Ωσάν το έρημο δεντρί
που `ναι στ’ αόρι απάνω
μ’ αρέσει νά `μαι αμοναχός
με τσι πολλούς δεν κάνω
Κι άμας ο κόσμος σκοτεινιά
γεμίζει να γυρίζω
Χαΐνης και τση χαραυγής
τσ’ ελπίδες να σκορπίζω
[divider] [/divider] [divider] [/divider]
είχα μια αγάπη μια φορά-Χαΐνηδες
χαΐνης < τουρκική hain (δόλιος, προδότης) < αραβική
χαΐνης αρσενικό
- (κρητική διάλεκτος) αντάρτης, επαναστάτης, φυγόδικος
- (κρητική διάλεκτος) (ειρωνικά) τεμπέλης