EPA / KATIA CHRISTODOULOU
Στην πυκνή ζούγκλα της διεθνούς «ελεύθερης αγοράς» και του «ανταγωνισμού», εκτός από τα μεγαθήρια του χρηματοπιστωτικού τομέα και τους περίφημους (κακόφημους) Οίκους Αξιολόγησης (Μοody’s, Standard and Poor’s και Fitch), ενδημούν και διάφορα άλλα είδη του οικονομικού βασιλείου, λιγότερο ορατά αλλά το ίδιο τοξικά και επικίνδυνα για το δημόσιο συμφέρον.
«Τα νομικά γραφεία, όπως και οι ορκωτοί ελεγκτές, τα γραφεία συμβούλων και οι επικοινωνιολόγοι είναι για τη σκιώδη οικονομία ό,τι είναι και οι δεύτεροι ρόλοι στο Χόλιγουντ δίπλα στους μεγάλους σταρ: πρόκειται για αναγκαίους μηχανισμούς, με γερή δομή, οι οποίοι είναι πλήρως ενσωματωμένοι στο συγκεκριμένο κατεστημένο [των επιχειρήσεων], ακόμα και στην ίδια του την ελίτ».
Ετσι περιγράφει ο γνωστός Γάλλος δημοσιογράφος Μαρκ Ρος τον ρόλο τους στη συστηματική προσπάθεια των επιχειρηματικών κολοσσών να αποφύγουν τη φορολογία και να αυξήσουν θεαματικά την κερδοφορία τους.
Το θέμα επανήλθε στην επικαιρότητα με αφορμή την υπόθεση δίωξης εις βάρος της τέως γενικής γραμματέως Δημοσίων Εσόδων, Κατερίνας Σαββαΐδου, για την εμπλοκή της στο «πάγωμα» προστίμου στην εταιρεία Gennet.
Στην υπόθεση, όπως έχει δείξει η «Εφ.Συν.», υπάρχουν δεδομένα με οσμή σύγκρουσης συμφερόντων για την ίδια, η οποία προϋπήρξε υψηλόβαθμο στέλεχος της PriceWaterHouseCoopers. Αρμόδια να απαντήσει είναι η ελληνική Δικαιοσύνη, όμως αντίστοιχα φαινόμενα είναι καθημερινά σε διεθνές επίπεδο.
Τα ονόματα των PriceWater-HouseCoopers, Deloitte, KPMG και Ernst & Young μπορεί να μη λένε πολλά στο ευρύ κοινό, αλλά στη διεθνή αγορά είναι γνωστά ως Big Four (Οι Μεγάλες Τέσσερις) και έχουν τη δύναμη να καθορίζουν σε κάποιο βαθμό τη μελλοντική πορεία των μεγα-εταιρειών.
Και αυτό γιατί έχουν την ευθύνη για τις οικονομικές καταστάσεις της επιχείρησης που ελέγχουν, επαληθεύουν τους ισολογισμούς της, αξιολογούν τις προοπτικές αναφορικά με τα κέρδη ή τα μερίδια αγορών, ετοιμάζουν τα έγγραφα που απαιτούνται από τις χρηματιστηριακές ή εποπτικές αρχές των κρατών και συμπληρώνουν τη φορολογική της δήλωση.
Στην παρούσα χρηματοπιστωτική κρίση σε πολλές περιπτώσεις οι ελεγκτικές αυτές εταιρείες, όπως λέει ο Ρος, «αγνόησαν τα παραπτώματα των πελατών τους και δεν ενημέρωσαν τις αρχές για τις ενδεχόμενες υποψίες τους».
Προσθέτει δε ότι η ποιότητα του ελέγχου πλήττεται αντικειμενικά από το φαινόμενο του γιγαντισμού των πολυεθνικών επιχειρήσεων, ενώ και οι αμοιβές των ελεγκτών δεν είναι υψηλές, καθώς «ο έλεγχος χρησιμεύει ως δέλεαρ για να εξασφαλίσουν οι Big Four αναθέσεις παροχής συμβουλών σε φορολογικά θέματα που είναι πιο προσοδοφόροι».
Εδώ, βέβαια, προκύπτει και η σύγκρουση συμφερόντων, αφού ο ελεγκτής γίνεται ουσιαστικά και σύμβουλος φοροδιαφυγής. Σε τι άλλο συνίσταται αυτή η σύγκρουση; Στο ότι μαζί με τις πολυεθνικές, οι Big Four χρηματοδοτούν το Σώμα Διεθνών Λογιστικών Προτύπων, δηλαδή μία από τις πιο αθέατες ενώσεις, στην οποία οι Αρχές παραχώρησαν ένα σημαντικό προνόμιο: να ορίζει τους διεθνείς λογιστικούς κανόνες. Με άλλα λόγια, έβαλαν τον λύκο να φυλάει τα πρόβατα.
Σ’ αυτό το παιχνίδι καθοριστικό ρόλο παίζουν και τα «γραφεία συμβούλων», τα οποία σε αντίθεση με τους ελεγκτικούς οίκους δεν έχουν αστική ή ποινική ευθύνη. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα η McKinsey, η οποία ειδικεύεται σε πώληση τεχνογνωσίας σε Δημόσιο και Επιχειρήσεις σε θέματα στρατηγικής και αναδιοργάνωσης.
Μείωση κόστους, διαρκείς απολύσεις και τεχνολογική βελτίωση είναι τα μέσα που χρησιμοποιεί, μαζί με ευρύ δίκτυο επιρροής και αλληλοβοήθειας, στο οποίο συμμετέχουν πρώην εργαζόμενοί της που πέρασαν στον δημόσιο τομέα, στις επιχειρήσεις ή στο συνεταιριστικό κίνημα.
Αυτοί οι «πρώην» είναι ευεπίφοροι στο να υποχωρούν στην πίεση της McKinsey, όταν πρόκειται να διενεργήσουν αναδιοργάνωση μιας εταιρείας ή έλεγχο στις οικονομικές της καταστάσεις. Το φαινόμενο δηλαδή της «περιστρεφόμενης πόρτας» (revolving door), για το οποίο γράψαμε επανειλημμένα.
Τα δικηγορικά γραφεία
Τρίτη κορυφή του «αθέατου τριγώνου» αποτελούν τα μεγάλα δικηγορικά γραφεία, με τους επίλεκτους και διαπρεπείς δικηγόρους, οι οποίοι είναι σπεσιαλίστες στο να ανακαλύπτουν τα κενά και τις τρύπες της νομοθεσίας, προσφέροντας στους πελάτες τους (κυρίως πολυεθνικές) τη δυνατότητα να πληρώνουν τους κατά το δυνατόν λιγότερους φόρους.
Ετσι, επιχειρηματικοί κολοσσοί σχεδόν δεν πληρώνουν φόρους στις χώρες προέλευσής τους. «Αυτό εξηγεί» λέει ο Ρος «γιατί οι είκοσι μεγαλύτερες βρετανικές εταιρείες έχουν περισσότερες από χίλιες εταιρείες-κελύφη σκορπισμένες στις υπεράκτιες ζώνες».
Η σημερινή διευθύντρια του ΔΝΤ, Κριστίν Λαγκάρντ, ειδική του δικαίου των επιχειρήσεων, διηύθυνε από το 1999 μέχρι το 2004 το φημισμένο αμερικανικό δικηγορικό γραφείο Baker McKenzie, ασχολούμενη με τις συγχωνεύσεις-εξαγορές και τις επιχειρηματικές συναλλαγές. Τώρα, η ίδια, από τη νέα της επίσης χρυσοπληρωμένη θέση, κανοναρχεί για τα διεθνή οικονομικά, τις επιχειρήσεις, τις επενδύσεις και, φυσικά, το χρέος.
Τελευταίοι, αλλά όχι λιγότερο σημαντικοί, είναι οι επικοινωνιολόγοι, οι οποίοι επιφορτίζονται με το καθήκον να «εξειδικεύουν» στο κοινό τις επιλογές του χρηματοπιστωτικού τομέα και των επιχειρήσεων και να εξωραΐζουν τις στρεβλώσεις και τις παρανομίες που γίνονται στην γκρίζα ζώνη της σκιώδους οικονομίας.
Από κοντά και οι οικονομικοί συντάκτες μεγάλων ΜΜΕ, οι οποίοι, είτε λόγω τύφλωσης και ιδεολογικής πίστης στις δυνατότητες της ελεύθερης αγοράς είτε λόγω πιο ταπεινών κινήτρων, απέτυχαν να επισημάνουν στην πρόσφατη κρίση τη σχέση μεταξύ των υπερβολικά σύνθετων χρηματοοικονομικών προϊόντων και της κερδοσκοπίας, αλλά και τους κινδύνους από την υπερβολική ανάληψη κινδύνων εκ μέρους των τραπεζών και των επενδυτικών οίκων.
Η περίοδος αυτή, όπως έχουν επισημάνει πολλοί αναλυτές, συνέπεσε με μια οικονομική συγκυρία άνθησης του οικονομικού Τύπου, χάρη σ’ ένα μοντέλο ανάπτυξης διεθνώς που στηριζόταν στην κατανάλωση, στα δάνεια, στις τράπεζες και στην αγορά ακινήτων, θέματα που έφερναν σημαντικά έσοδα από διαφήμιση στα ΜΜΕ. Και ο νοών νοείτω.