sioualtec (η σφήκα) | Σάββατο, 7 Νοεμβρίου 2015
Του Χρήστου Λάσκου
Σήμερα, 7 Νοεμβρίου 2015, κλείνουν αισίως (!) 98 χρόνια από την επικράτηση της μεγάλης Ρωσικής Επανάστασης.
Παρόλο που δύσκολα θα μπορούσαμε να επικαλεστούμε τις τωρινές μας εμπειρίες ως αφορμή για έναν αναστοχασμό πάνω στο 1917 –ή το αντίθετο- δεν είναι λίγοι οι φίλοι που το κάνουν. Στο σύνολό τους, μάλιστα, ανήκουν σε όσους επέλεξαν να παραμείνουν σε ό,τι απέμεινε από τον ΣΥΡΙΖΑ μετά τον ορυμαγδό του καλοκαιριού.
Το επεισόδιο στο οποίο κατεξοχήν, για να μην πω αποκλειστικά, αναφέρονται οι συγκεκριμένοι σύντροφοι είναι αυτό της περίφημης Συνθήκης του Μπρεστ Λιτόφσκ, με την οποία το επαναστατικό κράτος των σοβιέτ παραχώρησε ένα μεγάλο μέρος της ευρωπαϊκής του επικράτειας στη Γερμανία και μαζί το μεγαλύτερο ποσοστό της βιομηχανικής του υποδομής.
Η επιλογή αυτή, προφανώς, έχει συγκεκριμένη στόχευση: αν η «πρότυπη» σοσιαλιστική επανάσταση προχώρησε σε έναν τέτοιας έκτασης συμβιβασμό, λέει το επιχείρημα, ποιος μπορεί να «κατηγορήσει» την κυβέρνηση για την συνθηκολόγηση της 12ης Ιουλίου στα σοβαρά; Ποιος δικαιούται, με άλλα λόγια, αν δεν είναι ανόητος αριστεριστής ή άσχετος στην πολιτική ως τέχνης του εφικτού, να αμφισβητήσει πως ο μνημονιακός συμβιβασμός ήταν αναγκαίος προκειμένου να… (;).
Αυτό το «αφήγημα» κυκλοφορεί πολύ καιρό τώρα και επανέρχεται με κάθε ευκαιρία. Σήμερα, λοιπόν, νομίζω πως προσφέρεται η μέρα για να «αναμετρηθούμε» μαζί του. Γιατί παραείναι έωλο ώστε να κυκλοφορεί με τόση άνεση.
Παρόλο που δύσκολα θα μπορούσαμε να επικαλεστούμε τις τωρινές μας εμπειρίες ως αφορμή για έναν αναστοχασμό πάνω στο 1917 –ή το αντίθετο- δεν είναι λίγοι οι φίλοι που το κάνουν. Στο σύνολό τους, μάλιστα, ανήκουν σε όσους επέλεξαν να παραμείνουν σε ό,τι απέμεινε από τον ΣΥΡΙΖΑ μετά τον ορυμαγδό του καλοκαιριού.
Το επεισόδιο στο οποίο κατεξοχήν, για να μην πω αποκλειστικά, αναφέρονται οι συγκεκριμένοι σύντροφοι είναι αυτό της περίφημης Συνθήκης του Μπρεστ Λιτόφσκ, με την οποία το επαναστατικό κράτος των σοβιέτ παραχώρησε ένα μεγάλο μέρος της ευρωπαϊκής του επικράτειας στη Γερμανία και μαζί το μεγαλύτερο ποσοστό της βιομηχανικής του υποδομής.
Η επιλογή αυτή, προφανώς, έχει συγκεκριμένη στόχευση: αν η «πρότυπη» σοσιαλιστική επανάσταση προχώρησε σε έναν τέτοιας έκτασης συμβιβασμό, λέει το επιχείρημα, ποιος μπορεί να «κατηγορήσει» την κυβέρνηση για την συνθηκολόγηση της 12ης Ιουλίου στα σοβαρά; Ποιος δικαιούται, με άλλα λόγια, αν δεν είναι ανόητος αριστεριστής ή άσχετος στην πολιτική ως τέχνης του εφικτού, να αμφισβητήσει πως ο μνημονιακός συμβιβασμός ήταν αναγκαίος προκειμένου να… (;).
Αυτό το «αφήγημα» κυκλοφορεί πολύ καιρό τώρα και επανέρχεται με κάθε ευκαιρία. Σήμερα, λοιπόν, νομίζω πως προσφέρεται η μέρα για να «αναμετρηθούμε» μαζί του. Γιατί παραείναι έωλο ώστε να κυκλοφορεί με τόση άνεση.
Ας το δούμε, λοιπόν: ομοιότητες και διαφορές.
Ως προς τις πρώτες, δεν μπορώ να σκεφτώ παρά μόνο μία -και στις δύο περιπτώσεις έχουμε συμβιβασμό.
Πάμε λίγο στις διαφορές.
Με πρώτη, όσο κι αν θα εκπλήξει ίσως τους ανυποψίαστους, αυτή που αφορά ζητήματα δημοκρατίας. Ως προς τα οποία, η ρωσική περίπτωση υπερτερεί σε τέτοιο βαθμό, που η σύγκριση δεν μπορεί παρά να θεωρηθεί κανονική φάρσα. Οι ρώσοι επαναστάτες κατέληξαν στην απόφαση για τη «Συμφωνία» τους μετά από πολύμηνη, ανοιχτή, και έντονη συζήτηση στο κόμμα και τα σοβιέτ, που διερεύνησε όλα τα δεδομένα και ολοκληρώθηκε, δικαίως, με όλες τις αντεγκλήσεις, σε κλίμα σαφούς δημοκρατικής νομιμοποίησης. Δεν αποφάσισε κάποιος (ο Λένιν π.χ. και η … παρέα του), αλλά εξαντλήθηκαν όλες οι δυνατότητες συλλογικής συναπόφασης –γι’ αυτό και συνέχισαν όλοι μαζί χωρίς αμφισβητήσεις και «ανακυκλώσεις». Αυτό –η δημοκρατία, δηλαδή- ήταν το μέγιστο κριτήριο για την ορθότητα της απόφασης –και τίποτε άλλο.
Δεύτερη διαφορά είναι η κατά πολύ πιεστικότερη κατάσταση που αντιμετώπιζαν οι ρώσοι κομμουνιστές. Βρίσκονταν κυριολεκτικά με το όπλο στο κρόταφο. Σε συνθήκες ακραίας πείνας, εξαθλίωσης, με επαπειλούμενη την ίδια τη ζωή μεγάλου τμήματος του πληθυσμού. Και με συσχετισμούς, που στην συγκεκριμένη περίοδο της άνοιξης του 1918, ήταν συντριπτικά εναντίον τους. Ήδη, όπως θρυλείται, ο Λένιν είχε χορέψει στη χιονισμένη Κόκκινη Πλατεία δυό τρεις μήνες πριν, ευτυχής που είχαν αντέξει 73 ημέρες, σπάζοντας το ρεκόρ της προηγούμενης μεγάλης επαναστατικής προσπάθειας, της Κομμούνας του Παρισιού, που ετελεύτησε στις 72.
Η σημαντικότερη, ωστόσο, διαφορά είναι η τρίτη.
Οι ρώσοι έφτασαν στον επώδυνο συμβιβασμό (sic) έχοντας να υπερασπιστούν ένα ήδη κολοσσιαίο έργο: διανομή της γης στους φτωχούς αγρότες, εργατικός έλεγχος παντού, κοινωνικοποιήσεις σε όλα τα βασικά αγαθά.
Και προετοιμάζοντας την ίδια περίοδο το πρώτο Σοβιετικό Σύνταγμα, το πιο προωθημένο πολιτικά και κοινωνικά κείμενο στην ιστορία της ανθρωπότητας. Ένα χειραφετητικό, ελευθεριακό όπλο για τον κόσμο της εργασίας, τους φτωχούς και τους καταπιεσμένους κάθε είδους σε ολόκληρο τον πλανήτη, που όμοιό του δεν υπήρξε ποτέ και πουθενά.
Συμβιβάστηκαν, λοιπόν, οι ρώσοι –και την ίδια ακριβώς στιγμή ανατίναζαν τον κόσμο στον αέρα.
Συμβιβαστήκαμε κι εμείς – και ψάχνουμε ακόμη να βρούμε τι, εκτός από τις τράπεζες, υπερασπιστήκαμε με τον συμβιβασμό: τους άνεργους, τους μαθητές και τις μαθήτριες, τα νοσοκομεία ή τις συντάξεις;
Η σύγκριση είναι τόσο γκροτέσκα, που καταλήγει κωμική.
Ως προς τις πρώτες, δεν μπορώ να σκεφτώ παρά μόνο μία -και στις δύο περιπτώσεις έχουμε συμβιβασμό.
Πάμε λίγο στις διαφορές.
Με πρώτη, όσο κι αν θα εκπλήξει ίσως τους ανυποψίαστους, αυτή που αφορά ζητήματα δημοκρατίας. Ως προς τα οποία, η ρωσική περίπτωση υπερτερεί σε τέτοιο βαθμό, που η σύγκριση δεν μπορεί παρά να θεωρηθεί κανονική φάρσα. Οι ρώσοι επαναστάτες κατέληξαν στην απόφαση για τη «Συμφωνία» τους μετά από πολύμηνη, ανοιχτή, και έντονη συζήτηση στο κόμμα και τα σοβιέτ, που διερεύνησε όλα τα δεδομένα και ολοκληρώθηκε, δικαίως, με όλες τις αντεγκλήσεις, σε κλίμα σαφούς δημοκρατικής νομιμοποίησης. Δεν αποφάσισε κάποιος (ο Λένιν π.χ. και η … παρέα του), αλλά εξαντλήθηκαν όλες οι δυνατότητες συλλογικής συναπόφασης –γι’ αυτό και συνέχισαν όλοι μαζί χωρίς αμφισβητήσεις και «ανακυκλώσεις». Αυτό –η δημοκρατία, δηλαδή- ήταν το μέγιστο κριτήριο για την ορθότητα της απόφασης –και τίποτε άλλο.
Δεύτερη διαφορά είναι η κατά πολύ πιεστικότερη κατάσταση που αντιμετώπιζαν οι ρώσοι κομμουνιστές. Βρίσκονταν κυριολεκτικά με το όπλο στο κρόταφο. Σε συνθήκες ακραίας πείνας, εξαθλίωσης, με επαπειλούμενη την ίδια τη ζωή μεγάλου τμήματος του πληθυσμού. Και με συσχετισμούς, που στην συγκεκριμένη περίοδο της άνοιξης του 1918, ήταν συντριπτικά εναντίον τους. Ήδη, όπως θρυλείται, ο Λένιν είχε χορέψει στη χιονισμένη Κόκκινη Πλατεία δυό τρεις μήνες πριν, ευτυχής που είχαν αντέξει 73 ημέρες, σπάζοντας το ρεκόρ της προηγούμενης μεγάλης επαναστατικής προσπάθειας, της Κομμούνας του Παρισιού, που ετελεύτησε στις 72.
Η σημαντικότερη, ωστόσο, διαφορά είναι η τρίτη.
Οι ρώσοι έφτασαν στον επώδυνο συμβιβασμό (sic) έχοντας να υπερασπιστούν ένα ήδη κολοσσιαίο έργο: διανομή της γης στους φτωχούς αγρότες, εργατικός έλεγχος παντού, κοινωνικοποιήσεις σε όλα τα βασικά αγαθά.
Και προετοιμάζοντας την ίδια περίοδο το πρώτο Σοβιετικό Σύνταγμα, το πιο προωθημένο πολιτικά και κοινωνικά κείμενο στην ιστορία της ανθρωπότητας. Ένα χειραφετητικό, ελευθεριακό όπλο για τον κόσμο της εργασίας, τους φτωχούς και τους καταπιεσμένους κάθε είδους σε ολόκληρο τον πλανήτη, που όμοιό του δεν υπήρξε ποτέ και πουθενά.
Συμβιβάστηκαν, λοιπόν, οι ρώσοι –και την ίδια ακριβώς στιγμή ανατίναζαν τον κόσμο στον αέρα.
Συμβιβαστήκαμε κι εμείς – και ψάχνουμε ακόμη να βρούμε τι, εκτός από τις τράπεζες, υπερασπιστήκαμε με τον συμβιβασμό: τους άνεργους, τους μαθητές και τις μαθήτριες, τα νοσοκομεία ή τις συντάξεις;
Η σύγκριση είναι τόσο γκροτέσκα, που καταλήγει κωμική.