Θα ονομάσω το λαιμό σου υψικάμινο

τον αφαλό σου Μέση Ανατολή
τα πόδια σου δαγκάνες που με σφίγγουν.
Έξω μακριά η άβυσσος
το αγρίμι
η γεύση απ’ τη στάχτη μας.
Ναι! είναι αλήθεια
τρυφερά θα ξεφλουδίσω σαν κρεμμύδι το κορμάκι σου
θα κλάψει ο σκύλος μέσα μου απ’ την τόση ομορφιά.
Θα γράψει επιστολή ο ποιητής στο χάος.
Λυπήσου με που ορφάνεψα κοιτώντας τα βυζιά σου
που κρύφτηκα ο κόπανος στους τρυφηλούς σου αδένες.
Λυπήσου με γαλιάντρα, κόρη δεσποτάδων
που σκιάχτηκες απ’ το ξενύχτι του φαλλού
και τώρα καταβροχθίζεις φρυγανιές
μέλι και βούτυρο
κι αφήνεις ένα ζευγάρι σφήκες ν’ απολαύσουν
την τέλεια μαστοφόρα φύση σου
κι αφήνεις το κεντρί τους ν’ ακονίσουν
πάνω στη γλύκα της ζωής
πάνω στα λάφυρα της πρωινής μου στύσης.