Η βία έχει αποκηρυχτεί και καταδικαστεί. Χωρίς υποσημειώσεις, εισαγωγικά, παρενθέσεις και παραπομπές σε βιβλιογραφίες. Δεν έχει νόημα να ανακινείς το θέμα ζητώντας εκταφή για νέα ιατροδικαστική πράξη. Ένα πτώμα είναι ένα πτώμα. Όρθιο δεν σηκώνεται όσες ελεγείες ή επικήδειους κι αν εκφωνήσεις.
Η βία έχει οριοθετηθεί, αναλόγως της όχθης στην οποία βρίσκεσαι ή από την οποία την παρακολουθείς. Μερικές όχθες προσφέρουν καλύτερη προοπτική θέα από άλλες. Παραδόξως ανάμεσα στις όχθες η ξηρασία είναι η μόνη σταθερά εδώ και πολλά χρόνια και τελειωμός στην άνυδρη διαδρομή δεν φαίνεται στον ορίζοντα. Όσο και να βολοδέρνεις αναποφάσιστος (δεν υπάρχει μετριοπαθής, άνευ πάθους είσαι σκέτος μέτριος) ανάμεσα στις δυο όχθες, στο τέλος κάπου θα καταλήξεις. You choose.
Η βία χτες στο Σαρλ-ντε-Γκωλ εμφανίστηκε με όνομα και εικόνα. Στερεοτυπικά. Η μια όχθη φοράει κοστούμι, γραβάτα, μανικετόκουμπα, ομνύει σε manuals, ισολογισμούς και productivity και οδηγά λιμουζίνες με πειραγμένα ή απείραχτα λογισμικά. Η άλλη χάνει, οργίζεται, κοκκινίζει, χειροδικεί, σκίζει, καταστρέφει, σχεδόν λυντσάρει. Δικαιολογείς τους πρώτους, είσαι με τους δεύτερους, τρίτο δρόμο δεν έχει. Όχι υποσημειώσεις, όχι εισαγωγικά, όχι παρενθέσεις, όχι μεσοβέζικα.
Nothing justifies “physical violence”. “Απ’ όπου κι αν”. Εδώ με εισαγωγικά. Δεν ξέρω τι γίνεται αν βάλεις στη μια άκρη της ζυγαριάς ένα σκισμένο Canali και ένα Brioni παρταλιασμένο -άχρηστο, πλέον- από τη βία. Δεν έχω ιδέα τι πρέπει να μπει στην άλλη άκρη που να κοστίζει δέκα-δεκαπέντε- είκοσι χιλιάρικα (δεν ξέρω δηλαδή, εγώ τουλάχιστον, πόσο κοστολογείται ως βία μια απόλυση, υποθέτω πολύ ακριβότερα από υφάσματα αλλά δεν είμαι εξπέρ στις κοστολογήσεις βίας) ώστε να βγάλω αυτά τα ρημάδια τα εισαγωγικά που δεν σε αφήνουν να καταδικάσεις με την ησυχία σου για να κάνεις -επιτέλους- έναν αβίαστο ύπνο ώστε ξυπνώντας ξεκούραστος και διαυγής να αποφασίσεις αν η physical βία του βάρβαρου Ομέρ έχει μεγαλύτερο ειδικό βάρος απ’ αυτήν την cost reduction βία του “it’s not personal, it’s only business” Brioni.
Εν τέλει είναι η βία των φτηνών λογοπαίγνιων – εκείνων που ουδέποτε περάσαν διαφωτισμό- αυτή που κατατροπώνει υποδειγματικά όλες τις άλλες.