Posted by sarant στο 7 Οκτωβρίου, 2015
Δεύτερο στην ιεραρχία των ξηρών καρπών, μετά το καρύδι, έρχεται το κάστανο. Και επειδή, όπως έχουμε πει και άλλη φορά, οι αρχαίοι όλους τους ξηρούς καρπούς τούς έλεγαν κάρυα (κάρυα εκάλουν και τας αμυγδαλάς και τα νυν καστάνεια, λέει ο Αθήναιος), έτσι και τα κάστανα τα είπαν και «ευβοϊκά κάρυα», προφανώς επειδή στα δάση της Εύβοιας υπήρχε μεγάλη παραγωγή. Ωστόσο, η καστανιά από τη Μικρασία μάς ήρθε, και μάλιστα από την περιοχή του Πόντου, έστω κι αν δεν το δείχνει το όνομά της όπως με το φουντούκι.
Ο Αθήναιος μας πληροφορεί ότι ο Δίφιλος τα κάστανα τα ονομάζει «Σαρδιανάς βαλάνους», δηλαδή από τις Σάρδεις της Λυδίας, που μάλλον θα ήταν το κέντρο εμπορίας απ’ όπου έφταναν στην Ελλάδα και όχι απαραίτητα ο τόπος παραγωγής. Παλιότερα ο Θεόφραστος τα αποκαλεί με ένα υπέροχο όνομα: «Διός βάλανοι» και μονολεκτικά, διοσβάλανοι, αλλά και «κασταναϊκόν κάρυον», ενώ ο Γαληνός μιλάει για «καστανική βάλανο». Τελικά, από διάφορους παρεμφερείς τύπους (καστάνεια, καστάνια) επικράτησε το όνομα «κάστανα» συνήθως στον πληθυντικό (ο Dalby την πολλαπλότητα των ονομάτων τη θεωρεί σημάδι ότι υπήρχε κάποιο είδος ταμπού).
Η λέξη «κάστανο» φαίνεται δάνειο από κάποια μικρασιατική γλώσσα· στα αρμένικα το κάστανο λέγεται kask και η καστανιά kaskeni. Η ελληνική λέξη περνάει στα λατινικά (nux castanea το κάστανο και μετά σκέτο castanea) και από εκεί σε όλες τις ευρωπαϊκές γλώσσες. Είναι από τις σπάνιες περιπτώσεις (βεβαίως, με εξαίρεση τα εξωτικά φρούτα) όπου σε όλες ανεξαίρετα τις ευρωπαϊκές γλώσσες χρησιμοποιείται ομόρριζος όρος. Ίσως πιο δυσδιάκριτη να είναι η αγγλική λέξη για το κάστανο, chestnut, που προήλθε από το chesten nut, το οποίο chesten είναι δάνειο από τα γαλλικά. Στα γαλλικά και στα ιταλικά υπάρχει και μια ακόμα λέξη για το κάστανο, που θα τη δούμε παρακάτω.
Όπως φαίνεται από τις αναφορές, τα κάστανα πρέπει να διαδόθηκαν στην αρχαία Ελλάδα μάλλον κατά την ελληνιστική εποχή. Οι αρχαίοι τα κάστανα τα έτρωγαν ευχαρίστως, μαζί με τα άλλα τραγήματα στο τέλος των συμποσίων, ενώ ο Ξενοφώντας, που είχε γνωρίσει τα κάστανα στην εκστρατεία των Μυρίων (τα λέει κάρυα πλατέα στην Ανάβαση), είχε δοκιμάσει και ψωμί από αλεσμένα κάστανα, το οποίο δεν φαίνεται να συνηθιζόταν και πολύ στην αρχαία Ελλάδα.
Ωστόσο, σε άλλες περιοχές της Ευρώπης, και συγκεκριμένα στις ορεινές περιοχές της Ιταλίας, της Γαλλίας και της Ισπανίας, τα κάστανα αποτελούσαν επί πολλούς αιώνες τη βασική τροφή των αγροτών, σε όλες τις περιοχές δηλαδή όπου δεν ευδοκιμούσαν τα δημητριακά. Τα κάστανα τα έβραζαν, τα ξέραιναν και τα άλεθαν και από αυτό το αλεύρι έφτιαχναν πολέντα, ένα είδος χυλού, που σίγουρα ήταν θρεπτικός και πρέπει να ήταν και νόστιμος, και που τον έτρωγαν είτε έτσι είτε τον έψηναν και γινόταν στερεότερος, σαν ομελέτα ή σε φέτες.
Όμως κάστανα δεν τρώγαν μόνο οι φτωχοί· οι πλούσιοι προτιμούσαν τα μεγάλα κάστανα, που στη Γαλλία τα λένε marrons, μαρόνια που τα λέμε καμιά φορά κι εμείς, τα οποία παράγονταν είτε στην Ιταλία είτε στη γαλλική περιοχή της Αρντές, αλλά έγιναν γνωστά ως «κάστανα της Λυόν» γιατί εκεί ήταν το κέντρο όπου φτιάχνονταν τα περίφημα μαρόν γκλασέ, τα σακχαρόπηκτα γλυκά κάστανα. Βέβαια, οι πλούσιοι που δοκίμαζαν πού και πού κανένα μαρόνι περιφρονούσαν τους φτωχούς αγρότες που έτρωγαν κάστανα, μια τροφή κατάλληλη για γουρούνια…
Με την εμφάνιση της πατάτας και του καλαμποκιού από τον Νέο Κόσμο αλλά και με την αύξηση των εμπορικών ανταλλαγών που έκανε προσιτά τα δημητριακά στις ορεινές περιοχές, τα κάστανα έπαψαν να είναι το ψωμί των φτωχών (η πατάτα έπαιζε πια αυτόν τον ρόλο) και η καλλιέργεια της καστανιάς υποχώρησε πολύ στην Ευρώπη. Έτσι, από βασικό τρόφιμο τα κάστανα μετατράπηκαν σε συμπληρωματικό. Στην Ελλάδα, όπου ποτέ δεν πρέπει να έπαιξαν ρόλο βασικής τροφής, ονομαστά είναι τα κρητικά κάστανα, που παλιότερα, για να τα διατηρούν επί περισσότερο χρόνο τα έθαβαν (οπότε τα έλεγαν κάστανα της γούβας).
Ξέρουμε βέβαια ότι τα κάστανα πάνω στο δέντρο έχουν ένα αγκαθωτό εξωτερικό περίβλημα και μέσα σε κάθε τέτοιο περίβλημα υπάρχουν δύο-τρία κάστανα, αν και υπάρχουν ποικιλίες με πιο μεγάλα κάστανα (όπως είναι τα μαρόνια) που έχουν μόνο ένα κάστανο σε κάθε περίβλημα. Αυτό το αγκαθερό κέλυφος οι αρχαίοι το έλεγαν εχίνο («εν εχίνω ακανθώδει», λέει ο Θεόφραστος), δηλαδή όπως έλεγαν τον αχινό και τον σκαντζόχοιρο. Στην Αγιάσο της Λέσβου, που παράγει πολλά κάστανα, το λένε «αχνό» (δηλαδή αχινό), ενώ στο επίσης καστανοπαραγωγό Πήλιο το λέγαν ή το λένε ακόμα κατσίδα. (Χαρακτηριστικό είναι ότι στα τουρκικά ο αχινός λέγεται deniz kestane, δηλαδή κάστανο της θάλασσας!)
Στους αθηναϊκούς δρόμους υπάρχουν ακόμα καστανάδες, που έχουν τη φουφού τους και πουλάνε ψητά κάστανα, αλλά είναι πολύ λιγότεροι από παλιότερα. Οι καστανάδες συνήθως ήταν Ηπειρώτες (όπως και οι φουρνάρηδες)· ο καθένας είχε το πόστο του και τους ταχτικούς πελάτες του κι επειδή ο καστανάς μένει πάντα στο ίδιο σημείο, στην παρέα μου τουλάχιστον, συνηθίζουμε να λέμε «καστανά» εκείνον που συχνάζει μονίμως στο ίδιο στέκι ή πηγαίνει κάθε χρόνο διακοπές στο ίδιο μέρος.
Κι έτσι περάσαμε στη φρασεολογία του κάστανου, ομολογουμένως αρκετά πλούσια. Για κάποιον αυστηρό άνθρωπο, που δεν κάνει χατίρια, λέμε ότι δεν χαρίζει κάστανα. Η έκφραση λέγεται ιδίως για όποιον είναι άτεγκτος, δεν κάνει υποχωρήσεις ή εξαιρέσεις, ιδίως για προϊσταμένους, καθηγητές κτλ. Πιθανόν προέρχεται από το ότι παλιότερα τα κάστανα ήταν συνηθισμένο φιλοδώρημα στα μικρά παιδιά· αυτός που εφαρμόζει αυστηρά τα προβλεπόμενα, που επιβάλλει ποινές χωρίς εξαιρέσεις κτλ., που γενικά δεν κάνει χατίρια, αυτός δεν χαρίζει κάστανα.
Μια άλλη διαδεδομένη φράση με κάστανα είναι η «βγάζω τα κάστανα από τη φωτιά», που τη λέμε όταν κάποιος αναλαμβάνει να εκτελέσει μια δύσκολη πράξη από την οποία θα ωφεληθούν άλλοι ή και άλλοι. Είναι περίπου συνώνυμη με τη φράση «βγάζω το φίδι από την τρύπα», αν και αυτή η τελευταία έχει ακόμα πιο έκδηλο τον εκμεταλλευτικό χαρακτήρα. Η εικόνα βέβαια είναι παραστατικότατη: τα κάστανα ψήνονται στη φουφού, και ένας τολμηρός τσουρουφλίζεται για να τα βγάλει πιάνοντάς τα με τα δάχτυλα, αλλά επωφελούνται και τα τρώνε και άλλοι. Στην αθλητικογραφία, όταν ένας παίκτης «πάρει πάνω του» την ομάδα και παίξει αποφασιστικό ρόλο για τη νίκη, λένε συχνά ότι «έβγαλε τα κάστανα από τη φωτιά.»
Η έκφραση με τα κάστανα και τη φωτιά υπάρχει και σε άλλες γλώσσες: γαλλικά, ιταλικά και γερμανικά. Υπάρχει και μύθος του Λαφοντέν, όπου η μαϊμού βάζει τη γάτα να βγάζει τα κάστανα από τη φωτιά, και τα τρώει ένα-ένα πριν προλάβει η γάτα. Δεν αποκλείεται η ελληνική έκφραση να είναι δάνειο.
Νεότερη, και κάπως αργκοτική, είναι η έκφραση «δεν τρέχει κάστανο», ένδειξη απόλυτης αδιαφορίας ή μη ανησυχίας, π.χ., για έναν κίνδυνο. Εδώ το κάστανο απλώς επιτείνει τη σημασία τού «δεν τρέχει τίποτα» και ομολογώ ότι δεν ξέρω για ποιο λόγο επιλέχτηκε το κάστανο· ίσως τυχαία, ίσως να υπάρχει συγγένεια με την ξεχασμένη σήμερα φράση «λάδι βρέχει, κάστανα χιονίζει», που τη βρίσκω σε συλλογή σερραϊκών παροιμιών ως έκφραση για όσους αδιαφορούν.
Στις παροιμίες του Πολίτη βρίσκω μια ποντιακή για το κάστανο: «Το κάστανον εξήβεν ας σο τσέπλιν αχτέ και είπεν ‘‘Τιού! κι απόθεν εξήβα!’’» που καλύτερα να τη μεταγλωττίσω σε απλά ελληνικά για να την καταλάβουμε: «Το κάστανο βγήκε από το τσόφλι του κι είπε: ‘‘Φτου! από πού βγήκα!’’» Πράγματι, το αγκαθερό τσόφλι του κάστανου δεν έχει περιποιημένη όψη – η παροιμία λέγεται ή λεγόταν για όποιον έγινε μέγας και τρανός και περιφρονεί τους γονείς του ή όποιους βοήθησαν στην ανάδειξή του.
Ο Ιωάννης Βηλαράς σε ένα ποίημά του εξηγεί ότι το άσχημο τσόφλι δεν πρέπει να μας αποθαρρύνει:
Της καστανιάς τ’ οπωρικό να πρωτοϊδείς, τραβιέσαι
και φαγουλό δεν το θαρρείς, από την ασκημιά του·
αλλ’ αν με νου προσεχτικό, με χάρη περιέργειας
απλώσεις, φτάσεις στο δεντρί, το κάστανο τρυγήσεις,
το γδύσεις οχ τα ξώτσεφλα, τ’ αγκαθερό του ντύμα,
με θαυμασμό θα ιδείς γυμνό το μυγδαλένιο σούμπρο
και στην ειδή παράμορφο και νόστιμο στη γέψη.
(Έχουν περάσει δυο αιώνες από τότε· οχ, είναι ιδιωματικός τύπος του από, τον είχε κι ο Σολομός· σούμπρο είναι η ψίχα των ξηρών καρπών, ειδή η όψη, παράμορφο το πανέμορφο).
Για το κάστανο υπάρχει είναι και το αίνιγμα:
Γύρω γύρω μαγληνό
Κι από μέσα μαλλιαρό
Κι από μέσα απ’ το μαλλί
Έχει μια μπουκιά καλή
(μαγληνός είναι ο λείος)
Όταν θέλουμε να παινέψουμε τις ψητές πατάτες για τη γεύση τους, λέμε ότι έγιναν σαν κάστανο. Από το κάστανο βέβαια η γλώσσα μας εμπλουτίστηκε με το καστανό χρώμα (στα μεσαιωνικά κείμενα το βρίσκουμε και καστανάτο), ενώ έχουμε και μερικά αντιδάνεια, σαν την καστανιέτα και την καστάνια, που ονομάστηκαν έτσι από την υποτιθέμενη ομοιότητά τους με το κάστανο.
Σε ένα δημοτικό λιανοτράγουδο, που το αναφέραμε και στο προηγούμενο κεφάλαιο, διαβάζουμε: «Το κάστανο θέλει κρασί και το καρύδι μέλι, και το κορίτσι φίλημα πουρνό και μεσημέρι.» Πολύ συχνό είναι στη λογοτεχνία και το μοτίβο της παρέας των φίλων που περνούν τα χειμωνιάτικα βράδια με κρασί και κάστανα στη θράκα. Χαρακτηριστικό είναι το ποίημα «Ψυχής ιατρείον» του Στέφανου Δάφνη, απ’ όπου ξεχωρίζω τους στίχους:
Γυναίκα, λέω να βάλουμε κι ένα βαρέλι με κρασί,
που το χειμώνα θα ’ρχονται κι οι φίλοι μας να πιούνε.
(…)
Τη νύχτα, που τα κούτσουρα θα καίν’ στο παραγώνι,
τα κάστανα θα ψήνονται στη θράκα από τη χώρα,
με ρούχα ογρά, που θα μυρίζουν άνεμο και χιόνι,
θάρχονται οι φίλοι μας πιστοί, καλόβολοι, όπως τώρα
Ζέστη, κρασί, φίλοι και ψημένα κάστανα. Ναι, έτσι θεραπεύεται η ψυχή.