Ο στρατηγός Σαράιγ επιθεωρεί ιταλικά στρατεύματα στη Θεσσαλονίκη (1916)
[notification type=”notification_info” ]Η Ελλάς έπρεπε να σωθή, ακόμη και παρά την θέλησιν των περισσοτέρων Ελλήνων.[/notification]
Νεόκοσμος Γρηγοριάδης, βενιζελικός στρατηγός (Στα όπλα η Ελλάς!, Κωνσταντινούπολις 1920, σ. 74)
Το φαντασμα της Ιστοριας
Η εθνική -όπως και η ατομική- μνήμη είναι σαφώς επιλεκτική. Αν η γερμανοϊταλική κατοχή του 1941-44 εξακολουθεί να αποτελεί κομβικό συστατικό στοιχείο της αυτογνωσίας των σημερινών Ελλήνων, δεν συμβαίνει το ίδιο με την αμέσως προηγούμενη καταπάτηση της εθνικής κυριαρχίας από ξένα στρατεύματα: την αγγλογαλλική (ακριβέστερα: πολυεθνική) κατοχή του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, η εκατοστή επέτειος της οποίας θα ‘πρεπε κανονικά να «γιορταστεί» τούτες τις μέρες.
Η λήθη δεν είναι ζήτημα ούτε χρόνου ούτε μεγέθους. Αν από την είσοδο των ναζιστικών στρατευμάτων στην Αθήνα μάς χωρίζουν πλέον 74 ολόκληρα χρόνια, η απόβαση των Αγγλογάλλων στη Θεσσαλονίκη απέχει μόλις άλλα 26· από άποψη αριθμού, πάλι, τα κατοχικά στρατεύματα της Αντάντ στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο (210.000 Γάλλοι, 180.000 Βρετανοί, 152.000 Σέρβοι, 55.000 Ιταλοί και 10.000 Ρώσοι στις αρχές του 1917) υπερτερούσαν σαφώς εκείνων του Αξονα στον Δεύτερο.
Οι αιτίες της μνημονικής αυτής απώθησης πρέπει να αναζητηθούν στον χώρο της πολιτικής. Κατ’ αρχάς, σε αντίθεση με τους κατακτητές του 1941-44, οι εισβολείς του 1915 κέρδισαν τελικά τον πόλεμο, με αποτέλεσμα η αναγκαστική σύμπραξη μαζί τους να καταγραφεί ως ακόμη μία εθνική επιτυχία -σε αντίθεση με τη βουλγαρική κατοχή ανατολικά του Στρυμόνα, οι επιπτώσεις της οποίας καταγράφηκαν και προβλήθηκαν συστηματικά.
Το κυριότερο: η εμπλοκή της χώρας στον Α’ Παγκόσμιο συνοδεύτηκε από εμφύλια σύρραξη (Εθνικός Διχασμός), λιγότερο μεν αιματηρή από εκείνην της δεκαετίας του ’40, μη εκπροσωπούμενη όμως στο σημερινό πολιτικό σκηνικό, καθώς οι διαχωριστικές γραμμές βενιζελικών-αντιβενιζελικών ακυρώθηκαν στο μεσοδιάστημα από τη νέα αντίθεση Δεξιάς-Αριστεράς· μετά την ιστορική χρεοκοπία της μοναρχίας, ο Ελευθέριος Βενιζέλος αναγορεύτηκε, έτσι, καθολικά αποδεκτός εθνάρχης και πολιτικός πρόγονος σχεδόν όλων των κομμάτων που κυριάρχησαν μεταπολιτευτικά στη δημόσια ζωή του τόπου.
Κι όμως, η γνώση αυτής της λησμονημένης πρώτης Κατοχής συνιστά αναγκαία προϋπόθεση για να κατανοήσει κάποιος τις μεταγενέστερες εξελίξεις, ακόμη και την εμπλοκή της Ελλάδας στον Β’ Παγκόσμιο.
Πόσο αναπόφευκτο ήταν, λ.χ., το ιταλικό τελεσίγραφο της 28ης Οκτωβρίου 1940, αν ο Ντούτσε δεν είχε κατά νου την υποταγή των ελληνικών κυβερνήσεων σε παρόμοια εγχειρήματα δυόμισι δεκαετίες νωρίτερα;
Οι μεν και οι δε
Η απόβαση των «συμμαχικών» στρατευμάτων στη Θεσσαλονίκη τον Οκτώβριο του 1915 δεν προέκυψε ως κεραυνός εν αιθρία. Είχαν προηγηθεί μυστικές συνομιλίες ανάμεσα στον Αγγλο πρέσβη και τον πρωθυπουργό Βενιζέλο, με τον τελευταίο να ευνοεί σαφώς μια τέτοια εξέλιξη.
Επίσημο στόχο του εγχειρήματος αποτελούσε η ενίσχυση της Σερβίας, ήδη σε πόλεμο με τις Κεντρικές Δυνάμεις (Γερμανία, Αυστροουγγαρία), απέναντι στη διαφαινόμενη επίθεση της Βουλγαρίας.
Η Αθήνα συνδεόταν με το Βελιγράδι με συνθήκη συμμαχίας, καθώς όμως το τελευταίο αδυνατούσε να εισφέρει τους προβλεπόμενους 150.000 στρατιώτες, το κενό προσφέρθηκαν να καλύψουν οι Αγγλογάλλοι.
Επί της ουσίας, η είσοδος της Ελλάδας στον πόλεμο αποτελούσε για τον Βενιζέλο μονόδρομο, προκειμένου να διαφυλαχθούν οι κατακτήσεις των πρόσφατων Βαλκανικών Πολέμων.
Ο τότε πρωθυπουργός γνώριζε καλά πως ο διπλασιασμός της Ελλάδας είχε επιτευχθεί όχι τόσο χάρη στα ελληνικά όπλα όσο χάρη στο πλέγμα των συμμαχιών που του εξασφάλισε μια ευνοϊκή συγκυρία, με ελάχιστες απώλειες για τον ελληνικό στρατό. Το 1914 οι συσχετισμοί είχαν πλέον δραστικά τροποποιηθεί.
Οι χαμένοι της προηγούμενης φάσης, Τούρκοι και Βούλγαροι, συνασπίζονταν για να ανατρέψουν τα τετελεσμένα του 1912-13· η Πύλη δεν είχε αποδεχτεί τελεσίδικα την απώλεια των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου, ενώ στην ελληνική Μακεδονία οι πληθυσμιακοί συσχετισμοί (35% μουσουλμάνοι και 20% Σλαβομακεδόνες -κατά τα 2/3 φιλοβούλγαροι πρώην εξαρχικοί- έναντι 30% ελληνόφωνων χριστιανών) καθιστούσαν τη διατήρηση της ελληνικής κυριαρχίας εξαιρετικά επισφαλή.
Ως μοναδική διέξοδο για τη διασφάλιση των κεκτημένων ο Βενιζέλος έβλεπε την επανάληψη του προηγούμενου σεναρίου σε κλίμακα Παγκοσμίου Πολέμου.
Με την προσδοκία, μάλιστα, πως οι καινούργιες θυσίες θα επιβραβεύονταν με νέες προσκτήσεις σε βάρος μιας Οθωμανικής Αυτοκρατορίας που επρόκειτο να «θανατωθεί» (και διαμελιστεί) από τους νικητές.
Στο πλαίσιο αυτών των παζαριών, ο εθνάρχης αποδέχτηκε ακόμη και τη μελλοντική παραχώρηση της Καβάλας στη Βουλγαρία που πρότειναν οι Βρετανοί, ως αντιστάθμισμα της μελλοντικής ελληνικής επέκτασης στη Μικρασία.
Η αντίπαλη παράταξη, με επικεφαλής τον στρατηλάτη βασιλιά Κωνσταντίνο, γαμπρό του Κάιζερ και συνάμα εκφραστή ενός υπερφίαλου ελληνοκεντρικού σοβινισμού, κατανοούσε την αδυναμία της χώρας να προβάλει αντίσταση στη θαλασσοκράτειρα Αγγλία· αντί για προσχώρηση στο στρατόπεδο των Κεντρικών Δυνάμεων, στην τελική νίκη των οποίων πίστευε, πρόκρινε ως εκ τούτου μια πολιτική ουδετερότητας, διατηρώντας ταυτόχρονα υπόγειες επαφές με το Βερολίνο.
Σαφώς πλειοψηφική, τουλάχιστον στην «Παλιά» Ελλάδα, συνδύαζε τη στρεβλή εκπροσώπηση της αντιπολεμικής διάθεσης των λαϊκών στρωμάτων με τη διάχυτη νοσταλγία για τη χαμένη μικροαστική ηρεμία της «μικράς πλην εντίμου» Ελλάδας του 1912 κι έναν πρωτόγονο αντικαπιταλισμό με αντιδραστικά («πρωτοφασιστικά») πολιτικά χαρακτηριστικά.
Μπάτε, σύμμαχοι, αλέστε
Τελικό αποτέλεσμα αυτής της αντίθεσης υπήρξε η αμφίπλευρη αποδοχή (αν όχι πρόσκληση) της αντίστοιχης συμμαχικής στρατιωτικής «παρουσίας», με μεθόδους και συλλογιστικές που σήμερα θα χαρακτηρίζονταν αναφανδόν προδοτικές.
Η διαδοχή των γεγονότων είναι αποκαλυπτική επ’ αυτού:
▇ Στις 5.2.1915, ο Βενιζέλος ενημερώνεται εμπιστευτικά από τον Αγγλο πρεσβευτή για την επικείμενη απόβαση στα Δαρδανέλια και την πρόθεση της Αγγλίας να καταλάβει τη Λήμνο ως βάση εξόρμησης. Συμφωνεί ν’ αποσύρει προληπτικά τον ελληνικό στρατό από το νησί, με μια «τυπική διαμαρτυρία» για την παραβίαση της ελληνικής ουδετερότητας.
Οι Αγγλοι αποκλείουν προκαταβολικά τη διαμαρτυρία, αφού η είσοδός τους στον πόλεμο έγινε με πρόσχημα την προάσπιση της ουδετερότητας του Βελγίου από τους Γερμανούς εισβολείς. Οι Βρετανοί αποβιβάζονται στον Μούδρο στις αρχές Μαρτίου.
▇ Στις 3.10.1915 τα πρώτα αγγλογαλλικά στρατεύματα αποβιβάζονται στη Θεσσαλονίκη. Ο Βενιζέλος υπερασπίζεται στη Βουλή την άφιξή τους και την εμπλοκή της Ελλάδας στο πλευρό της Σερβίας, αποσπά ψήφο εμπιστοσύνης, αλλά την επομένη αναγκάζεται από τον βασιλιά σε παραίτηση.
Οι δυνάμεις της Αντάντ προωθούνται εν μέρει στη Σερβία, για να επανέλθουν τον Νοέμβριο μετά την κατάρρευσή της και να οχυρωθούν γύρω από τη Θεσσαλονίκη. Στις 10.12.1915, το Βερολίνο ζητά από την Αθήνα «τα αυτά προνόμια» με τους Αγγλογάλλους, την ελεύθερη τουτέστιν είσοδο (και) των δικών του δυνάμεων στην ελληνική επικράτεια.
▇ Μέσα στον Δεκέμβριο η Αντάντ καταλαμβάνει τη Μυτιλήνη και το Καστελόριζο κι ακολουθεί τον Ιανουάριο η Κέρκυρα. Στις 30 Δεκεμβρίου, με πρόσχημα τη ρίψη βομβών από τρία γερμανικά αεροπλάνα, ο επικεφαλής του εκστρατευτικού σώματος, Γάλλος στρατηγός Μορίς Σαράιγ, καταλαμβάνει δίχως συνεννόηση με τις ελληνικές αρχές τα «εχθρικά» προξενεία της συμπρωτεύουσας (γερμανικό, αυστροουγγρικό, βουλγαρικό, τουρκικό), κατάσχει τα αρχεία και απελαύνει το προσωπικό τους. Η κατοχή θα ολοκληρωθεί με την επιβολή στρατιωτικού νόμου τον επόμενο Ιούνιο.
▇ Τον Μάιο του 1916 έρχεται η σειρά των Γερμανοβούλγαρων να καταλάβουν το στρατηγικής σημασίας οχυρό Ρούπελ, νοτίως του Μπέλες, δίχως η φρουρά του να προβάλει την παραμικρή άμυνα.
Στις 4 Αυγούστου οι Γερμανοβούλγαροι προελαύνουν σε όλο το μέτωπο, καταλαμβάνοντας τη Φλώρινα και τις Σέρρες. Στις 30.8 το Δ’ Σώμα Στρατού παραδίδει αμαχητί την Καβάλα και μεταφέρεται στη γερμανική πόλη Γκέρλιτς, σε συνθήκες πολυτελούς αιχμαλωσίας.
▇ Ως απάντηση στη γερμανοβουλγαρική προέλαση, ο Σαράιγ οργανώνει στις 30-31 Αυγούστου πραξικόπημα Ελλήνων αξιωματικών, με την απειλή ότι αλλιώς θα εγκαθιστούσε στη Θεσσαλονίκη την εξόριστη σερβική κυβέρνηση, κι η Ελλάδα χωρίζεται de facto σε δυο ανταγωνιστικά κράτη.
Τον Οκτώβριο ο Βενιζέλος αναλαμβάνει την πρωθυπουργία της «επαναστατικής» κυβέρνησης και τον Νοέμβριο κηρύττει τον πόλεμο σε Βουλγαρία και Γερμανία. Τον ίδιο μήνα ο Σαράιγ επιβάλλει μια «ουδέτερη ζώνη» μεταξύ των δύο κρατών (Κατερίνη – Σέρβια – Γρεβενά), αντικαθιστώντας τις τοπικές ελληνικές αρχές με γαλλικές στρατιωτικές μονάδες.
▇ Τον Νοέμβριο, η απόπειρα αγγλογαλλικών μονάδων να καταλάβουν στρατηγικά σημεία της Αθήνας αποκρούεται δυναμικά από τους οπαδούς του βασιλιά.
Η Αντάντ απαντά καταλαμβάνοντας τις Κυκλάδες κι επιβάλλοντας ολοκληρωτικό αποκλεισμό της Νότιας και Δυτικής Ελλάδας, με αποτέλεσμα εκατοντάδες (τουλάχιστον) θανάτους από πείνα.
Οταν κι αυτή η πίεση θ’ αποδειχθεί αλυσιτελής, ακολουθεί τον Μάιο-Ιούνιο η στρατιωτική κατάληψη της Θεσσαλίας από τους Γάλλους, της Ηπείρου από τους Ιταλούς και του Ισθμού από γαλλορωσικές μονάδες.
Απειλούμενος με βομβαρδισμό της πρωτεύουσας από τον συμμαχικό στόλο, ο Κωνσταντίνος εγκαταλείπει τελικά τη χώρα στις 11 Ιουνίου 1917, παραδίδοντας τον θρόνο στον δευτερότοκο γιο του και την εξουσία στους αντιπάλους του.
Παρά την επανένωση της Ελλάδας κάτω από την κυβέρνηση Βενιζέλου, ο στρατός της τελευταίας παρέμεινε μέχρι τέλους κάτω από ξένη στρατιωτική διοίκηση. «Τόσον η Ανωτάτη όσον και αι Ανώτεραι Διοικήσεις του μακεδονικού μετώπου ενησκούντο μέχρι πέρατος των επιχειρήσεων υπό ξένων ηγητόρων», παραδέχεται η επίσημη στρατιωτική ιστορία της περιόδου (ΔΙΣ 1958, σ.xi), ενώ ακόμη πιο καυστικές είναι οι παρατηρήσεις ενός Ιταλού διπλωμάτη της εποχής:
Το ελληνικό ΓΕΣ ουδέποτε λειτούργησε πραγματικά, παρά μόνο ως διοικητικό και πειθαρχικό όργανο, επειδή στην πραγματικότητα ουδέποτε υπήρξε πραγματικά ελληνικός στρατός. Υπήρχαν μεραρχίες, ακόμη και σώματα στρατού, η πραγματική όμως στρατιωτική ηγεσία ήταν πάντα γαλλική ή βρετανική.
(Luigi Villari, «The Macedonian campaign», Λονδίνο 1922, σ.154).
Αγγαρείες, φυλακίσεις, βιαιοπραγίες
Η καθημερινότητα της «συμμαχικής» κατοχής, αν και σαφώς ηπιότερη από τη μεταγενέστερη ναζιστική, υπήρξε βαθιά καταπιεστική για το ντόπιο πληθυσμό. Για τους επικεφαλής της «Στρατιάς της Ανατολής», όπως ονομάστηκε το πολυεθνικό σώμα που κατέλαβε τη Βόρεια Ελλάδα, η εκστρατεία είχε όλα τα χαρακτηριστικά ενός αποικιακού πολέμου.
Στα απομνημονεύματά του, ο Σαράιγ τη συγκρίνει ρητά με «τις προηγούμενες αποικιακές εξορμήσεις μας», εξηγώντας πως ένας υφιστάμενός του στρατηγός «έκανε ή ήθελε να κάνει αυτό που είχε δει να κάνουν ή είχε κάνει ο ίδιος στη Μαδαγασκάρη, την Κίνα και αλλού» (Sarrail 1920, σ.18).
Εξίσου εύγλωττη ήταν η ανάθεση της εκθρόνισης του Κωνσταντίνου σ’ έναν Γάλλο γερουσιαστή (Σαρλ Ζονάρ) με δεκαετή προϋπηρεσία ως γενικός διοικητής της Αλγερίας.
«Τα μέτρα, τα οποία ελάμβαναν τα ξένα στρατεύματα, δήθεν διά την ασφάλειάν των, ήσαν εχθρικά προς τον τόπον συνήθως», υπενθυμίζει χαρακτηριστικά την επαύριον του πολέμου μια τοπική εφημερίδα:
Η τρομοκρατία υπό την ξενικήν ή ιδικήν μας στρατοκρατίαν μετά τον Ιούνιον 1917 είνε ζωηρά ακόμη εις την μνήμην μας· τα απαίσια πάσσα διά να πηγαίνη κανείς εις το κτήμα του, αι αγγαρείαι αι βαρείαι, οι δαρμοί, αι ταλαιπωρίαι, αι εξορίαι διά να μη πω τα βαρύτερα, μένουν ανεξάλειπτα εις την μνήμην μας
(«Νέα Εδεσσα», 2.7.1921).
Ακόμη σαφέστερος είναι στις αναμνήσεις του ο Σαλονικιός λογοτέχνης Γιώργος Βαφόπουλος, έφηβος τότε στη Γουμένισσα:
Οι Γάλλοι φερνόντουσαν σκληρά στους ντόπιους. Εκαμναν επίταξη των ζώων τους. Τους υποχρέωναν να δουλεύουν στο στρώσιμο των δρόμων, σπάζοντας χαλίκια. Τους ατίθασους τους κρατούσαν ώρες πολλές γυμνούς έξω στον ήλιο του καλοκαιριού
(«Σελίδες αυτοβιογραφίας» τ.Α΄, Αθήναι 1970, σ.121).
Σποραδικές λεπτομέρειες για όσα τράβηξαν οι κάτοικοι της «ουδέτερης ζώνης» μετά την κατάργηση των τοπικών ελληνικών αρχών αντλούμε από τον οικείο φάκελο των αρχείων του Υπ.Εξ.
«Ολοι οι ως ύποπτοι καταγγελλόμενοι κάτοικοι των περί την ουδετέραν ζώνην χωρίων, συλλαμβανόμενοι, καταδικάζονται εις πολλάς ημέρας εις την ποινήν της επ’ ώμου, δίκην υποζυγίων, μεταφοράς των παρά τον ποταμόν δρυίνων δοκών εις το Διοικητήριον», καταγγέλλουν χαρακτηριστικά στον πρωθυπουργό Σπυρίδωνα Λάμπρο πέντε βουλευτές του Νομού Κοζάνης (17.1.1917).
Ο αστυνομικός διοικητής Γρεβενών πληροφορεί πάλι τις ίδιες μέρες την Αθήνα ότι «συνελήφθησαν οικογένειαι διαφόρων πολιτών και εξυλοκοπήθησαν διότι εγκατέλειψαν τας εστίας των οι άνδρες και τα τέκνα των», ότι τα αποικιακά στρατεύματα («Μαύροι») των Γρεβενών «προσέβαλον 6 γυναίκας άς είχον φυλακίσει διότι άνδρες και τέκνα των απεσύρθησαν εντεύθεν ουδετέρας ζώνης», ότι στην επίμαχη ζώνη πραγματοποιείται «αγρία επίταξις κτηνών μικρών και μεγάλων, αποστελλομένων εις Κοζάνην» κι ότι οι Γάλλοι ιππείς που στάλθηκαν στις 25.1.1917 στο χωριό Μεγάλο Σειρήνι για να συλλάβουν τον εκεί δάσκαλο «ήρπασαν δέκα βόας και 150 όρνιθας μη πληρώσαντες αξίαν, εξυλοκόπησαν χωρικούς και παρέλαβον Ελληνα και Μουσουλμάνον παρέδρους χωρίου μη παραδώσαντας αυτοίς 400 κιλά αραβοσίτου άτινα Γάλλος διοικητής εζήτησεν»· η εικόνα συμπληρώνεται από την πληροφορία ότι στη γειτονική Ροδοσνίτσα «μετά Γάλλων συνέπραττε και διδάσκαλος χωρίου Εμμ. Ρογδάκης εκ Κρήτης».
Δεν λείπουν κι αιματηρότερα περιστατικά: «Σήμερον κάτοικοι χωρίου Ζυγόστι επιχειρούντες εισέλθωσιν εις Γρεβενά προς προμήθειαν αναγκαιούντων επυροβολήθησαν υπό μαύρων, πληγωθέντος ενός εις τον μηρόν».
Παρόμοιες αυθαιρεσίες καταγγέλλονται και στη Νότια Ελλάδα, μετά την επανένωση της χώρας.
Χαρακτηριστικό δείγμα η επιστολή 88 κατοίκων του Μπράλλου προς την κυβέρνηση (18.1.1918) – επιστολή που εντοπίσαμε στο αρχείο του πρωθυπουργικού πολιτικού γραφείου:
Λαμβάνομεν την τιμήν να παρακαλέσωμεν Υμάς όπως, επικειμένης της επιστρατεύσεως, λάβητε μέριμναν περί εξασφαλίσεως ζωής, τιμής και εν γένει περί της ασφαλείας των οικογενειών ημών εκ των Συμμαχικών στρατευμάτων και δη των Γαλλικών τοιούτων, διότι από τας αρχάς Ιουλίου παρελθόντος έτους πλείστα όσα επεισόδια εκ μέρους των έχουσι γίνη»· ο κατάλογος που ακολουθεί απαριθμεί βιασμούς κι επιθέσεις εναντίον γυναικών, αρπαγές ζώων κι ενός βαρελιού με κονιάκ, κλείνει δε με την πληροφορία ότι Γάλλοι στρατιώτες «τρέπονται προς τας διαφόρους οικίας κρούοντες τας θύρας και φωνάζοντας να τοις δώσωσιν οίνον και γυναίκας.
Αλλά και στη Μυτιλήνη, όπου ένας πολίτης κατηγορούμενος για τον φόνο Γάλλου δεκανέα «απολογούμενος ανέφερεν ότι 4 Γάλλοι στρατιώται εν μέθη διατελούντες εισήλθον εις το οινοπωλείον του, θραύοντες τα σκεύη του και εξυβρίζοντες αυτόν, και ότι ηναγκάσθη τότε να πυροβολήση προς εκφοβισμόν», ο κυβερνητικός αντιπρόσωπος ενημερώνει τον Οκτώβριο του 1917 το πρωθυπουργικό γραφείο ότι τις σχετικές ανακρίσεις ανέλαβαν οι γαλλικές υπηρεσίες, «απαγορεύσασαι πάσαν ανάμιξιν εις τας ημετέρας Αστυνομικάς αρχάς» και ξεκαθαρίζοντας πως οι ίδιες «θα δικάσουν τον ένοχον», ενώ η νομαρχία διαβίβασε απλά στον Γάλλο διοικητή «την λύπην της διά τον φόνον».
Ο τελευταίος δήλωνε άλλωστε «ότι ουχί μόνον δεν αναγνωρίζει ημετέραν στρατιωτικήν Διοίκησιν νήσου, αλλά θεωρεί ταύτην ιεραρχικώς εξαρτωμένην υπ’ αυτού», απαιτώντας να ορίζει μέχρι και τα ατομικά υπηρεσιακά καθήκοντα του ντόπιου προσωπικού.
Η ίδια λογική επικρατούσε σε όλο το μήκος και πλάτος της κατεχόμενης ζώνης. Στη Φλώρινα, λ.χ., ο Ελληνας αστυνομικός διοικητής έβλεπε τους υφισταμένους του να δέχονται εντολές όχι από τον ίδιο αλλά από τον επικεφαλής της γαλλικής «μυστικής αστυνομίας» (Sûreté), ονόματι Κινέ, που αποτελούσε κυριολεκτικά κράτος εν κράτει (Ν. Πλατής προς Αρχηγείον Χωροφυλακής, Φλώρινα 5.10.1916, αρ.22).
Οπως διαβάζουμε δε σε πρόσφατη μονογραφία, «από το 1915 μέχρι το 1918 η γαλλική αντικατασκοπεία λειτουργούσε σε κάθε χωριό» της Δυτικής Μακεδονίας· στα μέτρα της Sûreté κατά των «φιλοβούλγαρων» περιλαμβάνονταν «συνοπτικές εκτελέσεις, ξυλοδαρμοί μέχρι θανάτου, εμπρησμοί χωριών [και] καταναγκαστικά έργα» (Αλέξανδρος Δάγκας, «Ο χαφιές», Αθήνα 1995, σ.29).
Την εικόνα συμπληρώνει η αφήγηση του Κόμπτον Μακένζι, σταθμάρχη τότε της Ιντέλιτζενς Σέρβις, για τη διαδικασία με την οποία προσχώρησαν στη βενιζελική «επανάσταση» οι Κυκλάδες τον Δεκέμβριο του 1916.
Βρετανικό απόσπασμα υπό τις διαταγές του αποβιβάστηκε στη Σύρο και, βάσει συνεννόησης με τους ντόπιους βενιζελικούς, συνέλαβε και προώθησε στη Θεσσαλονίκη τον νομάρχη, τον εισαγγελέα, τον αρχιτηλεγραφητή, τον διευθυντή της εμπορικής σχολής και δυο αντιφρονούντες μεγαλεμπόρους· τη λογοκρισία των επικοινωνιών ανέλαβε ο Αγγλος τέως διευθυντής της τηλεγραφικής εταιρείας, που μεταφέρθηκε επί τούτου από τη Λήμνο.
Οταν ο γιατρός Αλιβιζάτος -βενιζελικός πρόσφυγας από την Αθήνα- τους ενημέρωσε για τις φιλοβασιλικές διαθέσεις του τοπικού σταθμού χωροφυλακής, οι άνδρες του Μακένζι αφόπλισαν με τέχνασμα τους χωροφύλακες και τους έκλεισαν σ’ ένα υπόγειο, ώσπου να ξεσκαρταριστούν τα φρονήματά τους από μια βενιζελική στρατιωτική μονάδα που κατέφθασε τις επόμενες μέρες.
Η ίδια μέθοδος εφαρμόστηκε και στα υπόλοιπα νησιά («Aegean Memories», σ.397-405). Αντίσταση προέβαλε μόνον η Απείρανθος της Νάξου, οι απείθαρχοι κάτοικοι της οποίας, οπλισμένοι με δυναμίτες, αρνήθηκαν ν’ αναγνωρίσουν τον Βενιζέλο κι αντιπρότειναν να παραμείνουν αυτόνομοι απ’ οποιασδήποτε κυβέρνηση (σ.405).
Τη συμμόρφωσή τους ανέλαβε ένα βενιζελικό στρατιωτικό απόσπασμα που έπνιξε στο αίμα το χωριό με πολυβόλα και ξιφολόγχες (5.1.1917), σκοτώνοντας 32 κατοίκους, τραυματίζοντας 44 και φυλακίζοντας άλλους 120 ώσπου να υπογράψουν δήλωση προσχώρησης στην «Εθνική Αμυνα».
Εκτελέσεις και λεηλασίες
Λιγότερο μαζικές από τη σφαγή της Απειράνθου, οι εκτελέσεις αντιφρονούντων και υπόπτων ήταν άλλωστε στην ημερήσια διάταξη.
Η τρίγλωσση προκήρυξη του βρετανικού στρατού που τοιχοκολλήθηκε τον Ιούνιο του 1917 στα αγγλικά, τα ελληνικά και τα βουλγαρικά απειλούσε με θανατική ποινή όχι μόνον όσους συνεργάζονταν με τον εχθρό ή προκαλούσαν ζημιές στις τηλεγραφικές γραμμές, αλλά και όποιον παρακούσει οποιοδήποτε «κανονισμόν, διάταξιν ή διαταγήν ήτις εδόθη ή εδημοσιεύθη υπό ή κατ’ εντολήν των Αρχηγών των συμμαχικών στρατευμάτων», «αποκρύπτει αντικείμενα άτινα εισί κατάλληλα προς επίταξιν υπό των συμμαχικών στρατευμάτων», ακόμη και όποιον τολμήσει να «προβεί εις ψευδή κατηγορίαν εναντίον των συμμαχικών στρατευμάτων ή μέλους αυτών».
Για την πρακτική εφαρμογή αυτών των απειλών, αποκαλυπτική είναι η αφήγηση ενός Βρετανού φαντάρου της εποχής:
Για να διασφαλίσει ότι τα στρατόπεδά μας δεν θα διαφύγουν, και για να καθοδηγήσει τους φίλους του στην άλλη πλευρά των συνόρων, ο αθώος Μακεδόνας κόβει βόλτες έξω από το χωριό του, κάνει τις παρατηρήσεις του, διαλέγει ένα σημείο που εκπληρώνει τις προδιαγραφές του και ξεκινά μια πυρκαγιά. […] Σε λίγο, τα αεροπλάνα έρχονται για να ερευνήσουν κι ενδεχομένως ν’ αναλάβουν δράση. Ως εκ τούτου, αν ξεκινήσει φωτιά στα πέριξ ενός στρατοπέδου, ή κατά μήκος μιας πορείας, το πρώτο πράγμα που πρέπει να κάνουμε είναι να ψάξουμε να κρεμάσουμε κάποιον
(Lake 1917, σ.189-90).
Ο ίδιος συγγραφέας καταθέτει και την αποκαλυπτική μαρτυρία του για το ανθρωποκυνηγητό στα χωριά, με οδηγό συνήθως κάποιον καταδότη «που μπορούσε να μιλήσει καμιά εικοσαριά λέξεις αγγλικά κι ισχυριζόταν πως είναι οπαδός του κ. Βενιζέλου», με τους κατοίκους να υποδέχονται τα κατοχικά στρατεύματα σιωπηλοί και με βλέμματα γεμάτα μίσος (σ.191).
Στην αντίπερα όχθη, ο Βαφόπουλος διασώζει την κωμικοτραγική ιστορία της εκτέλεσης δύο αναλφάβητων φουκαράδων, ενός ξυλοκόπου από την Καστανερή κι ενός χαλβατζή της Γουμένισσας, που τουφεκίστηκαν σαν όργανα της εχθρικής προπαγάνδας επειδή χρησιμοποίησαν εν αγνοία τους ως χαρτί περιτυλίγματος ένα πακέτο με προκηρύξεις που είχαν ρίξει τα γερμανικά αεροπλάνα (όπ.π., σ.121-2).
Ακόμα χειρότεροι από τα κατοχικά στρατεύματα αποδεικνύονταν, ως συνήθως, οι ντόπιοι συνεργάτες τους.
Η ανακατάληψη της Φλώρινας, τον Σεπτέμβριο του 1916, σημαδεύτηκε, λ.χ., όχι μόνο από αιματηρά ξεκαθαρίσματα λογαριασμών, με δράστες πρώην μακεδονομάχους που προσέφεραν με το αζημίωτο τις υπηρεσίες τους στη Sûreté, αλλά και την πολυήμερη συστηματική λεηλασία της πόλης μετά την υποχρεωτική εκκένωσή της από τους Γάλλους· πρωταγωνιστές στο πλιάτσικο, ο Ελληνας οπλαρχηγός Στέφος Γρηγορίου και η σύζυγός μετέφεραν ολόκληρα καραβάνια με κλοπιμαία στη γειτονική Κοζάνη.
Μ’ αυτήν την ξεχασμένη ιστορία, όπως και με την αιματηρή καταστολή του αντιπολεμικού κινήματος της εποχής, θ’ ασχοληθούμε ωστόσο εκτενέστερα σε κάποια μελλοντικά αφιερώματα.
Διαβάστε
▶ Διεύθυνσις Ιστορίας Στρατού, «Η Ελλάς και ο πόλεμος εις τα Βαλκάνια, 1914-1918 (Αθήναι 1958)».
Η επίσημη στρατιωτική ιστορία της εμπλοκής της Ελλάδας στον Α’ Παγκόσμιο. Η οφθαλμοφανής προσπάθεια εξισορρόπησης μεταξύ των αντίπαλων εθνικών παρατάξεων επιτρέπει πολύ περισσότερες παραδοχές απ’ ό,τι συνηθίζεται στα πονήματα του είδους.
▶ Λουκιανός Χασιώτης, «Ελληνοσερβικές σχέσεις 1913-1918. Συμμαχικές προτεραιότητες και πολιτικές αντιπαλότητες» (Θεσ/νίκη 2004, εκδ. Βάνιας).
Ξαναδουλεμένη μορφή διδακτορικής διατριβής, βασισμένη σε πλούσιο αρχειακό υλικό. Εκτενή κεφάλαια για τις τριβές που προκλήθηκαν από τα εκατέρωθεν μειονοτικά ζητήματα.
▶ Maurice Sarrail, «Mon commandement en Orient, 1916-1918» (Παρίσι 1920, εκδ. Flamarion).
Τα απομνημονεύματα του επικεφαλής των «συμμαχικών» κατοχικών στρατευμάτων, αρκετά εύγλωττα για τη στάση του απέναντι στους ιθαγενείς.
▶ Harold Lake, «In Salonica with Our Army »(Λονδίνο 1917, εκδ. Andrew Melrose).
Η ίδια εικόνα από την οπτική γωνία των κατώτερων αξιωματικών και φαντάρων του εκστρατευτικού σώματος.
▶ Compton Mackenzie, «Greek Memories» (Λονδίνο 2011, εκδ. Biteback).
Τα πλήρη απομνημονεύματα του σταθμάρχη της Ιντέλιτζενς Σέρβις στην Ελλάδα το 1916. Η πρώτη έκδοσή τους απαγορεύτηκε δικαστικά μόλις βγήκαν από το τυπογραφείο (1932), η δε επόμενη λογοκρίθηκε προληπτικά (1939).