Γιάννης Σιδηρόπουλος
Δύο διαφορετικές αφηγήσεις, μια προβλέψιμη και μια αντισυμβατική, συνθέτουν το σκηνικό μετά την υπερψήφιση του νέου πακέτου μέτρων και των πρώτων απωλειών της κυβέρνησης.
Η ασυνήθιστη εξέλιξη είναι πράγματι η αποχώρηση του Γαβριήλ Σακελλαρίδη, όχι γιατί ήταν κάτι ξαφνικό αλλά γιατί ο πρώην στενός συνεργάτης του Πρωθυπουργού αποχώρησε διατηρώντας την αξιοπρέπειά του, όχι ο μόνος ανάμεσα σε κάποια στελέχη, που επέλεξαν την έντιμη αποστασιοποίηση από την πολιτική «ανταλλαγή» της σιωπής με αξιώματα και θέσεις ή την προσωπική πολιτική της αυτονόμησης με λάφυρο την έδρα. Ήταν – εξαρχής – μια καθαρή πολιτική επιλογή που διευκόλυνε τον Πρωθυπουργό και ένα μήνυμα για το υπόλοιπο πολιτικό σύστημα και τις αρχές που το διέπουν.
Οι δύο διαγραφές, συνεπεία των προσωπικών πολιτικών, αν και φαίνονται επιβεβλημένες υπενθυμίζουν τις σκηνές που έζησαν όλες οι κυβερνήσεις από το 2010 και έπειτα, όταν σε κάθε νέο πακέτο μέτρων διεξαγόταν μια μεγάλη μάχη (και ένα ανυπόφορο παζάρι) στους διαδρόμους της Βουλής όπου μετρούσαν τις απώλειές τους, πριν την αναπόδραστη πτώση τους. Μπορεί η εύκολη επικράτηση των τελευταίων εκλογών να είναι πρόσφατη ανάμνηση αλλά οι 153 βουλευτές δεν είναι μια ευοίωνη αριθμητική ισορροπία ενόψει του σκόπελου του ασφαλιστικού το αμέσως προσεχές διάστημα και , πολύ περισσότερο, ενόψει 4 ετών κυβερνητικού βίου.
Ποιος διεκδικεί μεγαλύτερη ιδεολογική εντιμότητα;
Ενδεχομένως να μαρτυρά και τους κινδύνους που είχαν επισημανθεί μετά την αποχώρηση της ΛΑΕ από το ΣΥΡΙΖΑ για την ευκαιρία που χάθηκε ώστε να υπάρχουν οι αναγκαίες – και έντιμες δίχως άλλο- δεσμεύσεις για μια συμπαγή κοινοβουλευτική ομάδα. Στην παρούσα κατάσταση είναι δεδομένο ότι δεν μπορεί να σταθεί επιλεκτική στήριξη της κυβέρνησης που συνιστά μικροπολιτική αντιμετώπιση. Ιδιαίτερα όταν στη σημερινή ΚΟ του ΣΥΡΙΖΑ υπάρχουν βουλευτές που στο παρελθόν διαφοροποιήθηκαν και αποχώρησαν από τα κόμματά τους, ακριβώς για να μην ψηφίσουν μνημονιακά μέτρα, και πράττουν ακριβώς το ίδιο σήμερα μέσα στις τάξεις του ΣΥΡΙΖΑ, κάποιοι μάλιστα, έχοντας υπουργικούς θώκους. Άρα σε συνθήκες εύθραυστης ηθικής ισορροπίας, δεν δικαιούται κάποιος να διεκδικεί για τον εαυτό του μεγαλύτερο τεκμήριο ιδεολογικής εντιμότητας.
Τα ηθικά ζητήματα όμως, αυτή την ώρα, μικρότερο ρόλο έχουν μπροστά στην ουσία και το κρίσιμο διακύβευμα και την ευθύνη που έχει αναλάβει η κυβέρνηση. Και μάλιστα σε ένα περιβάλλον προβληματισμών για πολλά μέλη της ΚΟ και ενώ κάποιοι προαναγγέλλουν απώλειες ακόμη και για μέλη της Κυβέρνησης, θεωρώντας ότι ο Πρωθυπουργός θα αναγκαστεί να αποπέμψει (είτε με το νόμο των πιθανοτήτων είτε λόγω λανθασμένων χειρισμών τους) η συνέχιση μιας εύθραυστης κυβερνητικής ισορροπίας προδιαγράφει ένα δύσκολο χειμώνα.
Παρότι το μείγμα των μέτρων ήταν εκ των προτέρων και με σαφήνεια γνωστό, παρότι η κυβέρνηση κρίνεται -και- από την αποτελεσματικότητά να εφαρμόσει ακόμη και το μνημόνιο για να διαφοροποιηθεί από τους προηγούμενους, εντούτοις οι «απώλειες» σε κάθε δύσκολη ψηφοφορία θυμίζουν όλο και πιο έντονα τον τρόπο που «έπεσαν» οι προηγούμενες κυβερνήσεις.
Η σοσιαλδημοκρατική εφεδρεία;
Δεν είναι εύκολη η λύση στην εξίσωση και δεν ενθουσιάζεται η βάση των ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ με την ιδέα των – πρόθυμων; – σοσιαλδημοκρατών εταίρων που για κάποιους αποτελούν την «εφεδρεία» της κυβέρνησης. Και με δεδομένο ότι είναι αναγκαστικό η κυβέρνηση να εξαντλείται στις δυνάμεις της παρούσας Βουλής, η «αριστερή μελαγχολία», παρότι δεν ήρθε και το τέλος του κόσμου, επανακάμπτει μετά από μια περίοδο ηρεμίας.
Αν κάτι χρειάζεται το κυβερνητικό σχήμα είναι μάλλον η αποφασιστικότητα στο παράλληλο πρόγραμμα και τις μεταρρυθμίσεις, όχι ως απαίτηση των δανειστών αλλά ως καθημερινή και δημιουργική παραγωγή έργου, βελτιώνοντας τις επιδόσεις και την εικόνα του σχήματος, που δείχνει να μην έχει βρει ακόμη το βηματισμό του.
Χρειάζεται να διοικήσει, να ρίξει φως στα σκάνδαλα, να κάνει αυτό για το οποίο επελέγη. Και θα είχε μεγαλύτερη δυσαρμονία ο κυβερνητικός συνασπισμός αν έπρεπε να διευρυνθεί και να δρα με τη σκέψη ότι «εξαϋλώνεται» μέσα σε ένα μνημόνιο όταν οι αντίπαλοι θα απολαμβάνουν τη συρρίκνωσή του και τον κατακερματισμό.
Η κυβέρνηση δεν μπορεί να επενδύσει για δεύτερη φορά στο φόβο των αντιπάλων για την πιθανή απώλεια της πλειοψηφίας της αλλά ούτε μπορεί να είναι παραγωγική, λειτουργική και χρήσιμη, όταν είναι ευάλωτη στις δικαιολογημένες ή αδικαιολόγητες, αντιρρήσεις των βουλευτών που τη στηρίζουν. Το αδιέξοδο δεν έχει φτάσει ακόμη αλλά ίσως οφείλει να προετοιμαστεί, εν μέσω διόγκωσης των αστάθμητων γεωπολιτικών παραγόντων που, μοιραία, παρακολουθεί.
Σε κάθε περίπτωση απαιτούνται, πάλι, κρίσιμες αποφάσεις.