Το είδος «διαχειριστής πολυκατοικίας» δεν είναι μιας ράτσας μονάχα. Δεν βγαίνουν όλοι σε Δήμος Σταρένιος mode. Δυο χρόνια μου ‘λαχαν, τα ζόρικα χρόνια. Με το πετρέλαιο στο θεό, με διαμερίσματα λειψά στο μέτρημα, με τα επιδόματα θέρμανσης, με ανθρώπους έτοιμους να βγάλουν -θαρρείς- μαχαίρι αν έκαιγες τα καλοριφέρ μισή ώρα παραπάνω στα μεγάλα κρύα, με άλλους που σου φτύναν στα μούτρα το «δεν ξαναπληρώνω» επειδή τα έκαψες μόνο μισή ώρα παραπάνω ενώ «εμείς στον τελευταίο κρυώνουμε, δεν θα μας πει ο δεύτερος πώς θα τα καίμε», και πάλι ευχαριστώ να λέμε που το μέταλλο συνέχιζε να καίει αδιάλειπτα, για όλους. Για όλους, είχαν δεν είχαν να πληρώσουν τα κοινόχρηστα. Τα καλά και τα άσχημα της κεντρικής θέρμανσης, στις παλιάς κοπής οικοδομές.
Δεκαεφτά αλλαγμένες λάμπες σε δυόμιση χρόνια, τι διάολο, ο Ήτα-Βήτα να ζούσε ανάμεσά μας πάλι λιγότερες θα χρειαζόμασταν. Περασμένες δέκα και μισή το βράδυ να σου χτυπάνε την πόρτα (όχι κουδούνι, το έβρισκαν αγενές, η πόρτα άφηνε μια χαραμάδα οικειότητας και τρυφεράδας στην ενόχληση) για να σου πει χωρίς ντροπή ο σαρανταπεντάχρονος μαντράχαλος «αν μπορείς» (δηλαδή «κοίτα να μπορέσεις τώρα!») να αλλάξεις τη λάμπα στον ανατολικό διάδρομο του πρώτου, στη γωνία, γιατί θα ρθουν σε λίγο τα παιδιά απ΄το φροντιστήριο και θα αγριευτούν με τα σκοτάδια. Θαρρείς και οι άλλες δυο λάμπες στον όροφο δεν ήταν αρκετές για να δώσουν τα φώτα τους μέχρι αύριο το απόγευμα, που -όσο να ΄ναι- οι λάμπες αλλάζουν με αλλεγρία και όχι (αν και προσποιούμουν προθυμία με επιτυχία) δύσθυμα. Η αλλαγή στις λάμπες ήταν διαχειριστικό καθήκον, όπως και το ότι όφειλε κάθε βράδυ πρίν πέσει για ύπνο να κάνει μια γρήγορη παντοφλάτη περιπολία σ’ όλους τους ορόφους για να ξέρει ποιες ζουν και ποιες ψόφησαν. Ακούγοντας, συχνά πυκνά σαχλαμαρίτσες επιπέδου «τι θα γίνει με κείνη τη καμένη λάμπα του τρίτου; θα περιμένουμε τις εκπτώσεις για να αγοράσουμε μια;». Eίχα ανεξάντλητο ρεπερτόριο απαντήσεων αλλά χαμογελούσα, μόνο. «Θα την αλλάξω, σήμερα», το μόνο που άκουγαν από το στόμα μου.
Τέσσερις όροφοι, εικοσιένα διαμερίσματα, δεκαεφτά δικαιούχοι επιδόματος θέρμανσης, λαϊκή οικοδομή γαρ. Περάσαν όλοι από μένα, ένας ένας. «Μήπως θα μπορούσες να κάνεις την αίτηση για λογαριασμό μας;». Θα μπορούσα. Μπόρεσα, για όλους. Γιά την ψυχή του παππού μου, που έδωσε τέτοιο τεφαρίκι οικόπεδο και τέτοια κηπάτη μονοκατοικία για να γίνει τσιμεντόκουτο. Τέλειωνα με τις αιτήσεις τους για να τους ακούω μετά, έναν έναν, κάθε φορά που με συναντούσαν στην είσοδο, στο ασανσέρ, στην πυλωτή, ακόμη και στο γαλατά στην πάνω γωνία, να με ρωτάνε με ένα μεγάλο ρεπερτόριο από απορία ως ενόχληση «τι θα γίνει με το επίδομα; ακόμη τίποτε δεν μας έβαλαν». Κάποια μέρα βαρέθηκα, φοβήθηκα και να μη βγει απ’ το στόμα μου κάτι απρεπές και χαλάσει το προφίλ του καλού παιδιού και οικογενειάρχη που με καταδυνάστευε, κόλλησα ένα χαρτί στον πίνακα ανακοινώσεων, «Τηλέφωνο πληροφοριών για το Επίδομα Θέρμανσης…..». Σε δυο μέρες δεν υπήρχε εκεί. Κάποιος θα το θεώρησε επιθετική ενέργεια εκ μέρους μου. Ή θα βαρέθηκε να το αντιγράψει.
Μια μέρα έκανα το λάθος να βάλω άλλη μια ανακοίνωση που έλεγε «μεθαύριο μεταξύ 11 και 1 θα πλυθεί με το πιεστικό η πυλωτή, παρακαλώ αφήστε τα αυτοκίνητά σας στους γύρω δρόμους για να μην λερωθούν και για να διευκολύνουμε την καθαριστική». Η πυλωτή δεν πλύθηκε, θαρρείς και μόνο αναλφάβητοι ζούσαν σ’ αυτή την οικοδομή. Αν στεγάζει δεκαπέντε αυτοκίνητα τις άλλες μέρες, εκείνη τη μέρα είχε είκοσι. Οι γύρω δρόμοι ήταν άδειοι, σε επαρχία ζούμε, στις παρυφές της, να πεις ότι ψάξαν και δεν βρήκαν μέρος να αφήσουν τις λαμαρίνες τους. Αλλά ώρα και όρεξη για γκρίνια βρήκαν μετά από καναδυό εβδομάδες «τι θα γίνει μ’ αυτή την πυλωτή; Σε λίγο μανιτάρια θα φυτρώσουν απ΄τη βρωμιά και τα χώματα». Δεν μίλησα, τι να πεις. Αν και ήθελα να πω κάτι έξυπνο περί μανιταριών αλλά στράφι θα πήγαινε, δεν μου φαινόταν κανείς για μανιταρόφιλος στην οικοδομή μας.
Ο πετρελαιάς με ήξερε από παλιά, μικρή πόλη, λίγο πολύ γνωστοί όλοι. «Με πίστωση δεν δίνω σε κανέναν αλλά για σένα την κάνω την εξαίρεση». Πίστωση γερή, και ένα και δυο χιλιάρικα κάποια στιγμή. Και τρέχα μετά να μαζεύεις, πόρτα πόρτα, για να ΄χεις μούρη να ξαναζητήσεις πίστωση. Κάποια στιγμή πολλές πόρτες δεν άνοιξαν. Μπορεί και δικαιολογημένα. Ντρεπόμουν να συνεχίσω να χτυπάω πόρτες που δεν άνοιγαν, ντρεπόμουν να πάω να του πω «σου χρωστάω οκτακόσια, βάλε όμως κι άλλους δυο τόνους πετρέλαιο με έξτρα πίστωση επειδή θες να πας στον παράδεισο». Του έδωσα εγώ τα οκτακόσια και πήγα στην κόλαση μέχρι να τα μαζέψω και να μη πάρει μυρωδιά η κυρία διαχειριστού και μας ακούσουν σαράντα οικοδομές μακρύτερα. Νομίζω μου πήρε πέντε μήνες. Δεν το είπα σε κανέναν τους, νομίζουν πως πληρώσουν δεν πληρώσουν κάποια γωνιά της οικοδομής γεννάει λεφτά, όπως γεννάει και σπασμένες λάμπες. Απορώ πως δεν μας πήρε μυρωδιά νωρίτερα ο σχωρεμένος ο Κιούμπρικ κι έτρεχε και ξοδευόταν με τα συνεργεία του στα βουνά και στα Κολοράντα.
Αρχές άνοιξης χαλάσαν τα θυροτηλέφωνα. Σε άκουγε ο κάτω αλλά δεν τον άκουγες εσύ, επικίνδυνο, οι κακοί είναι έξω, οι καλοί μέσα. Με πήραν τηλέφωνο στη δουλειά, τέσσερις μέσα σε μια ώρα, ούτε καν συνεννοούνται μεταξύ τους. «Δεν λειτουργούν τα θυροτηλέφωνα». Φώναξα ηλεκτρολόγο, σκάλισε, πείραξε, άλλαξε, σε τρεις ώρες είπε «εντάξει είναι», τα δοκίμασε, έφυγε. Την επόμενη μέρα με ξαναπήραν στη δουλειά, «δεν δουλεύουν τα θυροτηλέφωνα, ακούμε τους κάτω που χτυπάνε αλλά δεν μας ακούνε αυτοί». Ε και τι πειράζει; ήθελα να τους πω, άμα ακούς ποιος χτυπάει ανοίγεις αν θες, κάνεις τον κουφό αν θες, αλλά είπα μόνο «εντάξει, θα τον ξαναφωνάξω». Ξανάρθε, ξανασκάλισε, ξαναπείραξε, τα ξαναδοκίμασε, έφυγε. Έκτοτε είναι μια έκπληξη, κάθε μέρα κι αλλιώς. Το μόνο που δεν μας έτυχε ακόμη είναι να πατάνε από κάτω και να μιλάνε αναμεταξύ τους ο τρίτος με τον τέταρτο χωρίς να τους ακούει ο δεύτερος και αυτός ο έρμος που περιμένει κάποιον να του ανοίξει αλλά είπαμε, οι κακοί είναι έξω, οι καλοί μέσα, ας μη σώσουμε κι ανοίξουμε σε κανέναν.
Η ώριμη νεαρή του δεύτερου -χωρισμένη, τρία παιδιά, bιg story, άλλου κειμένου αντικείμενο – χρωστούσε έξη μηνών κοινόχρηστα, απ΄τα βαριά, τα χειμερινά. Σε δυο συγκεντρώσεις (που, ευλόγως, ήταν απούσα) οι προτάσεις είχαν μια ευρύτατη γκάμα από «σε δικηγόρο, αμέσως» μέχρι «ας είναι, ούτε από δέκα ευρώ παραπάνω μας βγαίνει στο διαμέρισμα» και από «όλοι ζόρια έχουμε, δεν θα πληρώνω εγώ για να ζεσταίνονται όσοι δεν δίνουν μία» μέχρι «εγώ πάντως ντρέπομαι αν δεν κάνουμε υπομονή λίγο ακόμη». Έβγαζα λόγους, κάθε φορά, άλλους έπειθα, άλλοι μου λέγαν «αν έχεις εσύ να πληρώνεις πλήρωνε, εμένα δεν με περισσεύουν», στο τέλος χάρηκα που η πλειοψηφία δεν μας στιγμάτισε όλους, γιατί μετά δεν ξεχωρίζουν οι καλοί απ΄τους κακούς, όλοι οι κακοί μέσα στην οικοδομή θα είναι, θα πηγαίνεις για ύπνο και θα ντρέπεσαι γι αυτό που έγινες. Σιγά σιγά πλήρωσε το περισσότερο χρέος της, ηρεμήσαν για λίγο οι απόλυτοι, πέρασαν μήνες, τώρα ξαναμαζεύτηκαν τόσα και λίγα ακόμη. Κοντά σ΄αυτήν προστέθηκε κι άλλος ένας. Με τόσα και λίγα ακόμη και ακόμη λίγα. Διάβασα σήμερα σημείωμα στον πίνακα «συγκέντρωση Δευτέρα 6μμ, θέμα: απλήρωτα κοινόχρηστα». Ευτυχώς δεν ήταν δικά μου τα γράμματα. Είμαι περίεργος -και λίγο φοβισμένος- να δω πόσο θα αντέξει η, ως πέρυσι, πλειοψηφία του «καλού».
Κράτησα τη διαχείριση εικοσιοκτώ μήνες ακριβώς. Παρέδωσα στον επόμενο με πλεόνασμα έξη ευρώ, δυό διαμερίσματα κουφά στις εκκλήσεις μου και εφτά καινούριες λάμπες. Στη διάρκεια της θητείας μου δεν είχαμε κανέναν θάνατο, καμιά γέννηση, κανένα διαζύγιο, νομίζω ακούστηκαν τρεις οργασμοί (μπορεί και να ήταν όμως απ΄την απέναντι οικοδομή, είναι θορυβώδεις γενικά εκεί), έγινε ένας βιβλικός καυγάς στον δεύτερο -εκείνος έφταιγε, δεν είχε καμιά δουλειά να πάρει την κουμπάρα τηλέφωνο να πάνε “για δυο ωρίτσες” Θεσσαλονίκη οι δυο τους όσο εκείνη, που εντάξει, πάχυνε αλλά και η κουμπάρα τρία στρέμματα κώλο είχε, δούλευε σαν το ζώον στο ταμείο του σουπερμάρκετ, αλλά και η κουμπάρα δεν ήταν και αμέμπτου εδώ που τα λέμε- , υπάρχουν ακόμη απλήρωτα υπόλοιπα απ’ το επίδομα θέρμανσης αλλά άμα θες πρώτη φορά αριστερά οφείλεις να πληρώσεις και μια μικρή συνδρομή για να το απολαύσεις, τη μέρα που κάναμε την κλήρωση για τον νέο διαχειριστή όλοι ανεξαιρέτως (ακόμη και οι ξινότεροι των ξινών) μου είπαν από παρακλητικά έως και πιεστικά «μείνε ακόμη μια χρονιά» αλλά τους το ξέκοψα ευγενικά «ειλικρινά κουράστηκα, καιρός για άλλον».
Δεν είναι καθόλου μα καθόλου τιμητικό να είσαι «ο Διαχειριστής της δεκαετίας». Τώρα θα ξέρω ότι αν μου χτυπάνε την πόρτα στις δέκα και μισή το βράδυ θα είναι γιατί ο μεγάλος παρήγγειλε ντελίβερι. Όχι ο Johnny που ανακάλυψε μια καμμένη λάμπα, στον τέταρτο.
Δειτε επίσης: