα. Ας μείνουμε εδώ, κι ας κλείσουμε το άρθρο με ένα πιο σύγχρονο καπηλειό, το Καπηλειό από τους Χαΐνηδες, σε στίχους και μουσική του Δημήτρη Αποστολάκη και τραγούδι του Μίλτου Πασχαλίδη: