Είναι εκεί – αυτές κι ο ήλιος, κόντρα – κοντά δυό ώρες.
Κουνώντας χέρια, πόδια, μιλώντας ασταμάτητα.
Είχα πολλά να κάνω μα έμεινα (μη με ρωτάς γιατί) να τις χαζεύω.
Μαντεύοντας ηλικίες. Και χηρείες.
Εξηνταπέντε, εβδομήντα, εβδομηνταπέντε, ογδόντα και βγαίνω!
Τραγουδώντας.
Here comes the replay of an old dream
They were dreaming when they were small girls
Τurn around
They are the swimmers in their old house
The water slowly fills the room
Ποτέ δεν βγήκαν από το σπίτι κι ας πλημμύριζε.
Μπορεί να πέρασαν καλά στη ζωή τους, δε λέω.
Να αγαπήσαν, να αγαπήθηκαν, ήσυχα, ψιθυριστά, καθωσπρέπει, με τον τρόπο τους.
Μα μερικά σπίτια γίνονται μια στρόγγυλη γυάλα.
Και σε κρατάνε για πάντα (με νερό που αλλάζει τακτικά, με τροφή κάθε μέρα, με κάποιον να σε φροντίζει) μουλιασμένη εντός τους.