Έρχεται για «καφέ», είναι το συνθηματικό μας και υποτίθεται η κυρά δεν καταλαβαίνει τι είδους καφέ του βάζω. Είναι σα να δραπετεύει για λίγο, πάντα έρχεται να μας δει σαν φτάσουμε στο χωριό. Ίσως η μόνη φορά που βγαίνει πλέον από το σπίτι. Πάντα λέει για το καφενείο, το οποίο έχει κλείσει χρόνια τώρα. Και κάθε φορά παραπονιέται για το εγκεφαλικό που τον βρήκε πριν τρία χρόνια. Τη γλύτωσε με μικρή ζημιά. Φορές βάζει τα κλάματα, έτσι δίχως αιτία, κάποια συζήτηση για τα παιδιά η αφορμή. Τον παρηγορώ λέγοντας ότι η μοναχοκόρη, ο γαμπρός και τα εγγόνια έχουν την υγεία τους, ο εγγονός δουλεύει και σύντομα θα βρει δουλειά και η εγγονή. Μόλις τέλειωσε το μεταπτυχιακό εξάλλου. Συμφωνεί.
Ναι μεν αλλά – πάντα το εγκεφαλικό.
Πριν λίγες μέρες, μου είπε η μητέρα μου για μια από τις καλύτερές της φίλες, μια συμμαθήτριά της. Ήξερα ότι η κόρη της είχε ξεπεράσει τον καρκίνο πριν είκοσι χρόνια. Στην ηλικία μου η θυγατέρα, παίζαμε μαζί παιδάκια τα καλοκαίρια. Πεθαίνει, έχει κάνει μετάσταση στα οστά. Αυτό μου είπε η μητέρα μου.
Δεν ξέρω ύστερα από ποια κρίσιμη καμπή του χρόνου μας, πόσο προς το καλύτερο πρέπει να τρέχει ο κόσμος και να προλαβαίνει ώστε να μας κάνει να νιώθουμε καλύτερα· παρόλο που εμάς μας εγκαταλείπει πίσω. Ο κόσμος όμως δεν τρέχει προς το καλύτερο. Λίγα τετραγωνικά ο μικρόκοσμος του κυρ Γιάννη, ένας μικρόκοσμος που τα πάει καλά, δεν πρέπει να έχει παράπονο. Αναρωτιέμαι αν είναι οι μακρινές ειδήσεις, ότι τα πράγματα είναι άσχημα που τον κάνουν να νιώθει έτσι.
Η μήπως και χαρμόσυνες να ήταν οι μακρινές ειδήσεις, κι ο μικρόκοσμός μας να ήταν καλά, και το καλύτερο ν’ άρπαζε πάντα από τα κέρατα ο υπόλοιπος κόσμος, πάντα το τέλος θα μας τραβάει κάτω.
Αναρτήθηκε από τον Thomas Xomeritis στις 7:52 π.μ.