Posted by Nefosis A at 2:40 μ.μ. | παρασκευή, 9 οκτώβρη 2015
Γίνονται σημεία και τέρατα. Κυρίως τέρατα. Και είναι τόσο μα τόσο βαρετό και ψυχοφθόρο να γράφεις γι αυτά. Άσε που δεν έχει και πολύ νόημα. Επί των τεράτων, έτσι κι αλλιώς, συμφωνούμε. Επί των φαρμάκων πάλι, τρέχα γύρευε. Με το που πας να ψελλίσεις μια πρόταση, θα σου την πέσουν από χίλιες μεριές. Άλλοι γιατί θεωρούν πως τους στοχοποιείς, άλλοι γιατί όντως τους στοχοποιείς και καλά κάνεις, άλλοι γιατί βλέπουν με σκεπτικισμό την οποιαδήποτε πρόταση, που δεν μπορεί, θα χει τις αδυναμίες της, μια κι ο Θεός έχει αποσυρθεί από το Τμήμα Σχεδίασης Τελείων Λύσεων.
Μεταξύ μας τώρα, η τελευταία του Τέλεια Λύση, εκείνο το σχέδιο με τον άνθρωπο και την ελεύθερη βούληση που και καλά θα επέλεγε το Καλό και θα επιστρέφαμε όλοι στον Παράδεισο, πάει κατά διαόλου. Ούτε ο διάολος να το είχε σχεδιάσει.
Έχω δε και κάτι υποψίες πως έχει βρει δουλειά στο εξωτερικό. Κάπου μακριά από δω όπου εκτιμούν τα θεϊκά του ταλέντα.
Να νοιώθει άραγε πού και πού νοσταλγία για μας;
Σκέφτεται άραγε να γυρίσει στα γεράματα ή ρίχνοντας μια βιαστική ματιά προς την αποδώ μεριά, γυρνάει από την άλλη και μουντζώνεται;
Τεσπά που λέει κι ο γιος μου.
Για να διατηρήσω τη στοχοπροσήλωση της δικής μου ελεύθερης βούλησης, κάνω μικρές βουτιές στην ομορφιά.
Τώρα που κρυώνει η θάλασσα και τέλειωσαν οι μέρες της άδειας, οι βουτιές γίνονται νοητικές.
Ελάτε όμως να βουτήξουμε παρέα.
Αυτή λοιπόν, είναι μια ιστορία που την άκουσα από την αγαπημένη μου θεία. Λέει για μια γιαγιά, που κάποτε ήταν μικρό κορίτσι. Τη λέγανε Δέσποινα κι ήτανε η πεθερά της θείας μου.
Το κορίτσι είναι το χαϊδεμένο, το κακομαθημένο του πατέρα της. Η μαμά πέθανε στη γέννα κι αδερφάκια δεν υπάρχουν. Ο μπαμπάς είναι ζωγράφος. Τόπος του η Χίος. Ζωγραφίζει θεούς κι αγίους, τα πιο πονεμένα μάτια της Παναγιάς, τα πιο αξιαγάπητα θεία βρέφη. Κι όταν τελειώνει τη δουλειά, ο κόσμος ανατέλει στη ματιά της κόρης του.
Παραμύθια, τραγούδια, βόλτες, παιχνίδια, όλος ο χρόνος του δικός της.
Μόνο, που σκαρφαλωμένος μια μέρα ο μπαμπάς, στο ξύλινο ικρίωμα, κάπου δεν υπολογίζει καλά το βάρος του. Διπλώνει η σκαλωσιά, γκρεμίζεται κι ο αγιογράφος.
Ευτυχώς δεν υπέφερε.
Έμεινε στον τόπο.
Πεντάρφανη η μικρή και κάτι συγγενείς που δεν τους περίσσευαν τα χρήματα (κι η αγάπη κυρίως), τη στέλνουν να δουλέψει σε μια μακρινή θεία, στη μακρινή Αλεξάνδρεια.
Υπηρέτρια η Δέσποινα.
Και πέρασε η χαϊδεμένη μεγάλα ζόρια. Δουλειές και ξύλο και χρόνια χωρίς αγκαλιές και γλυκόλογα.
Μα έλα που όταν είναι στραμμένο το είναι σου στην αγάπη και να χάσει τον μπούσουλα η εσωτερική πυξίδα, θα βρει τον τρόπο να δείξει κατά κει όπου είναι μαθημένη.
Μια μέρα, πηγαίνει η μικρή Δέσποινα στο χασάπη να ψωνίσει το κρέας της κακιάς θείας.
Όμορφη σαν τη χαρά της ζωής. Η Δέσποινα, όχι η θεία, που δεν μας ενδιαφέρει κιόλας.
Το χασαπόπουλο, ένας μαυρομάτης Μαλτέζος, την ερωτεύεται κι επειδή δεν μιλάει τη γλώσσα της κι έχει καταπιεί τη δική του, της προσφέρει ένα τριαντάφυλλο να συνοψίσει το περιεχόμενο της καρδιάς.
Φαντάζεστε τώρα τη σκηνή. Η μικρή μυρίζει το άνθος, κοκκινίζει ως τ’ αυτιά, τρεμοπαίζει βλεφαρίδες, χαμογελάει πιο αινιγματικά, πιο συνθηματικά, πιο ξεκάθαρα κι απ την Τζοκόντα. Ο νεαρός φουντώνει, κοιτάει τα παπούτσια του, κοιτάει τα σφάγια που κρέμονται δεξιά κι αριστερά, κοιτάει τον ξύλινο πάγκο με τα αίματα, αλλά ο δρόμος της αγάπης δεν έχει γλυτωμό κι αργά, σαν σκηνή από ταινία, γυρνάει το βλέμμα σε κείνη.
Εδώ είμαστε λοιπόν.
Οι πυξίδες προσανατολίζονται και δεν αλλάζουν ρότα.
Τι κι αν δεν μιλούν την ίδια γλώσσα;
Επινοούν μια δικιά τους. Ας την πούμε αλαμπουρνέζικα αν και την αδικούμε.
Τη γλώσσα αυτή, την καταλαβαίνουν μόνο οι ίδιοι. Δεν εννοώ τη γλώσσα του σώματος. Εννοώ μια γλώσσα κανονική. Προφορική μεν μια και κανείς δεν ξέρει να γράφει, αλλά με τις λέξεις της, τα ουσιαστικά, τα ρήματα, τους γραμματικούς και συντακτικούς κανόνες και τα όλα της.
Εντάξει. Πού και πού, αντί για κόμματα, ανασαίνουν με φιλιά κι ανάμεσα στις παραγράφους, χάνονται σ’ αγκαλιάσματα.
Κι ας γίνεται τριγύρω το σώσε. Και πόλεμος κανονικός, παγκόσμιος, ο πρώτος μεγάλος κι από τους άλλους των σογιών.
Όλοι πέφτουν ν’ ακυρώσουν τα έργα της αγάπης.
Ο νεαρός τολμάει να παρουσιάσει τη Δέσποινα στην οικογένειά του, όπου η μάνα πάει να πεθάνει.
Του κάνει σκηνές. Γαντζώνεται και λιγοθυμάει στα πόδια του. Βάζει τον πατέρα να τον απειλήσει με αποκλήρωση και προς στιγμή, μοιάζουν να τον πείθουν.
Του παρουσιάζουν και μια αραβωνιστικιά ξινή-ξινή και προικισμένη με όλου του κόσμου τα δήθεν. Διαχρονική αξία η δηθενιά, βαμμένη σε κάθε εποχή με τα χρώματα της μόδας και με σταθερό υπόβαθρο το τίποτα. Αυτό το τίποτα που πιάνει σκουριά κι εύκολα το αρπάζουν οι κλέφτες.
Η ξινή, εκτός από ξινή αποδεικνύεται κι άπιστη. Μπορεί και να μην φταίει η καημένη, μπορεί να την έσκασε το χασαπόπουλο με το αφηρημένο βλέμμα και τα παραμιλητά του σε μια γλώσσα ακατάληπτη που την απευθύνει στο κενό.
Γιατί κενό δεν είναι αυτό ανάμεσα στις τριανταφυλλιές του κήπου;
Κενό δεν είναι κι εκείνο ανάμεσα στο μοσχαρίσιο μπούτι και τ’ αρνί, τα κρεμασμένα απ’ τα τσιγκέλια;
Για να μην πούμε για το κενό της ματιάς του.
Τα φέρνει έτσι η μοίρα κι η χασάπισσα κάνει τσακωτή την αραβωνιάρα με τον άλλο. Και πάνω στην απελπισία και την ντροπή της και στο Παναγιά μου-Μαλτέζα-τι θα πεί ο κόσμος, εκτιμάει ξαφνικά την τιμιότητα της μικρής υπηρέτριας και παρακαλάει το γιο της να την ξαναφέρει σπίτι.
Λεπτομέρειες της επανένωσης δεν έμαθα. Αν ήταν εύκολη, αν ξανακόλλησε γρήγορα το γυαλί, αν τα μούτρα και τα δάκρυα εξατμίστηκαν γρήγορα. Το σίγουρο είναι πως οι πληγές επουλώθηκαν.
Η Δέσποινα παντρεύτηκε το χασαπόπουλο που έγινε χασάπης. Κάνανε δυο παιδιά και το ένα από αυτά ήταν ο θείος μου. Ο χαϊδεμένος και κακομαθημένος, που παραχάιδεψε και κακόμαθε την ήδη παραχαϊδεμένη θεία, που μου διηγήθηκε την ιστορία κλείνοντας ως εξής:
Σε όλη τους τη ζωή, η πεθερά κι ο πεθερός της δεν αντάλλαξαν άλλη κουβέντα παρά στη γλώσσα που επινόησαν, τα αλαμπουρνέζικα και σε κανέναν άλλο δεν την κοινώνησαν. Ούτε καν στα παιδιά τους που έγιναν πολυγκλώτ πολίτες της κοσμοπολίτικης Αλεξάνδρειας αλλά τις κουβέντες των γονιών τους, ποτέ δεν τις κατάλαβαν. Εκείνη τους μίλαγε ελληνικά, εκείνος ιταλικά, αλλά μεταξύ τους το ζευγάρι, πάντα-μα-πάντα συνεννοούνταν στα αλαμπουρνέζικα. Πιστοί στη γλώσσα τους, αν μη τι άλλο.
Τους έβλεπαν να γλυκομιλούν και το αντιλαμβάνονταν από τα σώματα. Τους παρακολουθούσαν να τσακώνονται στα σαφέστατα δικά τους αλαμπουρνέζικα. Το μόνο που ξεχώριζαν στην ακατάληπτη γλώσσα του πατέρα και της μάνας τους ήταν το σ’ αγαπάω. Γιατί το άκουγαν πιο συχνά απ΄ όλες τις άλλες τους κουβέντες.
Ενίοτε οι τέλειες λύσεις δίνονται σε νέες γλώσσες που μοιάζουν ακατάληπτες.