Posted on October 5, 2015 by verajfrantzh
Γράφει η Βέρα Ι.Φραντζή
Οι Κυριακές που δεν ειναι ένα στερότυπο κοινωνικής επαφής. Μερικοί άνθρωποι με κατηγορούν για ιδεοληψία, για τα καλούπια μου. Κάποιες φορές έχουν δίκιο. Όμως για τις Κυριακές δεν ακούω κουβέντα…
Είναι το δούναι -λαβείν σε αυτή τη ζωή που πιθανολογείται για το «εδώ ο Παράδεισος, εδώ και η Κόλαση». Εδέμ και Ουρί λικνιζόμενες και αιθέριες οι Κυριακές, με χαλκαδάκια στις κοιλιές και αφράτους τρυπημένους λοβούς αυτιών.
Τραμπούκικοι, φρενοβλαβείς με ενδοφλέβιες ένεσεις καφεϊνης οι Δευτέρες.
Οι Τρίτες ανέραστες γεροντοκόρες που κάνουν όλη τη φασίνα, σκυθρωπές.
Οι Τετάρτες μεσάζοντες σε συνδιαλλαγές με καλές προσφορές, μα και λίγο αγιογδύτες.
Οι Πέμπτες λουφαδάροι έμπειροι, της πιάτσας, κανονίζουν τα ανείπωτα.
Οι Παρασκευές, ένας απινιδωτής, ωχ… ανάσα ζωής και ίαμα, παιδικά χέρια σηκωμένα στο αέρα, τρεχαλητά στις αυλες, στις γειτονιές, ορθοπεταλιές.
Τα Σάββατα η λεπτή γραμμή μεταξύ θανάτου και ζωής, παραπαίεις στο άγχος της εβδομάδας και τη νοστολγία της Κυριακής. Το κουταλάκι με το σιρόπι στην κυρτή του κοιλιά, να το γλείψεις, να γλυκαθείς, να γλύψεις τη μέρα.
Έπειτα, το επιδόρπιο της Κυριακής στα πιατάκια της προίκας με το χρυσαφένιο σιριτι. Να βγάλουμε το σερβίτσιο το καλό με την τρέσα στο στο χερουλάκι και το δαχτυλάκι να είναι όρθιο, ναζι και καμάρι και λίγο ηθοποιός.. κορίτσια! Και να περιμένεις στο σταθμό στο Μοναστηράκι, να πας Θησείο, να πας Ακρόπολη, να πας στον Εθνικό κήπο με ένα πράσινο παντελόνι και ψηλά τακούνια και να είσαι περίεργος μέσα στους αστούς εκδρομείς. Να δεις το άδειο κλουβί που ζούσε το λιοντάρι και μοιάζει με την γκαρσονιέρα τη φοιτητική που παράτησες στο τρίτο νοίκι επιπλωμένη και πήγες να ζήσεις τον έρωτα με εκείνο το αγόρι από το μαθηματικό. Θυμάσαι που είχε μακριά μαλλιά. Θυμάσαι.
2. Η κινηματογραφική σιγή σαν κατεβαινω από την πολυκατοικία.
Σμήνος οι διαζευγμένοι συνταξιούχοι, φανέλες με τιράντα τα ήπια μεσημέρια του Οκτώβρη και ένα χταπόδι αφυδατωμένο σε ένα μικρό σκοινάκι να λιάζεται μέσα στο νέφος της λεωφόρου. Ποιός θα το φάει αυτό το αγόρι το ξυδάτο; Χάνει την υπόστασή του, μαλάκιο δεν είναι πια. Ένα σκληρό αγόρι, όπως το’ γραψα. Σαν τα αγόρια άνω των εξήντα στο καφενείο. Και είπα σιγή…
Βγαίνω, που λέτε, με τα τακούνια και τα αρώματα από την πολυκατοικία. Κάνω πως ακούω μουσική με ακουστικά ή πως μιλάω ή δείχνω απασχολημένη, βιαστική. Αυτοί σιωπούν κοφτά, ταυτόχρονα. Καλός ο σκηνοθέτης. Τους πειθαρχεί. Ο ένας πετάγεται και λέει “Να, η κυρά σου!”. Καποιουνού είμαι “το κορίτσι του”. Και του φτιάχνει η διάθεση έως στις τρεις το μεσημέρι που θα γυρίσει σπίτι να ταϊσει τις γάτες της γειτονιάς, να ψήσει έναν ακόμη καφέ, να δει ειδήσεις σε τίτλους, να τελειώσει η μέρα, να έρθει η επόμενη.
Και ας σταματήσουμε και εμείς λίγο σαν θεατές με σκηνή αυτό το διαμέρισμα στη Ψαρρών. Για το παντελόνι που διπλώνει πάνω στην καρέκλα και το πουκάμισο που ακουμπά απο πάνω. Όλα προσεχτικά και στην εντέλεια.
3. Η θεία μου πέθανε το βράδυ της Παρασκευής. Είχε ζωή οπλοστάσιο. Στη μέση του οπλοστασίου, ένας οπωρώνας από αυτούς που κάνουν πλούσιους τους ανθρώπους τα απογεύματα του καλοκαιριού που κάθονται στα περιβόλια και αγναντεύουν το συγχρονισμό των κορμών και τις θυσανωτές κορφές των συναισθημάτων. (Κάτω από εκεί θέλω να πιάσω παιδί. Ένα αγόρι ψηλό που θα το αγαπάει όλο το νησί. Ή ένα κορίτσι όμορφο που θα γράφει πιο θελκτικά από εμένα και οι άκρες των χειλιών του θα είναι μόνιμα σηκωμένες προς το μέτωπο, ένα ύψιλον χαράς και ερωτευμένης έπαρσης. Ένα παιδί του έρωτα και ας με κοροϊδεύετε. Εκείνου του ταξικού σχεδόν πάθους, όχι σιτεμένης συμβίωσης δεκάχρονης. Ένας έρωτα ενός χρόνου και ένας καρπός του! Έτσι, το θέλω.)
Πριν, ανδρική βία. Στα δεκαέξι παντρεύτηκε. Οι αστυνομικοί τον δείρανε, γιατί δεν την ήθελε. Ξεκίνησε ο έγγαμος βίος με το στανιό και τι καλό μπορεί να βγει από αυτό; Μετά, ο νέος άνδρας και μια ζωή που την έκανε αδύνατη, της φόρεσε κολλητά τζιν και γόβες και άφησε τα αχνά μαλλιά ,μπουμπούκια, μακριά. Μια νεότητα στα σαράντα λίγο αργοπορημένη, μα ποιός νοιάζεται;!
Τέλος, ο καρκίνος. Καρκίνος στα στήθη, καρκίνος στον πνεύμονα, καρκίνος στον αίμα και στο δέρμα. Ένα ερείπιο με περούκα στο γάμο του γιού της.
Η ζωή της αυτή σαν το Δούρειο ίππο. Είχε μέσα στην κοιλιά του ξύλινου αλόγου, όλο το καλό πράγμα. Γεννήθηκε αυτό σαν αισθάνθηκε την ορμή του θάρρους, της κατάκτησης με τον νεότερο άνδρα και τον έρωτα.
Η ζωή της, η απόσταξη της σούμας. Πετάμε την πρώτη σοδεία, πετάμε την τελευταία. Μας μένει η μέση, το καλό το πράγμα.
Μετά, ο θάνατος.
4. Οι καλλιτέχνες δε συμβαίνουν μέσα από σπουδές και πολυ διάβασμα. Οι καλλιτέχνες ζουν στην πραγματικότητα και φτιάχνονται μέσα από τον πόνο.
Δε μιλάνε με στίχους, ούτε αφηγούνται τις χιλιάδες ζωές τους στους άλλους για να γίνουν μυθιστορηματικοί χαρακτήρες.
Είναι άνθρωποι που δουλεύουν. Όχι ελαφριοί.
Τι παρεξήγηση!