-«ἄνδρα μοι ἔννεπε, μοῦσα, πολύτροπον…»
-«Ο ποιητής πιστεύοντας ξαφνικά πως νιώθει κάποια πίεση εσωτερική,
όμοια μ’ εκείνη χάρη στην οποία είχε κατορθώσει να εκφραστεί σε προηγούμενες περιπτώσεις,
κάθεται στο γραφείο του περιμένοντας την επίσκεψη της Μούσας.
Μην ακούοντας ήχο βημάτων στα σκαλοπάτια αντιλαμβάνεται ότι δεν ήταν
παρά μια από τις συνήθεις ψευδαισθήσεις του και επιστρέφει μελαγχολικός
στις καθημερινές του ενασχολήσεις».
(Νάσος Βαγενάς, Ο λαβύρινθος της σιωπής.
Δοκίμια για την ποίηση, Κέδρος, 1988)
-«Ναι μούσα μίλησες τόσο καθαρά σε μένα
που σχεδόν έχω γίνει τρελός.
Δεν έχω πια μέρα
δεν έχω πια νύχτα
κι όλα με τραβούν απ’ το γιακά.
Συνουσιάστηκα μαζί σου αλλόφρονα.»
(Λευτέρης Πούλιος)
-ΑΧΜΑΤΟΒΑ, «Η ΜΟΥΣΑ»
«Τον ερχομό σου μες στη νύχτα καρτερώ
σε μια κλωστή θαρρώ κρέμεται η ζωή μου
νιότη, ελευθερία, δόξα, ας πάνε στο καλό.
Αγαπημένη εσύ, πλησίασε, έλα με τη φλογέρα
να την, που πέταξε το πέπλο της.
Στα μάτια με κοιτά προσεχτικά: Ρωτώ:
«Του Δάντη τις σελίδες υπαγόρεψες εσύ;
Τους στίχους για την κόλαση;» Και απαντά. “Εγώ.”»
(Ξένοι ποιητές του 20ου αιώνα, Ελληνικά γράμματα)
-Γιώργος Χρονάς, «ΟΙ ΜΟΥΣΕΣ»
«Έτσι μας θέλουν οι Μούσες
μόνους με άστοχες κινήσεις
βλέψεις νεκρές
επιθυμίες, βροχές
ομίχλες που δεν μας καλύπτουν
Με καμπαρντίνες παλιές
παλτά που μυρίζουν ναφθαλίνη.
Με περασμένες μουσικές.»
(Γιώργος Χρονάς: Τα Ποιήματα, εκδ. Οδός Πανός)
-Νάσος Βαγενάς, «Το πρόβλημα με τη Μούσα»
«Είναι καιρός που η Μούσα μου κάτι έχει πάθει.
Δεν κάθεται στα γόνατά μου γελαστή.
Βαριέται, μου καταλογίζει λάθη
ασυγχώρητα, εμένα που από το σινάφι
με είχε τον πιο θερμό εραστή.
Αυτή που πριν χάιδευε τα μαλλιά μου
με μυρωμένα δάχτυλα, μου μιλά
με ήχους που δεν θυμίζουν μελωδία πιάνου
– καρφώνονται σαν βέλη Ινδιάνων
εκεί που κάποτε άφηναν τριαντάφυλλα.
Αισθάνομαι πως κάποιες την έχουν ζαλίσει
με σχόλια κάθε άλλο παρά λυρικά
–μισόλογα για μένα– που την έχουν πείσει
πως θα ’ταν για τους δυο μας μια λύση
να πάψει να με βλέπει ερωτικά
– να συναντιόμαστε σαν δυο καλοί φίλοι,
αγαπημένοι, με κοινά ενδιαφέροντα,
λεπτά ( πάνω απ’ το άρρεν και το θήλυ ),
μιλώντας για το πνεύμα, όχι την ύλη,
και, κάποτε, για τον έρωτα.
Νιώθω πως δεν θ’ αργήσει να με ξεχάσει,
ότι σε λίγο θα μου τα κόψει κι αυτά,
αφού έχει αρχίσει να με λέει Θανάση,
αυτή που ώς τώρα μου είχε πλάσει
τα πιο τρυφερά υποκοριστικά.»
(«Σκοτεινές μπαλάντες και άλλα ποιήματα», Κέδρος)
-Κωστής Παλαμάς, «Μούσα»
«Από τη μοίρα την αγριεμένη
δετή μες στης δουλειάς το μεροκάματο,
τη σκληρή σου κυρά χαρά την κάνεις.
Άνοιξη γύρω σου φουντώνει ολανθισμένη.
Της ομορφιάς ο μυστικός Ιορδάνης
για των πιστών σου το προσκύνημα
σε βγάζει από τα ρείθρα του πάντα ξανανιωμένη.
Το Πνεύμα της υπομονής με φως μιας καλοσύνης
το παιδικό κεφάλι σου το στεφανώνει
και τα βιβλία στα χέρια σου,
και μυρογυάλια και βλαστάρια όταν τα δίνεις.
Στα μάτια σου μαυρολογάν κάποιοι κρυμμένοι πόνοι
και της αυγής τα δάχτυλα χρυσώνουν τα μαλλιά σου.
Των ποιητών και οι ρεμβασμοί τραγούδια γίνονται μπροστά σου.
Στα χείλη σου τη σκέψη της αντιφεγγίζοντας
η σιγαλή μελαγχολία χαμόγελο την πλάθει.
Γλώσσες εθνών κάθε λογής μιλείς για να σωπαίνεις
και ποιες βαργεστησιές και ποια σου πάθη!
Μούσα κι αν είναι τ’ όνομά σου,
μα εικόνα ειν’ η θωριά σου,
στη μνήμη ορθή του μαγαζιού που γίνεται κι αυτό ξωκκλήσι.
Δέσποινα, το τροπάρι εμπνέεις, θρησκευτικό μεθύσι.»
(Κ. Παλαμάς, Άπαντα, τ. 9ος, Γκοβόστης)
-Κ. Π. Καβάφης, «Ο Ποιητής και η Mούσα»
Ο Ποιητής
Προς τι καλόν, τι όφελος ηθέλησεν η τύχη,
κ’ εν τη αδυναμία μου επλάσθην ποιητής;
Μάταιοι είν’ οι λόγοι μου· της λύρας μου οι ήχοι
αυτοί οι μουσικώτεροι δεν είναι αληθείς.
Εάν θελήσω ευγενές αίσθημα να υμνήσω,
όνειρα είν’, αισθάνομαι, η δόξα κ’ η αρετή.
Παντού απογοήτευσιν ευρίσκ’ όπου ατενίσω,
κ’ επί ακάνθων πανταχού ο πους μου ολισθεί.
Η γη ’ναι σφαίρα σκοτεινή, ψυχρά τε και δολία.
Τα άσματά μου πλανερά του κόσμου είν’ εικών.
Έρωτα ψάλλω και χαράν. Aθλία παρωδία,
αθλία λύρα, έρμαιον παντοίων απατών!
Η Μούσα
Δεν είσαι ψεύστης, ποιητά. Ο κόσμος τον οποίον
οράς εστίν ο αληθής. Της λύρας αι χορδαί
μόναι γνωρίζουν τ’ αληθές, και εις αυτόν τον βίον
οι ασφαλείς μας οδηγοί μόναι εισίν αυταί.
Του θείου είσαι λειτουργός. Σοι έδωκε τον κλήρον
του κάλλους και του έαρος. Μελίρρυτος αυδή
ρέει από τα χείλη σου, και θησαυρείον μύρων
είσαι — χρυσή υπόσχεσις και άνωθεν φωνή.
Εαν η γη καλύπτεται με σκότον, μη φοβείσαι.
Μη ό,τι είναι έρεβος νόμιζε διαρκές.
Φίλε, πλησίον ηδονών, ανθών, κοιλάδων είσαι·
θάρρει, και βάδισον εμπρός. Ιδού το λυκαυγές!
Ομίχλη μόνον ελαφρά το βλέμμα σου τρομάζει.
Υπό τον πέπλον ευμενής η φύσις διά σε
ρόδων, και ίων, κ’ ευγενών ναρκίσσων ετοιμάζει
στεφάνους, των ασμάτων σου ευώδεις αμοιβαί.
(Από τα Αποκηρυγμένα, Ίκαρος 1983)
-Ανδρέας Κάλβος, «ᾨδὴ Πέμπτη. Εἰς Μούσας»
στροφὴ α´.
Τὰς χορδὰς ἂς ἀλλάξωμεν
ὦ χρυσὸν δῶρον, χάρμα
Λητογενέος μέγα·
τὰς χορδὰς ἂς ἀλλάξωμεν
ἰώνιος λύρα. 5
β´.
Ἄλλα σύρματα δότε
ζεφυρόποδες Χάριτες·
καὶ σεῖς ἐπὶ τὸ ξύλον
μελίφρονον, ὑακίνθινον
βάλετε στέμμα. 10
γ´.
Τὰς πτέρυγας ἁπλώνει
ὡς τ᾿ ὄρνεον τοῦ Διός,
καὶ ὑψώνεται τὸ μέτρον
ἕως τὸν οὐράνιον κῆπον
τῶν Πιερίδων. 15
δ´.
Χαίρετε ὦ κόραι, χαίρετε
φωναὶ ὁποὺ τὰ δεῖπνα
τῶν Ὀλυμπίων πλουτίζετε
μὲ᾿ χορῶν εὐφροσύνας
κ᾿ εὔρυθμον μέλος. 20
ε´.
Σεῖς τὰ αἰθέρια νεῦρα
τῆς φόρμιγγος κροτεῖτε,
καὶ τὰ θηρία, καὶ τ᾿ ἄλση
χάνονται ἀπὸ τὸ πρόσωπον
τῆς γῆς πλατείας. 25
ς´.
Ὅπου τρέμουσιν ἄπειρα
τὰ φῶτα τῆς νυκτός,
ἐκεῖ ὑψηλὰ πλατύνεται
ὁ γαλαξίας καὶ χύνει
δρόσου σταγόνας. 30
ζ´.
Τὸ ποτὸν καθαρὸν
θεραπεύει τὰ φύλλα,
κ᾿ ὅπου ἄφησε τὸ χόρτον
εὑρίσκει ρόδα ὁ ἥλιος
καὶ μυρωδίαν. 35
η´.
Οὕτω ὑπὸ τοὺς δακτύλους σας
ἡ ἐλικώνιος λύρα,
τρέμει, καὶ τ᾿ ἄνθη ἀμάραντα
τῆς ἀρετῆς γεμίζουσι
πᾶσαν καρδίαν. 40
θ´.
Ὄχι πατέρες, τύραννοι·
ὄχι ἄνθρωποι καὶ τέκνα,
ἀλλὰ δειλὰ καὶ ἀναίσθητα
ποίμνια τὸν κύκλον ἤθελον
τρέξειν τοῦ βίου· 45
ι´.
Χεῖρες κεραυνοφόροι,
μόνον νῶτα ὑποφέροντα
τὰς πληγάς· ἂν τὸ δίκρανον
τοῦ Παρνασσοῦ λιγύφθογγον
σπήλαιον ἐσίγα. 50
ια´.
Διὰ παντὸς μοιράσατε
θεῖαι παρθένοι τὴν δίκην·
διὰ παντὸς χαρίσατε
τῶν ἀνθρώπων αἰσθήσεις
ὑψηλονόους. 55
ιβ´.
Ἀφρίζουν τὰ ποτήρια
τῆς ἀδικίας, δυνάσται
πολλοὶ καὶ διψασμένοι
ἰδοὺ τ᾿ ἀδράχνουν· γέμουσι
μέθης καὶ φόνου. 60
ιγ´.
Τώρα ναὶ τώρα ἀστράψατε
ὦ Μοῦσαι, τώρα ἁρπάξατε
τὴν πτερωτὴν βροντήν,
κατὰ σκοπὸν βαρέσατε
μ᾿ εὔστοχον χεῖρα. 65
ιδ´.
Φυλάξατε τοὺς ὕμνους
διὰ τοὺς δικαίους· μόνον
εἰς αὐτοὺς τὴν εἰρήνην,
καὶ τοὺς χρυσοὺς στεφάνους
εἰς αὐτοὺς δότε. 70
ιε´.
Ἦτον ποτὲ ἡ ἐννέα
Ὀλύμπιαι φωναὶ
ἐκεῖ ὁποὺ χορεύουσι
τῆς ἡμέρας ἡ κόραι
λαμπαδηφόροι. 75
ις´.
Ἤκουον μόνον οἱ κύκλοι
τῶν οὐρανῶν, τὴν σύμφωνον
θεόπνευστον ᾠδήν,
καὶ τὸν ἀέρα ἀκίνητον
εἶχε ἡ γαλήνη. 80
ιζ´.
Ἀλλ᾿ ὅτε τὸ μειδίασμα
τοῦ θεοῦ τῶν ἐρώτων,
τὸν Κιθαιρῶνα ἐσκέπασε
μὲ᾿ θύμον καὶ μὲ᾿ κλήματα
σταφυλοφόρα· 85
ιη´.
Ἐκεῖ ὁ ρυθμὸς ἐπέραστος
καταβαίνων, τὸ βλέμμα
τῶν γηγενέων δρακόντων
ἐχάθη, ὡς τὰ χαράγματα
χάνεται ὁ ὕπνος. 90
ιθ´.
Τοῦ θεσπεσίου γέροντος
ἱερὰ κεφαλή·
φωνὴ εὐτυχὴς ῾ποὺ εὐφήμησας
τῆς κλεινῆς Ἀχαΐας
τ᾿ ἄριστα τέκνα. 95
κ´.
Ἐσὺ θαυμάσιε Ὅμηρε
ἐξένισας τὰς Μούσας·
καὶ τοῦ Διὸς ἡ κόραι
εἰς τὰ χείλη σου ἀπέθηκαν
τὸ πρῶτον μέλι. 100
κα´.
Εἰς τιμὴν τῶν θεῶν
ἐφύτευσας τὴν δάφνην·
εἶδον πολλοὶ αἰῶνες
τὸ φυτὸν εὐθαλὲς
ὑπερακμάζον. 105
κβ´.
Μέσα εἰς τὸ θεῖον στέλεχος
τί δὲν ἐθησαυρίσατε
τὰ σίμβλα αἰωνίως;
τί ὦ αἰώνιαι μέλισσαι
τὸ παραιτεῖτε; 110
κγ´.
Ὅταν εἰς τὴν ἀθλίαν
Ἑλλάδα ἀπὸ τὰ ἔσχατα
τῆς ἐρυθρᾶς θαλάσσης
τῶν ἀραβίων πετάλων
ἦλθεν ὁ κτύπος· 115
κδ´.
Ἐκεῖ πρὸς τὰ λουτρὰ
ὅπου τὰς τρίχας πλύνουσι
τῶν φοιβηΐων ἡ Ὥραι,
τότε δικαίως ἐφύγατε
ὦ Πιερίδες. 120
κε´.
Καὶ τώρα εἰς τέλος φέρετε
τὴν μακρὰν ξενιτείαν.
χρόνος χαρᾶς ἐπέστρεψε,
καὶ λάμπει τώρα ἐλεύθερον
τὸ Δέλφιον ὄρος. 125
κς´.
Ῥέει καθαρὸν τὸ ἀργύριον
τῆς Ἱπποκρήνης· κράζει,
ὄχι τὰς ξένας, κράζει
σήμερον ἡ Ἑλλὰς
τὰς θυγατέρας. 130
κζ´.
Ἤλθετε, ὦ Μούσαι, ἀκούω,
καὶ χαίρουσα πετάει
πετὰ ἡ ψυχή μου, ἀκούω
τῶν λυρῶν τὰ προοίμια,
ἀκούω τοὺς ὕμνους. 135»
Posted in Πες το με ποίηση