Απόστολος Διαμαντής
Ο Σταύρος Θεοδωράκης, αφού υπηρέτησε εντίμως τα κρατικά και τα δήθεν ιδιωτικά κανάλια, τα οποία διοικούσαν ανέκαθεν οι υπουργοί επικρατείας των εκάστοτε κυβερνήσεων, τώρα αποκαλεί τον Παππά καναλάρχη, επειδή λέει έχει την αρμοδιότητα της προκήρυξης των αδειών! Και ποιος έπρεπε να την έχει;
Την αρμοδιότητα, κατά τον Σταύρο, έπρεπε να την έχει άλλος, μια ανεξάρτητη αρχή, η οποία θα ενεργούσε ουδέτερα, σε κενό αέρος, θα ήταν οι αδέκαστοι Έλληνες, στους οποίους δεν θα τηλεφωνούσαν οι καναλάρχες, διότι θα είχαν το κινητό τους κλειστό. Και έτσι θα περιορίζαμε την κρατική παρέμβαση και θα δίναμε τις κρατικές αρμοδιότητες από ανεξάρτητες αρχές, που ουσιαστικά θα καταργούσαν το κράτος. Ούτε ο Μαρξ δεν θα μπορούσε να έχει σκεφτεί τόσο απλή διαδικασία κατάργησης του κράτους. Αντί να γράφει χιλιάδες σελίδες επί σελίδων, θα αρκούσε να σκεφτεί το απλό: δίνεις την διακυβέρνηση σε ανεξάρτητους πολίτες και τέρμα το αστικό κράτος. Μαραζώνει και χάνεται.
Είναι όμως έτσι τα πράγματα; Όχι. Η ιστορία άλλα μας λέει. Υπάρχουν δύο φάσεις στην ιστορία της μεταπολίτευσης: οι κυβερνήσεις των παροχών και οι κυβερνήσεις των καναλιών. Οι πρώτες ήταν οι κυβερνήσεις του Ανδρέα, που διατηρούσαν την εξουσία τους με παροχές και έλεγχο του κρατικού μηχανισμού και οι δεύτερες ήταν οι μετα-παπανδρεϊκές κυβερνήσεις μετά το 1990, που σχηματίζονταν μέσω του τηλεοπτικού ελέγχου της κοινής γνώμης, από την «ιδιωτική» τηλεόραση.
Η ιστορία είναι γνωστή και δεν χρειάζεται να επανέλθουμε λεπτομερώς. Η διαπλοκή κράτους και κεφαλαίου στην Ελλάδα ― μια ιστορία πολύ παλιά, που ανάγεται στην εποχή της ύστερης τουρκοκρατίας ― καθόρισε και την φύση της ιδιωτικής τηλεόρασης. Ελεύθερη τυπικά, αλλά κατ’ ουσίαν ελεγχόμενη από το κράτος. Διότι οι ιδιοκτήτες των καναλιών ήταν συνήθως προμηθευτές του δημοσίου, οπότε ήταν υποχρεωμένοι να υπακούουν στις κυβερνήσεις. Από την άλλη, οι κυβερνήσεις τους χάριζαν φόρους, δάνεια και συχνότητες και έτσι το σύστημα λειτουργούσε άψογα, μετατρέποντας την ιδιωτική τηλεόραση σε κρατική. Αντί να έχουμε κρατική τηλεόραση με δύο κανάλια, είχαμε κρατική τηλεόραση με 7 κανάλια.
Ουσιαστικά δηλαδή, ο υπουργός επικρατείας ήταν ο μοναδικός καναλάρχης, σε συνερασία με τους άλλους καναλάρχες που συνεργάζονταν με την κυβέρνηση. Και το σύστημα δούλευε άψογα, διαφημίζοντας άλλοτε τον σημιτικό εκσυγχρονισμό των κονδυλίων της Ζήμενς και άλλοτε τον μεταμοντέρνο συμμετοχικό Γιώργο.
Η δουλειά στράβωσε με την χρεωκοπία της Ελλάδας το 2010. Για δύο λόγους. Πρώτον, οι δουλειές έπεσαν έξω, οι κρατικές προμήθειες μειώθηκαν, τα διαφημιστικά έσοδα μειώθηκαν. Και όπου υπάρχει φτώχεια, υπάρχει γκρίνια. Τι είναι ο κάβουρας, τι είναι το ζουμί του. Δεύτερον, οι πελάτες άρχισαν να υποψιάζονται πρώτα τα κανάλια και τις ειδήσεις τους και μετά τα έκλεισαν. Διότι, όταν η κυβέρνηση σου ρίχνει το εισόδημα, τότε δεν ακούς τις ανοησίες του Μπάμπη, απλώς προσέχεις το πορτοφόλι σου. Οπότε τα κανάλια έχασαν οριστικά τη δύναμή τους.
Και όχι μόνον αυτό. Απαξιώθηκαν πλήρως. Σήμερα, όποιον υποστηρίζουν τα κανάλια χάνει. Όποιος βγαίνει στον αέρα χάνει. Και έτσι η περίφημη δήθεν ιδιωτική τηλεόραση, που ήταν απολύτως κρατική και ελεγχόμενη, δεν είχε πια δύναμη. Παράδειγμα ο Σταύρος. Τον εμφάνισαν ως τον νέο Τρικούπη και οδεύει σταθερά προς το μέρος του Γουλιμή. Για το λόγο αυτό διαμαρτύρεται, ο ίδιος και τα άλλα ορφανά του Σημίτη, που τα βλέπουμε να περιδιαβαίνουν στον Σκάι και το Mega.
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ…