Posted by Theorema | 19th/nov/2015
(Κείμενο που δημοσιεύτηκε στις Στάχτες στις 19 Νοεμβρίου 2015)
μου τυχαίνει καμιά φορά. Σπανίως, αλλά μου τυχαίνει. Εκεί που περιμένω στην πιάτσα με τα ταξί, να εμφανίζεται πελάτης που έχω ξαναπάρει κούρσα. Τους αναγνωρίζω αμέσως, φυσικά. Είμαι φυσιογνωμιστής. Ονόματα δεν συγκρατώ, πρόσωπα όμως δεν ξεχνάω. Συνήθως είναι πελάτες που παίρνω από τα ΚΤΕΛ ή την πλατεία Καραϊσκάκη και κάνουν σταθερά την ίδια διαδρομή. Αυτές είναι οι καλύτερες πιάτσες του κέντρου. Αράζω εκεί με τους άλλους και λέμε καμιά κουβέντα μέχρι να αδειάσουν τα λεωφορεία στο σταθμό και να αρχίσει το μεροκάματο ή το νυχτοκάματο, αναλόγως.
Την είδα που βγήκε απ’ το μετρό. Παρόλο που κόντευε να βραδιάσει φόρεσε το μαύρο γυαλί και σήκωσε το χέρι. Ήμουν πρώτος στη σειρά. Κύλησα δυο τρία μέτρα στο ρελαντί, κατέβηκα και της άνοιξα την πόρτα. Μπήκε χωρίς να με χαιρετήσει. Έβαλα μπρος και την κοίταξα μέσα από το καθρεφτάκι. Περίμενα. Θυμόμουν πως την έλεγαν Λαοκρατία. Παράξενο όνομα, το είχα συγκρατήσει από την άλλη φορά.
“Πάλι εσείς”, πέταξε ανέκφραστα. “Ε λοιπόν, από την πρώτη κιόλας στιγμή που σας είδα, τότε, σκέφτηκα πως έχετε όψη μεταπράτη”.
Με θυμόταν.
“Τι εννοείτε; Κάνω το μεσάζοντα σε καμιά βρωμοδουλειά και δεν το κατάλαβα;”, νευρίασα και άναψα τσιγάρο. Δεν ήξερα αν έπρεπε να προσβληθώ αμέσως ή να περιμένω να μου εξηγήσει τι εννοούσε.
“Κυψέλη”, είπε τελικά.
Έβγαλα φλας και βγήκα στο δρόμο. Η κίνηση είχε κόψει κάπως, αλλά η βροχή δεν βοηθούσε και πολύ. Πηγαίναμε σαν τις κότες. Οδηγούσα χαλαρά, τσεκάροντας δεξιά κι αριστερά τους περαστικούς στα πεζοδρόμια.
“Όχι , αφήστε το”, με πρόλαβε.
Κατάλαβα πως δεν ήθελε διπλή κούρσα.
“Μάλιστα “, συμμορφώθηκα αμέσως.
“Πάμε δεξιά στην Πατησίων”, μουρμούρισε λίγο πριν βγάλω φλας αριστερά προς Αλεξάνδρας.
Πάλι ξεφεύγαμε από το δρομολόγιο. Όπως και την προηγούμενη φορά, που ήθελε να πάει στην Σπετσών μέσω Δροσοπούλου. Έκανα έναν ελιγμό αυτοκτονίας και έστριψα δεξιά. Ένας γιωταχής μου κόρναρε και με μούντζωσε.
“Έχετε καλά αντανακλαστικά”, μου έκανε το κομπλιμάν της. “Τα Χριστούγεννα όμως με αρρωσταίνουν. Η Αθήνα απόψε μου φαίνεται θλιβερή. Φώτα και ψεύτικα αστέρια στα καλώδια της ΔΕΗ, βιτρίνες, σακούλες στα χέρια των ανθρώπων. Ευχαρίστως θα την άδειαζα μονομιάς”.
“Την πόλη;”, ρώτησα.
“Μάλιστα. Την πόλη. Και τώρα θα ήθελα να με πάτε να δω τη θάλασσα, αν δεν σας πειράζει. Άλλαξα γνώμη”, είπε.
Σκέφτηκα πως έπρεπε να ήταν εντελώς τρελή και πως αυτό που λέμε “γνώμη” στην περίπτωσή της ήταν κάτι που άλλαζε υπερβολικά συχνά.
Σκέφτηκα να πάω προς Πειραιά. Η κίνηση μπούκωνε τους δρόμους, η Αθήνα πάθαινε νευρικό κλονισμό. Θυμήθηκα την κηδεία του εγγονού της. Εκεί που είχε πει ότι πήγαινε την προηγούμενη φορά, πριν καταλήξουμε σε κείνο το ξενοδοχείο. Δεν αναφέρθηκα στο συμβάν. Στο ράδιο έπαιζε κάτι ροκιές από τα νιάτα μου. Έξω έβρεχε πολύ και είχε σκοτεινιάσει τελείως. Τα μαγαζιά έκλειναν και ο κόσμος αραίωνε. Δυνάμωσα το καλοριφέρ. Ήταν ωραία.
“Τα Χριστούγεννα η Κέρκυρα μοιάζει με καράβι. Τα απογεύματα φυσάει ο Σιρόκος και μυρίζει ο τόπος αγιοσύνη και θαλπωρή. Οι κυράδες μαγειρεύουν ντρέδουλες και μελομακάρονα και ανήμερα ψήνουν γαλοπούλες και αρνί με δάφνες και σταφίδα. Την παραμονή τα παιδιά ξεχύνονται στα καντούνια μαζί με τις μπάντες της Φιλαρμονικής και λένε τα κάλαντα. Απογειώνεται η πλατεία από τις φωνές και τις τρομπέτες. Οι νοικοκυρές φιλεύουν τον κόσμο κουμκουάτ στο χαρτί, αμύγδαλα και κουραμπιέδες. Έχουμε δικά μας κάλαντα εμείς στα χωριά, δεν τα ξέρετε εσείς εδώ στο Νότο”.
Δεν ξέρω τι με είχε πιάσει ξαφνικά και θυμήθηκα το νησί μου. Μονολογούσα λες και δεν ήταν άλλος στο ταξί. Ένιωθα μεγάλη νοσταλγία.
Λίγο πριν το λιμάνι, στα είκοσι μέτρα μπροστά από το ταξί, είδα ένα σκυλί που κούτσαινε στο δρόμο. Κατέβασα ταχύτητα και το προσπέρασα σιγανά. Δεν ήθελα να το τρομάξω. Ένιωθα να με μπουκώνει μια παράξενη λύπη. Στη θάλασσα αχνοφαίνονταν τα φώτα από τα αραγμένα καράβια. Πεζός κανείς. Πάχνη. Το Ιόνιο πέλαγος ήταν πολύ μακριά από μένα.
“Σπύρος λοιπόν”, μάντεψε χωρίς να με ρωτήσει το όνομά μου. Με είχε ακούσει. “Πάμε στην Κέρκυρα; Μπορείτε τώρα;”.
Δεν κατάλαβα αν το εννοούσε ή αν μου έκανε πλάκα.
“Ναι, βάζω πέμπτη και σε κάνα δίωρο θα είμαστε εκεί. Κρατηθείτε!”, αστειεύτηκα επειδή μου φάνηκε πως αυτό ήταν ό, τι πιο ασφαλές μπορούσα να κάνω.
“Πάμε στο αεροδρόμιο. Θα πάρουμε την πρώτη πτήση που θα βρούμε, κάποια πρέπει να υπάρχει. Θα πάμε στο νησί, θα πιούμε ένα κρασί σε μια ταβέρνα που θυμάστε από παλιά και το πρωί επιστρέφουμε”, συνέχισε. “Δεν μπορεί, θα έχετε κι εσείς τις προσωπικές σας αναμνήσεις “.
Γύρισα και την κοίταξα. Νύχτα.
Έβγαλα φλας και σταμάτησα στην άκρη του δρόμου. Φύσαγε πολύ. Η βροχή έσκαγε πάνω στα τζάμια. Σκέφτηκα πως μπορεί να ήταν σταγόνες από τη θάλασσα, καθαρή αλμύρα. Μετά είδα την εικόνα ενός αχινού που τον παίρνει ο αέρας και προσγειώνεται στο παρμπρίζ, με τα αγκάθια να διαπερνούν το τζάμι και να χώνονται μέσα. Με πιάνει πότε πότε κάτι αλλόκοτο, και φαντάζομαι παράξενες εικόνες.
Χωρίς να ρωτήσω τίποτα έβαλα πρώτη και ξεκινήσαμε. Αν ήταν εκείνη μία φορά τρελή εγώ μπορούσα να γίνω δέκα. Σε μια ώρα ήμασταν στο αεροδρόμιο, με τα εισιτήρια της τελευταίας πτήσης στο χέρι. Είχα χρόνια να πάω στο νησί. Όλα μου φαίνονταν απίστευτα. Λες και δεν τα ζούσα.
Μπήκαμε στο αεροπλάνο και καθίσαμε στις θέσεις μας.
“Όταν ήμουν μικρός στον Άη Μαθιά λέγαμε τα κάλαντα και με τα φραγκοδίφραγκα αγοράζαμε φλογέρες. Είναι κάτι σιροπιαστά γλυκά με σουσάμι και μαύρη σταφίδα, δεν ξέρω πώς τα λέτε εσείς. Η μάνα μου μας φόραγε τα καλά μας, για να μην εκτεθεί στη γειτονιά, και τρέχαμε με τον αδελφό μου από το χάραμα ως τη νύχτα. Μόλις γυρίζαμε, ανάβαμε το τζάκι και ψήναμε κάστανα και κουκουνάρια. Ο πατέρας μου έβαζε πατάτες και πορτοκαλόφλουδες στη θράκα και η μάνα σέρβιρε το αρνί με τις πατάτες και τη σούπα δίπλα στη φωτιά. Οι παππούδες μας έπιναν κρασί κι έλεγαν ιστορίες από την Κατοχή. Εμείς σαστίζαμε. Το γκρέμισε πρόπερσι ο αδερφός μου το σπίτι, έχτισε διώροφο, τίποτα από τα παλιά δεν έμεινε εκεί πάνω. Τον πόνεσα τον τόπο μου, τόσα χρόνια έχω να πατήσω…”.
“Είστε από ένα χωριό που το λένε Άγιο Ματθαίο, λοιπόν”, σχολίασε η ονειροπαρμένη. “Πριν γίνει μαθητής του Ιησού, ο Ματθαίος ήταν τελώνης στη Γαλιλαία, άνθρωπος αμαρτωλός, το ξέρατε;”.
Ξερόβηξα και σήκωσα τους ώμους. Δεν ήξερα κι ούτε με ένοιαζε να μάθω.
Αυτή συνέχισε να χαζεύει το σκοτάδι σα να μην υπήρχα δίπλα της. Έμοιαζε να μη νοιάζεται για τίποτα. Κοίταξα τα μαύρα ρούχα της και το χέρι όπου την προηγούμενη φορά είχε το διαμαντένιο δαχτυλίδι. Είδα πως έλειπε από το δάχτυλό της. Τα χέρια της ήταν τελείως γυμνά. Μου άρεσαν έτσι όπως τα είχε ακουμπήσει στα γόνατά της με τις παλάμες προς τον ουρανό. Αναρωτήθηκα αν της άρεσε να προσεύχεται ή αν η κίνηση ήταν τυχαία.
Η πτήση κράτησε ελάχιστα ή έτσι μου φάνηκε. Με το που φτάσαμε στο Ιωάννης Καποδίστριας πήραμε ταξί και κατεβήκαμε στην πόλη. Μαυρίλα παντού, εκτός από τα στολίδια του δημάρχου στα δέντρα και στις κολώνες. Η πλατεία άδεια, στους δρόμους ψυχή. Στον κόλπο της Γαρίτσας ερημιά. Μόνο κύματα και σκοτάδια. Το Ιόνιο στα καλύτερά του. Είχε βρέξει και στην Κέρκυρα όλα ήταν μουσκεμένα και καθαρά. Ένιωθα μια ζεστή ταραχή στα σπλάχνα μου, ένα λίγωμα ωραίο. Τα γόνατά μου τρέκλιζαν. Αν δεν ντρεπόμουν την κυρά θα άρχιζα να κλαίω. Με τον τόπο αυτό υπήρξα ανέκαθεν βαριά ερωτευμένος.
Λίγο πριν τα μεσάνυχτα κατεβήκαμε τα σκαλιά του γερο Γισδάκη και πιάσαμε τραπέζι δίπλα στο παράθυρο, κάτω από τα παλιά βαρέλια. Χάρηκα που το ταβερνείο ήταν ακόμα εκεί. Το βρήκα εύκολα, περισσότερο με την ανάμνηση παρά με τον προσανατολισμό μου. Φάγαμε μπουρδέτο με πιλάφι, κατσικίσιο τυρί και σαλάτα λάχανο με άνηθο και λεμόνι. Ήπιαμε κρασί από το βαρέλι με το καπνισμένο ξύλο, το καλό. Τσουγκρίζαμε και το κατεβάζαμε μονομιάς, σα νεράκι.
Σιγά σιγά ξαναθυμόμουν τις μυρωδιές και τις γεύσεις του νησιού και μέσα μου ξέσπαγε θρήνος. Ο ταβερνιάρης καθόταν αμίλητος στη γωνιά και έπινε χωρίς να ασχολείται. Μου φάνηκε γερασμένος αλλά ήσυχος. Μισοφευγάτος. Αυτή δε μίλαγε πολύ. Πού και πού άφηνε το πιρούνι της και τσιμπολογούσε λίγο ψωμί. Όταν το έκανε αυτό μου θύμιζε εκείνο το χτυπημένο σκυλί στο δρόμο, στην Αθήνα. Όμως αυτό δεν της το είπα. Χάρη σε κείνη την αλλοπρόσαλλη γυναίκα βρισκόμουν μετά από τόσο καιρό στο νησί. Δεν ήθελα να σχολιάσω τίποτα.
Αφού φάγαμε και ήπιαμε σκέφτηκα πως κάπου έπρεπε να βγάλουμε τη νύχτα μας. Με τα λεφτά που είχε επιμείνει να μου ξεχρεώσει τη χαμένη βάρδιά μου μπορούσα να την πάω στο Καβαλιέρι. Το καλύτερο ξενοδοχείο του νησιού. Ήταν και παρέμενε, αν έκρινα από τη φωτοχυσία και την κόκκινη μοκέτα της εισόδου. Αυτή όμως δεν τα ήθελε τα κυριλέ ξενοδοχεία, δεν της άρεσαν καθόλου τα “δωμάτια-μπουτίκ”.
Έτσι είπε.
“Αν θέλετε πάμε στο λιμάνι να περιμένουμε το χάραμα και μετά να πάρουμε το πρώτο αεροπλάνο για πίσω”, πρότεινε. “Το φαγητό ήταν πολύ καλό, και το κρασί διαμάντι. Μπορεί να συνεχιστεί το ίδιο υπέροχα αυτή η βραδιά με μια βόλτα στην πόλη”.
“Πάμε να κλείσουμε τα μάτια μας δυο ώρες πριν φύγουμε ξανά”, την παρότρυνα σχεδόν παραιτημένος.
Με είδε που ήμουν κατάκοπος και στο τέλος δέχτηκε να πάμε σε κάνα φτηνό ξενοδοχείο στο λιμάνι. Διάλεξε ένα παρακμιακό ερείπιο που πριν τριάντα χρόνια γνώριζε δόξες και τιμές, τώρα πια όμως φαινόταν τελειωμένο. Περνούσαμε απέξω και μόλις το είδε έδειξε με το δάχτυλο “εκεί”. Απόρησα που δεν το είχαν σφραγίσει οι αρχές πριν αρχίσουν να πέφτουν τα μπαλκόνια σε κεφάλια. Στην είσοδο κρεμόταν μια γκρεμοτσακισμένη ταμπέλα με το όνομα. “Constantinople”.
“Εάλω η Πόλις”, κατάπια όπως όπως τη σκέψη μου, ξέροντας πως κάθε κουβέντα μου είχε διλπή σημασία, γι’ αυτό ήταν καλύτερα να την κρατάω για τον εαυτό μου.
Μπήκαμε μούσκεμα από τη βροχή και πήραμε ένα κλειδί από τον ρεσεψιονίστ που καθόταν στον ξύλινο πάγκο. Ήταν ένας υπέργηρος λακωνικός Κερκυραίος ντυμένος σαν Εγγλέζος ευγενής του περασμένου αιώνα. Δίπλα του μια γυναίκα με κάτασπρα σγουρά μαλλιά , σαν μάγισσα από κακό παραμύθι, έπλεκε με το βελονάκι της μια ροζ παιδική κουβέρτα. Η σκηνή μου φάνηκε εφιαλτική. Αν την έβλεπε ο Ευγένιος Αρανίτσης θα μεγαλουργούσε.
Μετά τα διαδικαστικά με τις ταυτότητες και τα λοιπά ο ρεσεψιονίστ μας καληνύχτισε και ξανάπιασε την εφημερίδα του. Η γριά συνέχισε να πλέκει.
Αρχίσαμε να ανεβαίνουμε με τα σκαλιά. Το μυαλό μου βούιζε από σκόρπιες σκέψεις. Κομματάκια σκέψεων, για την ακρίβεια, όχι ολόκληρες σκέψεις. Μια νύχτα σαν αυτή, με καταιγίδα και βοριάδες στο νησί, μετά από αιώνες ξενιτιάς στην Αθήνα, βρισκόμουν με μια άγνωστη γυναίκα στο πιο τιποτένιο ξενοδοχείο της πόλης, να συναντώ μισότρελους Κερκυραίους και να πίνω καπνιστό κρασί από τα βαρέλια του ταβερνιάρη φίλου του πατέρα μου που δεν με αναγνώρισε καν. Όλα έμοιαζαν τελείως παρανοϊκά. Αν ξυπνούσα το επόμενο πρωί και καταλάβαινα πως τίποτε απ’ όλα αυτά δεν είχε συμβεί, θα είχα δει τουλάχιστον το καλύτερο όνειρο της ζωής μου.
Στο δωμάτιο έκανε ζέστη. Μια σόμπα έκαιγε πετρέλαιο και μύριζε βαριά. Το περιβάλλον θύμιζε σοσιαλιστικό ρεαλισμό, είχε κάτι το αγέρωχα υπερήφανο και συνάμα εντελώς νοσηρό. Ξέφτια στα κουφώματα, λερή μοκέτα κάτω, καμπινεδάκι με μπιντέ από κείνους τους αρχαίους, τους μπρούτζινους, και στη γωνιά μια ξύλινη ντουλάπα ίδια με κείνη την προικώα της γιαγιάς μου, στο χωριό, που όταν της έτριζαν τα πορτόφυλλα ξυπνούσαν και πεθαμένο.
Από τα παράθυρα έμπαινε ο θόρυβος της προκυμαίας όπου λυσσομανούσαν τα κύματα. Πλησίαζαν Χριστούγεννα και τα καράβια ήταν φωτισμένα και θαμπά. Στο Βίδο, απέναντι, σκοτάδι.
Ξάπλωσα κοντά της και άπλωσα το χέρι έτσι όπως κάνουμε όταν γνωριζόμαστε καλά με κάποιον και μπορούμε να τον καλέσουμε δίπλα μας. Κούρνιασε στην αγκαλιά μου σαν παιδί. Τα μαλλιά της μύριζαν καπνό και χειμώνα. Η ανάσα της κρασί και παλιό τρόμο.
“Ησύχασε”, της μίλησα για πρώτη φορά στον ενικό και γύρισα προς τη μεριά της.
Την αγκάλιασα πιο σφιχτά και άρχισα να την φιλάω στο στόμα. Με αγκάλιασε κι εκείνη. Έγλειψα τα χείλη της απαλά, με τον τρόπο που γλύφει όμορφα η γάτα το γατάκι. Ήταν ζεστή και φιλόξενη. Με συγκινούσε. Θυμήθηκα πως την προηγούμενη φορά είχε κλάψει πάνω στον έρωτα και φοβήθηκα μη γίνει κάτι και μου ξανασπάσει. Ήξερα πως ήταν ραγισμένη και γεμάτη μυστικά. Κι αν δεν το ήξερα, το μάντευα. Φαινόταν. Ήταν μια γυναίκα γεμάτη μυστικά, σαν εκείνα τα καράβια στο λιμάνι, που για μια στιγμή τα φαντάστηκα – ποιος ξέρει γιατί – γεμάτα μελαμψούς λαθρεπιβάτες.
Δεν συνέβη τίποτα απ’ όσα φοβόμουν. Σμίξαμε αμίλητοι, με κάτι που έμοιαζε με αληθινή αγάπη, ακόμα και ανάμεσα σε δυο άγνωστους. Αυτή τη φορά δεν έκλαψε, ούτε σηκώθηκε να φύγει στη μέση. Ήταν πιο ήρεμη και πιο απλή, με έκανε να νιώθω πως με είχε ανάγκη. Αποκοιμήθηκε σχεδόν αμέσως μετά, κουρνιασμένη στην αγκαλιά μου.
Το πρωί ήπιαμε καφέ και περπατήσαμε στο λιμάνι. Ο ουρανός ήταν γεμάτος γκριζόμαυρα σύννεφα. Πάνω από τα κεφάλια μας έκρωζαν γλάροι και κοράκια. Κοίταζα το φρούριο πάνω στο λόφο του και δεν έλεγα να το χορτάσω. Και το πλακόστρωτο, τις μικρές λακκούβες με τα απόνερα της νύχτας, τα παρτέρια με τα γυμνά δέντρα, τα ανταριασμένα νερά του λιμανιού, τα πεσμένα κερκυραϊκά φύλλα.
“Ο Τσε αγαπούσε πολύ τον ποιητή Ευγένιο Αρανίτση”, μου είπε ξαφνικά και η φωνή της έμοιαζε να έχει βγει από μια μαύρη τρύπα. “Το ξέρατε πως είναι Κερκυραίος; Ευγένιος και αυτός, όπως ο εγγονός μου…”.
“Από ποιητές δεν ξέρω και πολλά, ο Αρανίτσης όμως είναι πιο γνωστός στον τόπο του κι από τις πέτρες”, της είπα και απόρησα που ένιωθα τόσο τρυφερά για κείνη. “Το μόνο που ξέρω είναι πως όταν μεσημεριάζει τον Αύγουστο πάνω από την Κέρκυρα τα σύννεφα στάζουν αίμα και μυρίζουν θυμίαμα, και πως κάποτε στα μέρη αυτά ζωγράφιζε αγγέλους με κόκκινα φτερά ο Τσαρούχης. Αυτός είναι επίσης πολύ γνωστός, τον ξέρουν και οι πέτρες κι ας μην είναι συντοπίτης μας”.
Δεν απάντησε. Ήθελα να την πάρω αγκαλιά μα δεν τόλμησα να την πλησιάσω. Θυμήθηκα τα λόγια της. Κατάλαβα γιατί με έλεγε μεταπράτη. Όποτε συναντιόμασταν ήταν σα να ήμουν ο καιροσκόπος ενδιάμεσος για κάτι που έμοιαζε με ύπουλη, προσωρινή ανακωχή ανάμεσα στην πραγματική ζωή και στον εαυτό της.
Περπατήσαμε ως την άκρη του μόλου, εκεί που αράζουν τα γέρικα φέρι μπωτ που δεν μετράνε πια ταξίδια. Στάθηκε σύριζα στο κράσπεδο και τότε φοβήθηκα μη δώσει μια και πέσει. Έβγαλε τότε από την τσέπη της ένα κομμάτι από το χθεσινοβραδινό ψωμί κι άρχισε να το τρίβει στους γλάρους. Άπλωνε τα χέρια της και έριχνε τα ψίχουλα στον ουρανό. Τα πουλιά μαζεύτηκαν γύρω μας σα μέλισσες και έτρωγαν αυτό που τους πετούσε. Αυτή φαινόταν επιτέλους να ηρεμεί. Αν της άλλαζα όνομα εκείνη τη στιγμή θα την βάφτιζα Γαλήνη. Και θα ήταν ένα περιστέρι που εξόκειλε στο κατώφλι του σπιτιού μου, όπως τότε που ήμουν παιδί κι όλο έμπαιναν πουλιά από την ανοιχτή πόρτα στην Κασσιόπη. Ή ένα από κείνα τα γέρικα φέρι μπωτ, που δεν μετράνε πια ταξίδια, στο λιμάνι της Κέρκυρας.
“Ας είναι τα νησιά σου ελαφριά, Ιόνιο πέλαγος“, απήγγειλε τότε ένα στίχο του Κερκυραίου ποιητή και προχώρησε μπροστά, αφηρημένη.
Εγώ έμεινα στο πεζούλι μόνος μου, να την κοιτάζω να ξεμακραίνει και να μη μπορώ πια να υπολογίσω τον καιρό. Να μη μπορώ καν να μετρήσω ούτε τα δέκα μου δάχτυλα, που άξαφνα μου φάνηκαν να μυρμηγκιάζουν από κάτι που έμοιαζε με δίψα ξαφνική και μια παράξενη, ξενόφερτη ανάγκη.
Έκτοτε δεν την ξαναείδα.