Γιάννης Μάρκοβιτς
Η σχέση κόμματος – κυβέρνησης, παραμένει, μέχρι σήμερα, θέμα ιδεολογικής και πολιτικής ανάλυσης, ταλανίζοντας την Αριστερά και τη μαρξιστική σκέψη. Τόσο οι κλασικοί, όσο και μετέπειτα (Γκράμσι, Λούξεμπουργκ, Αλτουσέρ, Πουλαντζάς) πολλοί ασχολήθηκαν με την παραπάνω σχέση. Ενώ τυπικά είναι αμφίδρομη, ουσιαστικά είναι ανισοβαρής και προβληματική.
Για τα κόμματα του αστικού, του φιλελεύθερου και του σοσιαλδημοκρατικού τόξου, η προαναφερόμενη σχέση είναι, εν πολλοίς, ξεκάθαρη και αυστηρά οριοθετημένη. Το κόμμα υπάρχει ώστε να δημιουργεί τις συνθήκες και το πρόσφορο έδαφος για την ανάληψη της διακυβέρνησης. Δεν τίθενται ζητήματα εξουσίας και υποταγής της κυβέρνησης στη βούληση του κόμματος, ενώ οι ρόλοι τους είναι ευδιάκριτοι και προσυμφωνημένοι, καθώς η πολιτική μαζί με την οικονομική εξουσία βρίσκονται σε αγαστή συνεργασία με απώτερο στόχο τη διαιώνιση της κυριαρχίας τους.
Τα παραπάνω δυσκολεύουν, όταν αναλαμβάνει τη διακυβέρνηση ένα κόμμα που δεν έχει δεδομένους δεσμούς με την εξουσία, ούτε έχει βρεθεί στη θέση της εξυπηρέτησης συγκεκριμένων οικονομικών συμφερόντων, μέσω κυβερνητικών αποφάσεων. Σε αυτή την περίπτωση, δύο είναι οι επιλογές ανάληψης της διακυβέρνησης. Είτε αυτή γίνεται με επαναστατικά μέσα καταλαμβάνοντας ουσιαστικά την εξουσία και όχι απλά την κυβέρνηση, είτε το κόμμα αναλαμβάνει να κυβερνήσει συμβιβαστικά και υποχωρητικά, κάνοντας πολιτικές και κοινωνικές εκπτώσεις από το πρόγραμμα και τις ιδεολογικές του αναφορές.
Στην παρούσα φάση, η δεύτερη επιλογή υλοποιείται, καθώς η επανάσταση παραμένει στη σφαίρα της φαντασίας και όχι της έμπρακτης πολιτικής. Για κάποιους, η συμβιβαστική διακυβέρνηση ήταν το αποτέλεσμα των έξωθεν εκβιασμών, ενώ γι’ άλλους, αυτή ήταν ζήτημα επιλογής και προσχεδιασμένων κινήσεων πολιτικών κέντρων και προσώπων. Εφόσον υιοθετηθεί η δεύτερη άποψη (του εκ των προτέρων σχεδίου), τότε η επιλογή της αντίστασης στην κυβέρνηση είναι αναμενόμενη και η παρουσία στην αντιπολίτευση η λογική κίνηση. Με αυτό τον τρόπο, διασφαλίζεται το άσπιλο και το αμόλυντο της ιδεολογικής καθαρότητας, παρέχεται εγγύηση για την εξ αποστάσεως και εκ του ασφαλούς «πετροβόλημα» της κυβέρνησης και δεν υπάρχει ο φόβος για «μόλυνση» από επικίνδυνους «πολιτικούς ιούς».
Όσον αφορά στην υιοθέτηση της επιλογής του έξωθεν εκβιασμού από τα νεοφιλελεύθερα κέντρα, αυτή είναι μια καθησυχαστική επιλογή στην περίπτωση που υπάρχουν υπόνοιες, ενοχές και ερωτηματικά ως προς τις προκύπτουσες εξελίξεις και την τρέχουσα κατάσταση. Παρόλα αυτά, ο εκβιασμός «λειτουργεί» ως ασπιρίνη στον πυρετό. Τον κατεβάζει για κάποιες ώρες, αλλά δεν το διώχνει. Η κυβέρνηση με τις επιλογές και τα μέτρα που λαμβάνει συνεχίζει να αναπαράγει το προβληματικό τοπίο, ενισχύοντας το μνημονιακό εγκλωβισμό της οικονομίας. Τα ερωτηματικά θα διογκώνονται, όσο αυτή βηματίζει σε ρυθμό χελώνας, φοβάται τη σκιά της και τρομάζει με το μπόι που της έδωσε ο λαός. Επίσης, τα προβλήματα θα γίνονται εντονότερα και περισσότερο ενοχλητικά, όσο η διακυβέρνηση εκτελείται απρογραμμάτιστα και είναι εξωγενώς επιβαλλόμενη, οι προσωπικές επιθυμίες και οι πολιτικοί ναρκισσισμοί υποσκάπτουν το συλλογικό υποκείμενο και οι λανθασμένες επιλογές προσώπων καταδεικνύουν την έλλειψη στελέχωσης, το συγκεντρωτισμό του κόμματος και τις προσωπικές σχέσεις, οι οποίες υπερισχύουν της πολιτικής και της ιδεολογίας.
Γιατί ακόμα κι εάν τα μέτρα είναι επονείδιστα κι επαχθή, η πολιτική και η ιδεολογία δεν είναι δυνατόν να υποτάσσονται στην τεχνοκρατία και στη διαχείριση. Εφόσον συμβαίνει αυτό, η καταξίωση και η επιβράβευση μιας καλής κυβερνητικής διαχείρισης, δεν σημαίνει νίκη, καθώς τα αστικά κόμματα είναι καλύτεροι διαχειριστές των πολιτικών που ολόθερμα ασπάζονται. Δεν αντιγράφεις αυτόν που μάχεσαι και απορρίπτεις. Αντίθετα, δημιουργείς καινοτομίες που δίνουν αριστερό πολιτικό στίγμα και αφήνουν ριζοσπαστικό κοινωνικό αποτύπωμα.
Στο πλαίσιο αυτό, η αποκεντρωμένη λειτουργία του κόμματος είναι μια σημαντική βάση για τη διαμόρφωση της αποτελεσματικής σχέσης κόμματος – κυβέρνησης. Η αποκέντρωση σημαίνει ρήξη με το παρελθόν, καθώς ο συγκεντρωτισμός ενεργεί ως διασφάλιση του κομματικού ιερατείου, ενώ η τεχνητού τύπου ύπαρξη τάσεων, εγγυάται τη διατήρηση του εσωτερικού συσχετισμού δυνάμεων σε κεντρικό επίπεδο, αγνοώντας την πολυμορφία θέσεων και απόψεων σε τοπικό επίπεδο. Ο συγκεντρωτισμός βοήθησε να στηθεί ένας αναγκαίος μηχανισμός που εκμεταλλεύτηκε αποτελεσματικά και σωστά τις πολιτικές συγκυρίες και τις εξελίξεις για να κερδίσει τις εκλογές, αλλά δε συνέβαλε στην ομοψυχία, ούτε στην προετοιμασία της κοινωνίας για τη διακυβέρνηση, πολύ δε περισσότερο για τη διαχείριση των προβλημάτων κατά τη διάρκειά της.
Το κόμμα δεν πρέπει να είναι ακόλουθος και «ουρά» της κυβέρνησης, ούτε απαθής δέκτης των κυβερνητικών αποφάσεων. Όπως επίσης, το κόμμα δεν μπορεί να στέκεται απέναντι στην κυβέρνηση και να αδιαφορεί για τις κυβερνητικές επιλογές. Η σχέση τους πρέπει να είναι διακριτή, δυναμική, επανατροφοδοτούμενη και ισοβαρής. Μα πιο πολύ, είναι μια σχέση που δοκιμάζεται στην πράξη και δεν μπορεί να υπόκειται μόνο σε θεωρητικούς κανόνες και σε μηχανιστικές ή εργαλειακού τύπου λογικές.
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ…