Posted by Theorema
(Κείμενο που δημοσιεύτηκε στην Bibliotheque στις 5 Νοεμβρίου 2015)
«Δεν θα συναντηθούμε ποτέ ανάμεσα σε δύο στίχους του Μπωντλαίρ, δεν θα περιμένουμε ποτέ το ίδιο λεωφορείο κάτω από μια αφίσα των Coil, δεν θα είμαι το κορίτσι με το πράσινο κασκόλ που διασχίζει την Αιόλου βιαστικά. Δεν θα φωνάξουμε τα ίδια συνθήματα κάτω από την ίδια σημαία. Δεν θα γράψουμε ποτέ κάτι με μαύρη μπογιά σε έναν τοίχο. Δεν θα ανταλλάξουμε παράφορα φιλιά κάτω από τη λάμπα ενός πάρκου. Δεν θα με ακούσεις ποτέ να μουρμουρίζω τις νύχτες, δεν θα μάθω πώς μυρίζεις όταν βγαίνεις από το μπάνιο. Δεν θα δω ποτέ πώς τρως τα μακαρόνια σου, δεν θα ανακαλύψεις πού κρύβω τις ενοχές μου. Δεν θα ακούσω πώς προφέρεις το λάμδα όταν μεθάς, δεν θα αισθανθείς ποτέ τη θερμοκρασία του ώμου μου ένα καλοκαιρινό μεσημέρι δίπλα στη θάλασσα. Δεν θα δεις ποτέ τα μάτια μου να βουρκώνουν, δεν θα σκύψω πάνω σου τρυφερά. Δεν θα μάθω ποτέ τι λες όταν παραμιλάς στις 2.30 τα χαράματα, δεν θα μάθεις ποτέ αν έκανα εκείνο το τατουάζ κι αν με πόνεσε η βελόνα. Δεν θα βραχούμε ποτέ μαζί κάτω από την ίδια καταιγίδα, δεν θα τρέξουμε στα στενά για να γλιτώσουμε από τον ίδιο τρόμο. Δεν θα ομολογήσουμε ποτέ τι ώρα είναι μέσα στο μυαλό μας. Δεν θα παρατηρήσεις την επόμενη ρυτίδα μου, δεν θα μετρήσω τις καινούριες άσπρες τρίχες στα μαλλιά σου. Δεν θα μετρήσουμε τα κύματα μιας κόκκινης θάλασσας έξω από το Φες, δεν θα έχουμε κοινό κλειδί για όλες μας τις πόρτες.Δεν θα με βοηθάς να μεταμορφώνω τα ψέματα σε αλήθειες, δεν θα περιμένω κοιτώντας το ρολόι μέχρι να φανείς. Δεν θα ενώσουμε ποτέ τη θέα από τα παράθυρά μας, δεν θα σπάσουμε το κινέζικο σερβίτσιο πάνω στον καυγά. Δεν θα κοιτάξουμε ποτέ στα μάτια το παιδί μας. Δεν θα υποδυθούμε ποτέ τους αμέτρητους ρόλους μας, δεν θα με πεις “αγάπη μου”, δεν θα βουλιάξουμε ποτέ μέσα στο ίδιο όμορφο καράβι».
Αυτά είπε το σκιάχτρο με το κίτρινο φουστάνι και τα μακριά μαλλιά στον ξύλινο Εσταυρωμένο που στεκόταν δίπλα του. Εκείνος δεν απάντησε. Γύρω τους, το χωράφι ήταν γεμάτο ώριμα σπαρτά, κάτι μαύρα κοράκια πετούσαν πιο κει κυκλώνοντας το κουφάρι μιας άτυχης χελώνας. Ο ουρανός ήταν καθαρός. Το σκιάχτρο ζούσε σε κείνο το χωράφι πολύ καιρό. Τον Εσταυρωμένο τον είχαν καρφώσει εκεί την προηγούμενη νύχτα οι τρεις ξένοι που λήστεψαν την εκκλησία του χωριού και έβαλαν φωτιά στο ταχυδρομείο.
«Κοίτα τους πώς μοιάζουν», είχε πει ο μεγαλύτερος, παρατηρώντας τα ανοιχτά τους χέρια πάνω στα ξύλινα στηρίγματα.
«Σαν δυο σταγόνες νερό», είχε γελάσει ο μικρός ρίχνοντας μια κλωτσιά τη βάση του Εσταυρωμένου.
«Τώρα έγιναν ζευγάρι. Ο Εσταυρωμένος και το Σκιάχτρο», είχε συνεχίσει το δωδεκάχρονο κορίτσι που τους ακολουθούσε παντού και μετά συνέχισε να τρώει τα νύχια του με μανία.
Το επόμενο πρωί, στη μέση του χωραφιού, τέσσερα χέρια απλώνονταν ορθάνοιχτα στον ορίζοντα και τέσσερα πόδια παρέμεναν δεμένα στη βάση ενός ξύλου. Εις διπλούν. Κανείς δεν φάνηκε να προσέχει τον καινούριο κάτοικο ανάμεσα στα στάχυα. Τα αυτοκίνητα διέσχιζαν τον κάμπο σηκώνοντας σκόνη στον χωματόδρομο, τα κοράκια και οι μάινες τσιμπολογούσαν εδώ κι εκεί. Όλα συνεχίζονταν κανονικά.
Η σκιά των δύο συγκατοίκων πάνω στη γη ήταν το μόνο που άλλαζε καθώς περνούσαν οι ώρες και μετατοπίζονταν ο ήλιος στον ουρανό.