Πίνακας του Λωτρέκ
Posted on October 27, 2015 by verajfrantzh
Γράφει η Βέρα Ι.Φραντζή
Τα τελευταία βράδια κοιτάω τη φωτογραφία μας. Μας είχε φωτογραφήσει ένα αόρατο χέρι υπό γωνία αρκετά δελεαστική. Το μάλλινο ριχτάρι φαινόταν πλούσια ζεστό. Τα κεφάλια μας να αλληλοσυμπληρώνονται σε ένα προφιλ αξεπέραστης ομορφιάς, σχηματίζοντας μια κοίτη ενός καταρράκτη αλαφιασμένου.
‘Ηταν ένα φυσικό τοπίο με τα μαλλιά μας ανάκατα να αποδεικνύνουν την εξουθένωση. Μύριζαμε ύπνο και εκτονωμένη ερωτική διάθεση. Ο τοίχος πάνω από τις ανείπωτες φαντασιώσεις μας είχε μια μικρή επίστρωση υγρής γλίτσας… τα χνώτα της ηδονής πρόσθεταν μια ηχομόνωση για τη στιγμή, μια παροχή επισφράγισης της αλήθειας του χρόνου.
Από τότε χάθηκαν αρκετά βράδια χωριστά, χωρισμένα, διασκορπισμένα. Κοιμόμασταν ένα χρόνο μαζί στο παλιό κρεβάτι των γονιών μου. Σεντόνια δεν αλλάζαμε συχνά. Δεν το έκανα εγώ από μια μικρή φοβία μη φύγεις και δεν έχουν ποτιστεί ικανοποιητικά με τα αρώματά σου τα σεντόνια αυτά.
Είχε χαρακτήρα ο ύπνος σου. Διάβαζες λίγο και σου κατηφόριζαν στο ρύγχος της μύτης σου τα γυαλιά και τα ρουθουνιά σου προσπαθούσαν σαν τα βράγχια ψαριού που έχει κάποιος πετάξει έξω από τη γυάλα να απορροφήσουν λίγο παραπανω ατμοσφαιρικό αέρα και διάθεση.
Πίνακας του Λωτρέκ
Ο Θ. δεν έχει δική του βούληση στον ύπνο. Ήταν υποχείριο της δικής μου θέσης. Όταν τελείωνα το διάβασμα, έκλεινε το φως για να αποκοιμηθεί. Ήταν εκνευριστικό να μη μπορεί να εναρμονιστεί με την κόπωση του και να υπομένει τη δική μου αποφόρτιση. Ήταν σαν να παρασιτούσε πλάι στην πνευματική σφαίρα μου, ανήμπορος να φουσκωσει τη δική του με λίγο ήλιον από αυτό που αγοράζουν τα ζευγάρια, όταν η φυγόκεντρος δύναμη της συνήθειας τους καθηλώνει στη διαδικασία της ασφάλειας της δεδομένης αγάπης… δηλαδή ολοκληρωτικά απωθημένη από τον πρωταρχικό στόχο.
Ο Σ. πάλι φοβόταν πολύ τον ύπνο μαζί μου. Η αϋπνία του έφτανε σε εξωφρενικό βαθμό δυσλειτουργικότητας. Μου είχε δώσει την καρδιά του, το μυαλό του, τις ώρες που είχε ελεύθερες από το γραφείο, ένα μανικετόκουμπο για καλή τύχη μέσα σε ένα βελουδένιο αυτοσχέδιο δισάκι. Τον συμπάθησα μόνο τώρα για αυτά του τα τσαλίμια… που κατάλαβα τη νευρικότητά του από κάποια ευθύνη ανδρικού ενστίκτου.
Λοιπόν, έχουμε να κοιμηθούμε μαζί από το 2014, κάπου την άνοιξη τελευταία φορά. Τότε, είχαμε αρχίσει να ανοίγουμε τα παράθυρα, οπότε πρέπει να ήταν Απρίλιος. Θυμάμαι μέσα στο μεσημεριανό μας ύπνο τις φωνές της μητέρας σου που είχε βγει στο μπαλκόνι του ακάλυπτου και έβριζε καθώς κλωτσούσε μια πλαστική λεκάνη. Αναποδογύριζε και χτυπιόταν στα κάγκελα το λεκανάκι και περίμενα με μισόκλειστα τα μάτια να σιωπήσει το σκηνικό του κόσμου, να κοιτάξει η ανθρωπότητα μέσα της, να δει τον όμορφο ύπνο του παράνομου ζευγαριού. Λίγο να σιωπήσουν και να αφουγκραστούν την ευτυχία του να αποκοιμιέσαι πάνω στο στέρνο ενός ανθρώπου-ολότητα, που αφορίζει όλα τα λεκτικά κλισέ για αυτό που αισθάνεται. Παράγει άλλα και του αφήνουν μια γλυκαισθησία, όπως η γλώσσα του πρώτου φιλιού σα βυθιστεί στο στόμα σου και αγνάντευει την ποθεινή σταφύλη, το εκκρεμές του Φουκώ της ηδονής.
Σκηνή από την ταινία “Blue Velvet”
Σταματήστε, ακόμη και αν δυσκολεύεστε. Σαν πεϊρατές μπροστά στο θησαυρό που ψάχνετε, πάψτε και ακούστε πως εμφιαλώνεται ένα ερωτευμένο ζευγάρι μέσα στο σφραγισμένο μπουκάλι του ύπνου.
Όλα αυτά τα βράδια που ήρθαν έπειτα παραδέχονται την ευτελή τους ουσία. Εξαγριώνονται που δε μπορούν να με ξεκουράσουν. Γι’ αυτό, ένα μαξιλάρι προσποιείται πως έχει αντρικά αχαμνά και εγώ τα πασπατεύω για ασφάλεια παίρνοντάς το μια σφιχτή αγκαλιά σαν μπουκέτο με ολάνθιστα κρινάκια. Μετά, το κάνω στέρνο, προσευχή, ταίρι. Ξυπνάω ανακατωμένη μέσα σε εφιάλτες και ένα μικρό κουκί πόνου στο νωτιαίο μυελό. Δεν υπάρχει κανένα καταφύγιο για έναν άνθρωπο μονάχο, ούτε το υπόγειο ενός ελαφρού ύπνου με πεταρίσματα βλεφάρων και η επίγευση από κάποιο ολιγόλεπτο υπνωτισμό…
Related