-Τάσος Λειβαδίτης, «Οι σκιές μας»
«Και μέσα στο σπίτι υπήρχε το άλλο εκείνο σπίτι – εκεί που η
μητέρα ήταν ακόμα νέα κι ένα φλάουτο ακουγόταν το βράδυ, όπως
όταν οδηγούν έναν τυφλό.
Σ΄αυτό το σπίτι είχαμε μείνει κι εμείς για πάντα, ενώ καθώς
ανάβαμε τη λάμπα, το φως της έριχνε μόνον τις σκιές μας στο πάτωμα εδώ.»
-Άννα ντε Νοαϊγ (Anna de Noailles), «Οι σκιές»
«Όταν πια θα ‘μαι κουρασμένη
εδώ να ζω μόνη και ξένη
χρόνους αβίωτους,
θα πάω να δω τη χώρα που ‘ναι
οι ποιητές και καρτερούνε
με το βιβλίο τους.
Francois Villon, σκιά μου φίλη,
που ταπεινά καθώς οι γρύλοι
ετραγουδούσες,
πόσο η ψυχή μου θα σ’ επόνει,
όταν σ’ απρόσμενε η αγχόνη
κι έκλαιαν οι Μούσες!
Τάχα τρεκλίζοντας ακόμα,
Βερλαίν, κρατάς αυλό στο στόμα,
δεύτερος Παν,
πάντα είσαι απλός και θείος εσύ,
μεθώντας με οίστρο με κρασί,
pauvre Lélian;
Και τέτοιο αν είχες ριζικό,
που άλλο δεν είναι πιο φριχτό,
Ερρίκε Χάινε,
ουτ’ έτσι ωραίο σαν το δικό σου,
στα χέρια μου το μέτωπό σου
γύρε και πράυνε.
Εμένα διάβηκε η ζωή
όλη ένα δάκρυ, απ’ το πρωί
έως την εσπέρα.
Κι άλλο πια τώρα δε μου μένει,
παρά, θεοί μου αγαπημένοι,
να ‘ρθω εκεί πέρα.»
(μετάφραση: Κ.Γ. Καρυωτάκης,
«Ανθολογία Γαλλικής Ποίησης» Χριστόφορος Λιοντάκης, Καστανιώτη)
-Τζόυς Μανσούρ, [Η σκιά σου…]
«Η σκιά σου χωρίς στόμα
χωρίς πόρτα η κάμαρή σου
τα μάτια σου χωρίς βλέμμα
χωρίς έλεος χωρίς χρώμα
οι πατημασιές σου πάνε
χωρίς ν’ αφήνουνε αχνάρια
προς ένα φως από φωνές
ασίγαστες, που είναι η κόλασή μου.»
-PEDRO SALINAS, «Τη σκιά σου σμιλεύω»
Τη σκιά σου σμιλεύω.
Της έχω ήδη αφαιρέσει τα χείλη,
τα κόκκινα και σκληρά: έκαιγαν.
Θα σ’ τα ‘χα φιλήσει
πολύ περισσότερο.
Υστερα σταματάω τα μπράτσα σου,
τα σβέλτα, τα μακριά, τα νευρώδη.
Μου πρόσφεραν τον δρόμο
για να σ’ αγκαλιάσω.
Σου αφαιρώ το χρώμα, τον όγκο.
Σου κόβω το πέρασμα. Ερχόσουν
κατευθείαν σ’ εμένα. Εκείνο που πιότερο
πόνο μου έδωσε, επειδή σώπασες,
είναι η φωνή σου. Πυκνή, τόσο θερμή,
περισσότερο χειροπιαστή απ’ το σώμα σου.
Αλλά ήδη ετοιμαζόταν να μας προδώσει.
Ετσι
η αγάπη μου είναι ελεύθερη, λυτή
με την αποσαρκωμένη σκιά σου.
Και μπορώ να ζω μέσα σου
χωρίς να φοβάμαι
εκείνο που περισσότερο ποθώ,
το φιλί σου, την αγκαλιά σου.
Να υπάρχω με τη σκέψη πάντα
στα χείλη, στη φωνή,
στο σώμα
που εγώ ο ίδιος σου απέσπασα
για να μπορέσω, δίχως αυτά,
να σ’ αγαπήσω.
Εγώ, που τ’ αγαπούσα τόσο!
Και ν’ αγκαλιάσω ατέλειωτα, χωρίς λύπη
-καθώς φεύγει ασύλληπτη,
με τη μεγάλη μου αγάπη ξοπίσω της
η σάρκα στον δρόμο της-
το μόνο δυνατό σου σώμα:
το γλυκό, ιδεατό σου κορμί.»
(Ποίημα του Ισπανού ποιητή, από το poema.ρ, μτφρ.: Virginia López Recio)
-Γ. Σεφέρης, «Ο άνθρωπος που του ’κλεψαν τον ίσκιο»
«Θα σου πάρουν τον ίσκιο των δέντρων, θα τον πάρουν
θα σου πάρουν τον ίσκιο της θάλασσας, θα τον πάρουν
θα σου πάρουν τον ίσκιο της καρδιάς, θα τον πάρουν
θα πάρουν τον ίσκιο σου…»
(Γ. Σεφέρης, Τετράδιο Γυμνασμάτων, Β’)
-Γιάννης Ρίτσος «Κάτω απ’ τον ίσκιο του βουνού»
«Τις νύχτες του χειμώνα, σαν έβρεχε,
κατέβαιναν ορμητικά ποτάμια απ’ το βουνό` συλλογιζόμουνα
πως θα σαρώσουν το σπίτι, τις κολώνες , τους τάφους
κι ακόμη το ίδιο το βουνό – κ’ είταν μια παρηγοριά
πάντοτε το νερό – μια ιδέα κίνησης – μια ιδέα
πως μες στη γενική καταστροφή θα καταστρέφονταν
κι ό,τι μας είχε καταστρέψει.
Το καλοκαίρι πάλι,
έκαιγε ακέριο το βουνό σαν καμίνι,
άχνιζε με τα πέτρινα ρουθούνια του, σαν παράξενο τέρας,
το καυτερό του χνώτο καταπρόσωπο στο σπίτι μας` διατηρούσε τη ζέστα
πιο πέρα απ’ τα μεσάνυχτα, ως τις 2 ή τις 3. Και τα τζιτζίκια
ανόητα, ματαιόσχολα, όλη μέρα (και τη νύχτα ακόμη)
χτυπούσαν στα μικρά ταμπούρλα τους το σύνθημα
ενός φωτεινού συναγερμού, χωρίς αιτία ή κίνδυνο
ή τουλάχιστον κίνδυνο ορατό – τα συνηθίσαμε κι αυτά` σχεδόν πια δεν
ακούγαμε
αυτούς τους φλύαρους νάνους στρατιώτες των ζεστών μεσημεριών
μέσα σε καλοκαίρια τόσο απέραντα και φωτεινά σαν πεθαμένα
όταν η λιγοστή δροσιά κατέφευγε στις σκεπασμένες στέρνες
ή στις στοές των νεκρών όπου λιώναν τα ρούχα τους
και σκούριαζαν απ’ την υγρασία οι χρυσές υδρίες που απαοθέσαμε
πλάι τους.
Τότε το μόνο που σου θύμιζε πως είσαι ζωντανός
είταν ο ιδρώς στο μέτωπό σου που μούσκευε το μαξιλάρι
και προπάντων ο ιδρώς στο λαιμό σου
μ’ αυτήν την ταπεινωτικήν ενόχληση και την επίγνωση
για τη μικρότητα αυτής της ενόχλησης που επεκτεινόταν
σε μιαν απέραντη, διεισδυτική δυσφορία ως τις ρίζες του κόσμου
που πάνω της έπλεαν μονάχα οι μύγες,
κάτι μεγάλες, μαύρες μύγες, βουερές κι αναίσχυντες.
Ίσως γι’ αυτό οι δικοί μας ξενητεύτηκαν,
κατέβηκαν στα παράλια, ετοίμασαν καράβια,
έκαναν εκστρατείες και ναυμαχίες, λέει,
μόχθησαν κ’ ίδρωσαν αλλιώς, ίσως μονάχα
για να ξεπλύνουν τον ιδρώτα του βουνού μες στο νερό, να γλυτώσουν
από τούτον τον κάθετο βράχο` – δεν ξέρω
να ορίσω το τι και το πώς- όλα μπλέκονται:
εκείνες οι ζεστές, στυφές μυρουδιές της φτέρης, του σκίνου,
της πέτρας, της μούχλας, του ασβέστη, στα φλογερά μεσημέρια,
ο ιδρώτας, τα τζιτζίκια, το βουνό, τα καράβια,
οι σκοτωμένοι στη στεριά κ’ οι πνιγμένοι
όταν τους ξέβραζε η θάλασσα σ’ ένα στρωτό ακρογιάλι
μια νύχτα, μ’ ένα κίτρινο φεγγάρι καρφωμένο σ’ ένα ακόντιο,
κι ούτε είχαν μια λαβωματιά οι πνιγμένοι στο σώμα τους –
πώς πέθαναν λοιπόν; – ποτέ μου δεν είδα πνιγμένους.
Και τ’ ασημένιο φάσμα μιας σφαγμένης κόρης
να κυματίζει ανάερο πάνω απ’ τους πνιγμένους
μ’ ένα μακρύ κρίνο στα χέρια, – άχραντη, απείραχτη
απ’ τον ιδρώτα κι απ’ τους άσημους, τους τρωκτικούς δικούς μας πόνους.
Μπορεί και να μην ενοχλούνται οι άντρες απ’ αυτά
τα εξευτελιστικά ρυάκια του ιδρώτα
που σε χρησιμοποιούν αυθαίρετα για κοίτη τους
σα νάσουν πέτρα ή χώμα ή καμένο χορτάρι. Δεν ξέρω.
Αυτοί, τα μεσημέρια, κατέφευγαν στα δημόσια λουτρά
παίζοντας ίσως και γελώντας γυμνοί, κυνηγώντας
ο ένας τον άλλον, καταβρέχοντας
ο ένας τον άλλον, με μεγάλα λαγήνια, – πώς μπορεί
να τρέχει ή να γελάει κανένας
όταν είναι γυμνός; – ποτέ δεν κατάλαβα. Όταν έβγαιναν
απ’ τα λουτρά ( τους συνάντησα κάποτε) είταν πιο όμορφοι,
πιο ευγενικοί, σαν αόριστα ένοχοι` – τα πρόσωπάτους,
δροσερά τότε και ρόδινα, υπογράμμιζαν
μια παράξενη, παρθενική συστολή, και τότε μόνο αισθάνθηκα
πως και οι άντρες μπορεί νάναι μονάχοι και μπορεί να πεθάνουν.
Εκείνοι, βέβαια, το ξεχνούσαν ή ποτέ δεν το σκέφτονταν. Τ’ απογεύματα
ακούγονταν απ’ το στίβο οι ιαχές των θεατών. Τότε οργιζόμουν`
σκέφτηκα μάλιστα κάποτε να δωροδοκήσω
το γέρο – φύλακα των αποδυτηρίων για να τους θυμίσει,
την ώρα ακριβώς που θάταν μεθυσμένοι απ’ τη νίκη τους,
την ώρα ακριβώς που θάταν αφημένοι στην εξαίσια κούρασή τους,
την ώρα ακριβώς που θάταν υπερήφανα γυμνοί κι απροστάτευτοι
να τους θυμίσει πως κι αυτοί θα γεράσουν,
να τους θυμίσει προπάντων πως κι αυτοί θα πεθάνουν. Ποτέ δεν το τόλμησα.»
(Γιάννης Ρίτσος , Κάτω απ’ τον ίσκιο του βουνού στη συλλογή Τέταρτη διάσταση, Κέδρος)
-Γ. Σουρής, «Στὸν ἴσκιο μου»
«Βρὲ ἴσκιε μου γιατί μ᾿ ἀκολουθεῖς;
Δὲ μ᾿ ἀφήνεις μόνο μου νὰ τρέχω;
Βρὲ ἴσκιε μου, δὲ πᾶς νὰ μοῦ χαθεῖς,
πρέπει κι ἐσένα σύντροφο νὰ ἔχω;
Πότε στραβὸ σὲ βλέπω πότε ἴσο,
πότε μακρὺ σὰ σούβλα, πότε νᾶνο,
τὴ μιὰ πηγαίνεις μπρός, τὴν ἄλλη πίσω
σὲ ἀπαντῶ ἐδῶ, ἐκεῖ σὲ χάνω.
Χωρὶς νὰ βλέπεις, πιάνεις ὅτι πιάνω,
μὲ ὁδηγεῖς ἀλλὰ καὶ σ᾿ ὁδηγῶ.
Καὶ τέλος πάντων κάνεις ὅτι κάνω
καὶ εἶσαι ἄλλος, δεύτερος, ἐγώ.
Βρὲ ἴσκιε μου, γιατί μ᾿ ἀκολουθεῖς;
Βρὲ ἴσκιε μου δὲ πᾶς νὰ μοῦ χαθεῖς…
Σὲ ἀπαντῶ στὸ σπίτι καὶ στὸ δρόμο
καὶ μοῦ γεννᾷς πολλὲς φορὲς τὸν τρόμο.»